Δημοσιεύτηκε
Που λες, κύριε Κώστα, χιόνια είχε έξω, καλή ώρα σαν και σήμερα, κείνη την ημέρα που κίνησα για τη δουλειά μου, σαν και κάθε άλλη καθημερινή. Μόνο που να... κάτι μ’ έτρωγε μέσα μου και δεν το λέω τώρα που ξέρω πως το κακό έχει γίνει. Τό ‘λεγα στη γυναίκα μου, την Κατινιώ, την ώρα που πίναμε τον καφέ μας πριν να φύγω για το Ταχυδρομικό Γραφείο. Η Κατινιώ μου, χρόνους πολλούς πού ‘χουμε στεφανωθεί και δεν έχει περάσει μιαν ημέρα που να μη μου φέρει τον καφέ μου το πρωί, γλυκό όπως τονε πίνω πάντα, μαζί με το δικό της. Κάθεται μαζί μου στο τραπέζι, ξεσκεπάζει το πιάτο με τα κουλουράκια τα λαδερά και πάντα με ρωτά αν θέλω και κάτι τις άλλο.
«Να σου κόψω και λίγο τυράκι»;, με ρωτά, «να φέρω και παξιμαδάκια να φας να στηλωθείς; Τόσο δρόμο έχεις πάλι σήμερα, μπρος σου».
«Όχι, Κατινιώ μου», της λέω, «κάτσε και σαν θέλω θα σου πω εγώ».
Ο κύριος Λευτεράκης, ο ταχυδρόμος του χωριού, είχε πάλι όρεξη για κουβέντα κι εμείς, τα παιδιά, άλλο που δε θέλαμε. Μετρίου αναστήματος και βάρους, σκυφτός από το βάρος της δερμάτινης, γδαρμένης και ξεθωριασμένης από την πολυκαιρία ταχυδρομικής τσάντας πού ‘χει φέρει λύπες και χαρές στους χωριανούς. Ήτανε γραμματιζούμενος, απόδειξη πως μοίραζε σωστά τα γράμματα, ήξερε σίγουρα να διαβάζει το όνομα του παραλήπτη. Απολυτήριο δημοτικού είχε, λέει. Μα κι ο πατέρας μας το ίδιο γραμματιζούμενος ήτανε κι αυτός, απόδειξη πως κάθε μέρα ο ταχυδρόμος του έφερνε την εφημερίδα κι εκείνος ήξερε να τη διαβάζει. Λίγοι μπορούσαν εκείνα τα χρόνια να διαβάζουν εφημερίδα. Κι ο κύριος Λευτεράκης ένιωθε πως είχε βρει έναν ίσο κι όμοιό του, να κάτσει να μιλήσει μαζί του κι έτσι, κάθε μέρα που έφερνε την εφημερίδα, κοντοστεκότανε για να τον καλέσει ο πατέρας μου.
«Έλα, Λευτεράκη, έλα να πιούμε μια να ζεσταθούμε, κάτσε», του έλεγε και συγχρόνως γέμιζε ένα μπρίκι κρασί, τού ‘ριχνε και πιπέρι μέσα και τό ‘βαζε πάνω στη σόμπα, τον χειμώνα. Κι ο κύριος Λευτεράκης, εχτός πού ‘φερνε τα γράμματα και την εφημερίδα μας έφερνε και τα νέα του χωριού, μερικά ήτανε και πιπεράτα σαν το κρασάκι που πίνανε με τον πατέρα κι εμάς μας άρεσε να τον ακούμε, με τα χεράκια μας απλωμένα πάνω από τη σόμπα και τ’αυτάκια μας τεντωμένα στην κουβέντα για να πιάνομε κι όσα λέγονταν χαμηλόφωνα, τάχα μου για να μην τ’ ακούσομε γιατί δεν ήτανε κουβέντες για παιδιά. Όλα τα μάθαινε ο κύριος Λευτεράκης. Τα οικονομικά, τα πολιτικά, τα προσωπικά.
Σαν και τότε, χούντα ήτανε, που πήγα ένα τηλεγράφημα στη Σγουρομαρία. Η αστυνομία τό ‘στελνε για να την πληροφορήσει για τη θυγατέρα της που έμενε στην Αθήνα, 16 χρονώ, υπηρετριάκι σ’ ένα πλουσιόσπιτο, «Θυγάτηρ σας Αντωνία αλληλοαπήχθη, στοπ». Στο στοπ απάνω, που λες, κύριε Κώστα, η Σγουρομαρία, που το ξέρομε δα πως το παίζει λογιότατη και πολύξερη γιατί πρόλαβε και πήγε, λέει, δυο τάξεις δημοτικό πριν τηνε πιάσει η κατοχή και όλο και πετά καμιά λέξη τάχα μου καθαρευουσιάνικη μα στην πραγματικότητα δολοφονημένη κανονικά, έσυρε, το λοιπόν, φωνή μεγάλη, πετά το τσεμπέρι κι αρχινά να γδέρνεται και να μαλλιοτραβιέται. Είδα κι έπαθα να τηνε συνεφέρω, δεν πειράζει κερα Μαρία, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που εκλέφτηκε, σαν είναι και καλό παιδί ο νέος το πολύ πολύ να την παντρέψετε, αν θέλετε βοήθεια εδώ είμαστε κι εμείς. Η έρμη μπέρδεψε το αλληλοαπήχθη με το απηγχονίσθη κι ενόμιζε πως η θυγάτηρ εκρεμάστηκε και την έκλαψε πριν την ώρα της.
