Δημοσιεύτηκε
«Κιτς είναι αυτός που υποδύεται κάτι υψηλότερο απ’ αυτό που είναι».
Βλέποντας τον «Καζαντζάκη», έχεις την αίσθηση ότι η ατάκα του γνωστού εικαστικού και περφόμερ Αγγελου Παπαδημητρίου προορίζεται για τον σκηνοθέτη της ταινίας, Γιάννη Σμαραγδή. Ο θεατής, για να περάσει η ώρα, προσεύχεται από μέσα του να μη γίνει ποτέ διάσημος ώστε να μην πέσει στα χέρια του. Γιατί η εντύπωση που του μένει είναι ότι το συγγραφικό και βιογραφικό μέγεθος του σπουδαίου Κρητικού αντιστοιχεί σ’ ένα γύψινο και επίχρυσο αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου, τοποθετημένο σε μπουφέ ζαχαροπλαστείου.
Καλές ήταν οι μαντινάδες που ειπώθηκαν στον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, με την προσδοκία μιας ακόμη επιχορήγησης. Βέβαια, σινεμά δεν κάνεις με μαντινάδες και ρακές. Αν θέλεις όμως να ευτελίσεις τον μυστικισμό του συγγραφέα, μπορείς να κάνεις με καφέ, αφού βασικό σημείο που έρχεται κι επανέρχεται στην αφήγηση είναι ότι μια γειτόνισσα είχε δει στο φλιτζάνι και είχε προειδοποιήσει εγκαίρως το ζεύγος Καζαντζάκη να μην πάει στην Κίνα, γιατί κάτι κακό θα τους βρει. Δεν είναι φυσικά το μόνο γελοίο σημείο. Από τις πρώτες σκηνές με τα σχολικά χρόνια του πρωταγωνιστή, σου έρχεται στο μυαλό βιντεοταινία του 80, κάτι σαν το «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Στην απελευθέρωση της Κρήτης καμιά δεκαριά βρακοφόροι χορεύουν σε slow motion. Μήπως συμβολίζουν τους παρατεταμένους και διαχρονικούς ρυθμούς της χαράς και εμείς οι αδαείς δεν το καταλάβαμε; Το ειδύλλιο με την Ελένη Σαμίου υποβιβάζεται σε σινερομάντσο. Το υψιπετές φρόνημα του Σικελιανού μετατρέπεται σε ακατάσχετη φλυαρία. Το «αμόλευτο» ελληνικό φως αποδίδεται πολύ καλύτερα και στις χειρότερες αφίσες του ΕΟΤ και οι πόλεις του εξωτερικού υστερούν κατά πολύ από τα προσπέκτους των ταξιδιωτικών πρακτορείων. Η αποθέωση του τραγέλαφου στην ερωτική σκηνή με την Ιτκα που αντί να αφήσουν τα σώματα να μιλήσουν, τσακώνονται για τον Βούδα και τον Λένιν. Οι παρωδίες του Ταραντίνο ωχριούν μπροστά της. Ακόμη και η γκρίζα διαφήμιση του χορηγού Τσατσαρωνάκη γίνεται τόσο άγαρμπα, που ξαφνικά αναρωτιέσαι μήπως παρακολουθείς εμβόλιμη σκηνή από εκπομπή μαγειρικής.
Κοντολογίς, χρονικά άλματα, ιστορικές ανακρίβειες ή σημαντικές παραλείψεις όπως πχ ο πρώτος του γάμος με τη Γαλάτεια Αλεξίου, ύφος άλλοτε πομπώδες με αρκετή δόση εθνικής ανάτασης και άλλοτε τόσο γλυκερό που να σου ανεβαίνει το σάκχαρο, συνθέτουν ένα σύνολο από ατάκτως ερριμμένες εικόνες, πασπαλισμένες με αποφθέγματα εκτός κλίμακος και εκτός κλίματος. Τα συνεχώς γουρλωμένα μάτια του Πασπασπηλιόπουλου, το μονίμως λάγνο και αισθησιακό βλέμμα της Καλογήρου, η σύγχρονη μαγκιά του Αθερίδη που μάλλον δεν έχει δει τον Αντονι Κουίν στον Ζορμπά, δείχνουν ότι το υποκριτικό τους ταλέντο, που έχουν αποδείξει σε άλλους ρόλους, εδώ παγιδεύτηκε μεταξύ γραφικότητας και γκροτέσκο.
Παρ’ όλα αυτά η μεγάλη ανατροπή κρύβεται στο ακροτελεύτιο πλάνο. Οποιος έχει κουράγιο και υπομονή, θα διαβάσει στους τίτλους τέλους, σε παγκόσμια πατέντα, τις ευχαριστίες του σκηνοθέτη προς τους πρωταγωνιστές για την «ανεξίτηλη» ερμηνεία τους. Η έπαρση του ανδρός είχε φανεί από την περίοδο των γυρισμάτων, όταν δήλωνε ότι πρόκειται για αριστουργηματική ταινία. Δεν περίμενε να του το πουν ούτε οι κριτικοί κινηματογράφου ούτε το κοινό. Λαϊκιστί, Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει.
Αν όμως στο Χόλιγουντ έχουν τα χρυσά βατόμουρα, καιρός είναι να θεσπίσουμε κι εμείς τα βραβεία του χρυσού χαβαλέ. Θα σαρώσει ο Σμαραγδής. Γιατί το μόνο σίγουρο είναι πως αν ζούσε ο Καζαντζάκης θα άλλαζε εντελώς τη γνωστή φράση του. «Δεν φοβάμαι τίποτα παρά μόνο τον Σμαραγδή. Είμαι ελεύθερος όμως να ελπίζω ότι κάποιος άλλος στο μέλλον θα με σεβαστεί περισσότερο».