Δημοσιεύτηκε
Είναι ευλογία ή κατάρα να κατοικούμε σ’ έναν τόπο και να αντικρίζουμε το ίδιο φως, που αντίκριζαν οι πρόγονοί πριν χιλιάδες χρόνια; Έχουμε αποφασίσει να γίνουμε επιτέλους μια ευνομούμενη χώρα ή θα εξακολουθούμε να παραπαίουμε μεταξύ αυθαιρεσίας και νομιμοφάνειας; Στα διλήμματα αυτά καλείται να απαντήσει η ελληνική πολιτεία με σθένος και παρρησία για ν’ αποφύγει την παρελκυστική πολιτική, τασσόμενη και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.
Η επένδυση του Ελληνικού έχει εξελιχθεί σε σίριαλ αλά Φώσκολος, όπου υπάρχουν οι καλοί, οι κακοί και στη μέση το χρήμα. Για να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι η υπόθεση χρονίζει και σέρνεται στη διελκυστίνδα της γραφειοκρατίας πάνω από 10 χρόνια, επειδή καμία από τις προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχε το θάρρος να πράξει τα δέοντα. Δειλές, μοιραίες και άβουλες αντάμα δεν τολμούσαν να αντιμετωπίσουν κατάματα το πρόβλημα, σαν την κακή νοικοκυρά που κρύβει τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Η σημερινή κυβέρνηση καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, αφενός προχωρώντας στην υλοποίηση του έργου σύμφωνα με τις μνημονιακές δεσμεύσεις και αφετέρου τηρώντας τον αρχαιολογικό νόμο και τις κείμενες διατάξεις για την περιβαλλοντική προστασία.
Η σχεδόν ομόφωνη απόφαση του ΚΑΣ την προηγούμενη βδομάδα που κηρύσσει αρχαιολογικό χώρο μια έκταση 280 στρεμμάτων, ξεκαθαρίζει το τοπίο από επιστημονικής πλευράς. Τα μέλη του δεν πτοήθηκαν ούτε από τη λάσπη ούτε από την κατασυκοφάντηση και τις προσωπικές επιθέσεις που προηγήθηκαν. Το χειρότερο όλων ήταν η πλήρης διαστρέβλωση της αλήθειας που οργανώθηκε από τις μιντιακές παρεμβάσεις και τον αντιπολιτευτικό παροξυσμό με κινητήριο μοχλό την παραπληροφόρηση, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η ανάμειξη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σημαίνει αυτομάτως και ματαίωση του έργου. Η προϊστορία όμως ανάλογων περιπτώσεων, όπως στις γραμμές του ΟΣΕ, στο Δέλτα Φαλήρου, στο μετρό Αθήνας και Θεσσαλονίκης κλπ, άλλα δείχνει. Επίσης, επειδή scripta manent, η αμφισβητούμενη ύπαρξη αρχαιοτήτων αποδεικνύεται σε εμπεριστατωμένο άρθρο της Γιώτας Συκκά, δημοσιευμένο στην «Καθημερινή» το 2003, όπου περιγράφει διεξοδικά τους θησαυρούς που κείτονται στο χώμα, μερικοί εκ των οποίων έχουν ήδη ανασκαφεί και άλλοι περιμένουν να έρθουν στο φως.
Όλη επομένως η δυσφήμιση των αρχαιολόγων που τους παρουσιάζουν στην καλύτερη περίπτωση γραφικούς και στη χειρότερη επικίνδυνους, γιατί υπονομεύουν το μέλλον της χώρας, εκπορεύεται εκ του πονηρού. Το «έγκλημα καθοσιώσεως» για το οποίο κατηγορούνται είναι πως ζητούν να εφαρμοσθεί η ισονομία και να ισχύσει για τον ιδιώτη επενδυτή ό,τι ισχύει και για κάθε απλό πολίτη, χωρίς προνομιακή μεταχείριση. Ίσως να είναι οι τελευταίοι εναπομείναντες ρομαντικοί που επιζούν υπογείως σ’ ένα πυρηνικό και ταυτόχρονα ζωογόνο περιθώριο, επιμένοντας στα θρυμματισμένα κτερίσματα του χρόνου, στην εικονογραφημένη καθ’ ημάς ωραιότητα. Ίσως να μοιάζουν με τον «σαλό» της Αγέλαστης πέτρας που ζέσταινε με τις ανάσες του τις μνήμες του γενέθλιου τόπου. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η βαριά μας βιομηχανία, όπως αποκαλούμε τον πολιτισμό, οφείλει να παραμείνει μια κιβωτός αβύθιστη, απόδειξη της οντολογικής μας συνοχής σε πείσμα των πρόχειρων και ευκαιριακών δοκιμασιών.
Το δίλημμα επομένως αρχαιότητες ή επενδύσεις είναι επί της ουσίας ανυπόστατο. Κάλλιστα μπορούν να συνυπάρξουν, απολύτως συμβατές με την κυοφορία της ανάπτυξης, όσο και αν ένας αρχαϊκός κούρος, που τυχόν ανακαλυφθεί, θα χαμογελά αμήχανα στους γειτονικούς ουρανοξύστες, αισθητικής Ντουμπάι.