Να μη σου τα πολυλογώ, κύριε Κώστα, της λέω, «Κατινιώ σήμερα δε θέλω ούτε κουλουράκι. Σκέτο τον καφέ, δεν έχω όρεξη, ένα βάρος έχω μόνο, έβλεπα και κακά ονείρατα. Θεριά με κυνηγούσανε, βουνά είχα μπρος μου και δε μπόραγα να ξεφύγω απ τα θεριά».
«Είδες, μωρέ Λευτεράκη, πολύφαες ψες το βράδυ, ήπιες και το κρασάκι σου και βάρυνες, είναι κι ο καιρός κακός, σήμερα θα φας μια σουπίτσα να συνέλθεις», μου λέει η γυναίκα. Όλα τα ‘ξηγεί το Κατινιώ μου και για όλα έχει λύση έτοιμη.
Τα παιδιά ξυπνήσανε πάνω στην ώρα για το σχολειό, μέρες είχανε να πάνε, και κόψαμε την κουβέντα. Η μάνα τους τούς ετοίμασε το γάλα κι εγώ είχα κιόλας βάλει το χοντρό παλτό, το κασκόλ ίσαμε τ’ αυτιά και το γκρίζο καπέλο του ταχυδρόμου κι η καλημέρα μου ακούστηκε από την πόρτα πού ‘φευγα.
Ο δρόμος παγωμένος, το χιόνι που είχε πέσει πριν από πέντε μέρες είχε κρουσταλιάσει μα οι άνθρωποι βγαίνανε σιγά σιγά για να πάνε να κάνουνε τις δουλειές πού ‘χανε μαζευτεί όσες μέρες δε μπορούσανε να ξεμυτίσουνε από το κρύο. Καλημέρισα κάμποσους μα η πρώτη που βρέθηκε μπρος μου ήτανε εκείνη η κακομούτσουνη η Ερασμία, που όλοι τό ‘χουνε παρατήρημα πως άμα βρεθεί στο δρόμο σου πρωί κακά-στραβά θα πάει η μέρα. Είπα να κάμω πως δεν την είδα και ν’ αλλάξω δρόμο, να πάω από του Αλκιβιάδη το στενό, μα κείνη με πρόλαβε.
«Καλημέρα, κύριε Λευτεράκη, κρύο πάλι σήμερο, ε»;
«Καλημέρα, Ερασμία», της είπα ανόρεχτα, «πολύ κρύο, δεν έπρεπε, μαθές, να βγεις πρωινιάτικα στο δρόμο», συμπλήρωσα με νόημα.
Τάχυνα το βήμα για να της ξεφύγω και σε λίγη ώρα βρέθηκα στο ζεστό γραφείο που με περίμενε ο συνάδελφος και ο σάκκος με την αλληλογραφία.
Τακτοποίησα τα πάντα στην ταχυδρομική μου τσάντα, σε θήκες ανάλογα με τη γειτονιά και βγήκα στους δρόμους σαν και κάθε μέρα. Γράμματα από τα ξένα, οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού, σπάνια καμιά εφημερίδα, για συντάξεις δεν ήταν η μέρα, οι γέροι πληρώνουνται στο τέλος του μηνός και παίρνω κι εγώ τον κόπο μου, άλλος λίγο, άλλος πολύ, βγαίνει το γάλα των παιδιώ μου.
Έχω το σύστημά μου εγώ και τη δουλειά τη βγάνω γρήγορα. Κι αν δεν προλάβω να μοιράσω μονομιάς συνεχίζω την άλλη μέρα άμα είναι λογαριασμοί. Μα τα γράμματα τα μοιράζω πάντα την ίδια μέρα κι ας με πάρει και το μεσημέρι, γιατί δε θέλω να περιμένει κανείς τα νέα του ξενητεμένου του, καλά ή κακά, κι αυτά να μην έρχουνται μόνο να βρίσκουνται μέσα στον ταχυδρομικό σάκκο.
