Δημοσιεύτηκε 14/09/2015
Μεταξύ μας στις παρέες τα λέμε όλοι συνεχώς: για τους χαραμοφάηδες στο Δημόσιο, για τους συνταξιούχους πενηντάρηδες, για τους «εξαφανισμένους» και τους συνδικαλιστές που δεν πατάνε στις δουλειές τους. Όμως, άμα γυρίσει κανένας ξένος και πει πως οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, τότε μας πιάνει το πατριωτικό και η περηφάνια.
Διάβασα πρόσφατα μια απάντηση που φάνηκε αρχικά αποστομωτική: Η έρευνα ONS Labour Force Survey της Eurostat δείχνει την Ελλάδα πρώτη (!) στο μέσο όρο ωρών εργασίας ανά την Ευρώπη. Παράδοξο; Όχι. Στον υπολογισμό του μέσου όρου μετράνε μόνον τους εργαζόμενους, και αγνοούν όσους δεν εργάζονται καθόλου. Λογικό; Ναι. Αλλά δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις.
Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για τους οποίους οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα αναγκάζονται να δουλεύουν τόσες πολλές ώρες. Ο ένας λόγος είναι πως, εκτός από την αμοιβή τους, πρέπει να παράγουν και τους φόρους και τις εισφορές που συντηρούν όσους δεν παράγουν καθόλου πλούτο. Ο δεύτερος λόγος είναι η σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα.
Σε κάθε έναν εργαζόμενο αντιστοιχεί κι ένας συνταξιούχος, χονδρικά. Δουλεύεις σκληρά, παράγεις εισοδήματα, αλλά ένα μεγάλο μέρος πάει σε άλλους. Δύο ολόκληρες γενιές βγήκαν στη σύνταξη με προνομιακούς όρους, και τώρα πληρώνονται με εισφορές από τη γενιά των 500€, τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Δυό γενιές που ψήφιζαν κόμματα παροχών και φόρτωσαν τα χρέη στους απογόνους τους.
Τέτοιοι φοροδίαιτοι, εκτός απ’ τους συνταξιούχους, είναι κι άλλοι πολλοί. Για παράδειγμα, οι συνδικαλιστές και οι «αιώνιοι» φοιτητές των κινημάτων και των κομματικών σωλήνων. Οι κρατικοδίαιτοι που δεν παράγουν ουσιαστικό οικονομικό έργο είναι αυτοί που εκλέγουν κυβερνήσεις, όμως. Δεν είναι τυχαίο πως στην παραγωγικότητα η ίδια έρευνα μάς τοποθετεί στη θέση 19 ανάμεσα στις 28 χώρες της ΕΕ.
Εκτός από την επίπτωση στις ώρες εργασίας, αυτό το έλλειμμα παραγωγικότητας αντικατοπτρίζεται και στους μισθούς. Όσο μικρότερη η παραγωγικότητα, κι όσο περισσότεροι οι φόροι και οι κρατήσεις, τόσο αυξάνονται οι ώρες εργασίας που απαιτούνται για το ίδιο εισόδημα. Διότι το εισόδημα είναι ανάλογο των εσόδων: αν η επιχείρηση δεν εισπράττει από πελάτες τότε δεν μπορεί και να πληρώσει. Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος.
Το παραμύθι του «τεμπέλη Έλληνα» περιέχει μια μεγάλη αλήθεια, λοιπόν: κάποιοι εργάζονται σκληρά, πολύ σκληρά, και με τη δουλειά τους συντηρούν εκατομμύρια άλλους. Οι οποίοι δεν φαίνονται πουθενά στις στατιστικές της παραγωγής, παρά μόνον στην κατανάλωση. Η ενίσχυση της κατανάλωσης σε αυτές τις συνθήκες είναι σα να προσπαθείς να επιπλεύσεις τραβώντας τα μαλλιά σου.
Ο μόνος δρόμος για να βγούμε από την κρίση είναι η δουλειά. Πρέπει εκατομμύρια άνθρωποι να γυρίσουν στην παραγωγή. Άνθρωποι που τώρα είναι άνεργοι ή άεργοι. Κι αυτό δεν έχει σχέση ούτε με το νόμισμα, ούτε με τα μνημόνια, ούτε με την πολιτική βούληση.
Πρέπει συνολικά, ως λαός, να αποκαθηλώσουμε τη «σύνταξη» ως αυτοσκοπό και να ενστερνιστούμε την παραγωγή.