Δημοσιεύτηκε
Φωταγωγημένοι δρόμοι, στολισμένες βιτρίνες, ξεχειλισμένα από προϊόντα ράφια καταφθάνουν από πολύ νωρίς για να μετατρέψουν μια θρησκευτική γιορτή σε καταναλωτικό γεγονός. Ποιος είναι όμως ο λόγος που ωθεί πόλεις και δήμους, καταστηματάρχες και νοικοκυρές να βάζουν τα καλά τους, πολλές φορές ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου; Η αναμονή της Γέννησης του Χριστού αποτελεί το πρόσχημα για να βγουν οι απλοί άνθρωποι από τη μέγγενη της ρουτίνας, οι ευχές να τονίσουν την κοινωνικότητά τους, τα παιδιά να χαρούν με το καινούριο τάμπλετ, οι έμποροι να ερεθίσουν την αγοραστική μανία και να αυξήσουν τον τζίρο τους.
Ο συναισθηματικός διάκοσμος, οι γευστικές ηδονές γύρω από το στρωμένο τραπέζι, το ξεφάντωμα στα μπαράκια και τα νυχτερινά κέντρα και η ανταλλαγή δώρων, όσο κι αν κουβαλούν την κούραση της συνήθειας, κρύβουν πίσω τους ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης που έχει επισημανθεί πολλάκις από επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων.
Το δώρο για παράδειγμα, όπως υποστηρίζει στο μνημειώδες ομότιτλο βιβλίο του ο κοινωνιολόγος Μαρσέλ Μος -με την τριπλή του διάσταση της προσφοράς, της αποδοχής και της ανταπόδοσης- έχει συγχωνευθεί προ πολλού με την εξαγορά ή τις δημόσιες σχέσεις και αποτελεί το ανεστραμμένο όνειρο των δεσμών εξουσίας και διακίνησης της οικονομίας, λειτουργώντας εν τέλει ψευδαισθητικά σαν το τελευταίο καταφύγιο της χαμένης αλληλεγγύης.
Πολυδιάστατη και η αυξημένη φιλανθρωπία των ημερών που μπορεί να ξεκινάει από υπαρξιακές ανάγκες για να ξεπλύνει ενοχές, να τρέφει ένα γιγαντιαίο εγώ που αρέσκεται να ανεβαίνει στο βάθρο της υπεροχής και στις καλύτερες περιπτώσεις να εμφανίζεται με τη μορφή του κοινωνικού ακτιβισμού ή σαν υποκατάστατο της δικαιοσύνης που δεν απονεμήθηκε.
Το οικογενειακό τραπέζι γίνεται συχνά η αφορμή άλλοτε για να ενισχυθούν και να επανασυγκολληθούν οι τραυματισμένοι συνεκτικοί ιστοί και άλλοτε για να πυροδοτήσει εκρήξεις από θαμμένες αλήθειες που φέρνουν στο φως τα λαμπιόνια του χριστουγεννιάτικου δένδρου.
Πολλαπλασιασμένα επίσης τα κρούσματα της κατάθλιψης που δεν πλήττει τόσο τους άστεγους, τους μοναχικούς και τους απόκληρους οι οποίοι ούτως ή άλλως έχουν συμφιλιωθεί με την κατάστασή τους, όσο εκείνους που δεν καταφέρνουν να φορέσουν το χαμογελαστό τους πρόσωπο για να ξεφύγουν από τον πανικό τους, ζηλεύουν ασυνείδητα τη μαζική ευφορία και αρνούνται να συμμετάσχουν.
Όσο δε για τον παχουλό παππούλη που ακούει στο όνομα Άγιος Βασίλης, η καρικατούρα του οποίου φυσικά ουδεμία σχέση έχει με τον σεπτό ιεράρχη, δεν είναι τίποτα άλλο από την πάλη του ανθρώπου με το χρόνο. Η αλλαγή της χρονιάς με κανονιές και εντυπωσιακά πυροτεχνήματα σηματοδοτεί ένα είδος εξορκισμού, μια μεταμφιεσμένη απόπειρα να μην παραδεχτούμε την ήττα μας από το άπειρο.
Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν πως η εορταστική περίοδος είναι κυρίως ένα κοινωνιολογικό και οικονομικό φαινόμενο που πόρρω απέχει από το θρησκευτικό της περιεχόμενο, με τον ίδιο τρόπο που τα χρυσοποίκιλτα άμφια δεν μπορούν να εξομοιωθούν με την ταπεινή φάτνη. Η θρησκεία αποτελεί, εθνολογικά μιλώντας, στοιχείο πολιτισμού αλλά δεν τον παράγει. Πολιτισμό παράγει η αναζήτηση, η συμμετοχή στο συλλογικό σώμα, η απόσταση από τα αλάθητα δόγματα.
Αν λοιπόν το ζητούμενο για τους πιστούς είναι η σωτηρία της ψυχής, τότε και τα Χριστούγεννα μοιάζουν με ταξιδάκι αναψυχής μ’ ένα κρυμμένο τραύμα.