Στου κυρ Γιώργη στάθηκα λίγο και μού ‘λεγε τα παράπονά του από τη νύφη του, πως δεν αφήνει το γιο του να του γράφει ταχτικά κι έχει και τη γριά κατάκοιτη και βοήθεια καμιά. Μια κόρη κι αυτή στη Γερμανία, από το γιο και τη νύφη που είναι και πιο κοντά, στην Αθήνα, καλό δεν είδε. Με κάλεσε κι ο Γιάννης του Παπαδογιώργη μα δεν εμπήκα, αγράμματος κι ανεπρόκοπος, δε θέλω πολλά πολλά. Εσύ έλειπες από το σπίτι εκείνη την ημέρα, έφερα την εφημερίδα και το λογαριασμό και τα πήρε η κυρία Σοφία, μα τη ρώτησα τι κάνεις, να, μάρτυρας είναι μπρός σου, να σου το βεβαιώσει πως πάντα ρωτώ όταν δεν είσαι στο σπίτι. Μα είχα κι εκείνο το βάρος και μιαν ανυπομονησία να τελειώνω, να πάω από το γραφείο να κάνω και τη γραφική δουλειά κι ύστερα στο σπίτι να με ζεστάνει η σούπα του Κατινιού μου.
Στα μισά της διανομής χτύπησα την πόρτα του Αντρέα. Μέσα ήτανε, ένα φως ήτανε αναμμένο, τό ‘βλεπα από το βορινό παραθυράκι, με τη μαυρίλα του καιρού ήτανε απαραίτητο κι ας ήτανε η ώρα περασμένη. Πράμα περίεργο, όμως, καπνός δεν έβγαινε από την καμινάδα με τόσο κρύο. Δε θά ‘χει ξύλα ο έρμος, σκέφτηκα, μα πάλι δε γίνεται νά’ ‘φηκε τα παιδιά του χωρίς φωτιά με τόσο κρύο. Πάμφτωχος μα εργατικός, μεροκαματιάρης ακούραστος για να θρέψει πέντε στόματα, καλοπόταγος άνθρωπος και φιλότιμος. Τονε φώναξα μια, τονε φώναξα δυο, απάντηση καμία. Εβγήκε, που λες, ο γείτονας ο Μαθιός κι αφού με καλημέρισε μου λέει, δεν τον είδα σήμερα, μα πρέπει νά ‘ναι μέσα. Ψες το βραδάκι είχε σιάξει η γυναίκα τηγανίτες κι εγέμισε ένα πιάτο και τό ‘φερε των παιδιώ. Είχε κι ένα μπουκάλι λάδι χωσμένο κάτω από την ποδιά, τό ‘δα μα έκαμα πως δεν τό ‘δα. Δε θα τηνε μάλωνα, μα κείνη θέλει να κάνει το καλό χωστά ακόμη κι από ‘μένα.
Το αναμμένο φως μας έκαμε να επιμείνουμε. Λέμε, δε γίνεται, μέσα είναι μα κάτι τις συμβαίνει. Φωνάξαμε και τον Αλέκο του Καμπούρη από δίπλα νά ‘χομε και βοήθεια και μάρτυρα και καταπιαστήκαμε ν’ ανοίξομε την πόρτα. Εύκολα τα καταφέραμε, πολυκαιρισμένη και με τους μεντεσέδες σκουριασμένους ήτανε, τι να φοβηθεί ο μαύρος, είχε και τίποτα να του κλέψουνε μέσα στο σπίτι, που ο θεός να το κάμει σπίτι, δηλαδή; Μα είχε, τουλάχιστον, μια τρύπα ν’ αποσκιάσει τα παιδιά του.
Μπήκαμε στην κουζίνα, σκοτεινή κι η σόμπα σβηστή, πάνω στον πέτρινο νεροχύτη ένα μπουκάλι λάδι, «δε σου τό ‘πα»; μου λέει ο Μαθιός. Μια παγωνιά, θανατική λες, μας έπιασε την ψυχή. Η μεσόπορτα κλειστή, τραβήξαμε το σύρτη κι η εικόνα με στοιχειώνει ακόμη και τα βράδια πετιέμαι στον ύπνο μου θαρρώντας πως βρίσκομαι εκεί ακόμη. Η Κατινιώ μου τότες μου γλυκομιλεί και με καθησυχάζει, πως είμαι στο σπίτι μας, πως όλα καλά κι ότι έγινε έγινε κι εγώ τι φταίω στο κάτω κάτω για την κακή τη μοίρα των ανθρώπων. Μα βγάλε μου το εμένα από το μυαλό, κύριε Κώστα, τέτοιο θέαμα και βγάλε μου και την ιδέα πως αν το σύστημα της διανομής μου ήτανε άλλο και πήγαινα πρώτα από το σπίτι του Αντρέα δε θά ‘τανε σωσμένοι.
Στη μέση του δωματίου στεκότανε ο φονιάς. Το μαγκάλι, σβησμένο πια, που η ανάγκη τό ‘φερε και τό ‘βαλε ο Αντρέας για να ζεσταίνει τη νύχτα τα παιδιά του. Δυο μεγάλοι και τρία παιδιά, το μεγαλύτερο εννιά, το μικρότερο τριώ χρονώ, μοιρασμένοι σε δυο κρεβάτια, κείτουνταν δίχως ζωή, το κακό τους έπιασε στον ύπνο.
Αργήσαμε, άργησα, κύριε Κώστα, είπε ο κύριος Λευτεράκης κι οι λυγμοί δεν τον αφήσανε να συνεχίσει.