Δημοσιεύτηκε
Η αγάπη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι είναι γνωστή και αποδεδειγμένη – και θεωρητικά (η περίφημη διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης στις 31/1/1949) και πρακτικά (Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, Πασχαλιές μέσα από τη Νεκρή Γη, Ο Σκληρός Απρίλης του ’45, Τα Πέριξ).
Σε αυτό το τελευταίο έργο, Τα Πέριξ (1974), δεν αρκείται στο να «πειράξει» τα ρεμπέτικα, βλέποντάς το μέσα από το δυτικότροπο πρίσμα του, αλλά αναθέτει το τραγουδιστικό μέρος σε μία νέα (και σχετικά άγνωστη) τραγουδίστρια, τη Βούλα Σαββίδη.
Η Σαββίδη μέχρι τότε είχε ηχογραφήσει όλα κι όλα δύο τραγούδια, για τον δίσκο του Χρήστου Λεοντή 12 παρά 5 (1971). Ο Χατζιδάκις, όμως, δεν την επέλεξε γιατί την είχε ακούσει εκεί, αλλά μετά από ακρόαση την οποία είχε δημοσιοποιήσει με αγγελία στις εφημερίδες. Όπως τα θυμάται η ίδια η Σαββίδη:
Αυτή τη μέρα δεν την ξεχνάω στη ζωή μου! Είμαι με τον αδερφό μου και πίνουμε καφέ στο Μουσείο. Έχω ήδη υποστεί την απογοήτευση τού πώς με τούμπαραν κάποιοι άνθρωποι κι έφυγα απ’ τον Λαμπρόπουλο που μου ετοίμαζε καριέρα. Θέλω να τα παρατήσω, αλλά διαβάζω ένα πλαίσιο εφημερίδας: Ο Μάνος Χατζιδάκις ενδιαφέρεται για νέες φωνές. «Δεν πας;» μου κάνει ο αδερφός μου. «Τι να κάνω εγώ εκεί;» η δική μου αντίδραση, «αφού είμαι ήδη στη δισκογραφία κι ο Χατζιδάκις θα ακούσει εντελώς καινούργια πρόσωπα’». Ο αδερφός μου δεν επέμεινε, αλλά το ξανασκέφτομαι και πάω! Ήμουν πάρα πολύ κακή την πρώτη φορά, γιατί τον Χατζιδάκι τον άκουγα από τα 14 μου και του ’χα μεγάλο δέος! Τραγούδησα το «Η πίκρα σήμερα» και φεύγοντας ήθελα να εξαφανιστώ, ντρεπόμουν που έχασα μια μεγάλη ευκαιρία. Την άλλη μέρα, λοιπόν, χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Βασίλης ο Τενίδης: «Μπορείτε να έρθετε πάλι που σας θέλει ο κ. Χατζιδάκις;» Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Μου λέει ο άντρας μου, με τον οποίο τότε ήμασταν αρραβωνιασμένοι, αλλά ζούσαμε μαζί: «Γιατί δεν του τραγουδάς ένα ρεμπέτικο;» Υπ’ όψιν, είχα ήδη εμφανιστεί στο ZOOM με Μητσιά, Γαλάνη, και Μούτση στην καλλιτεχνική διεύθυνση. «Τι είν’ αυτά που λες;» κάνω, «θα πάω στον Χατζιδάκι και θα του πω ρεμπέτικα και λαϊκά;» Το ίδιο όμως μου είχαν πει να κάνω και οι φίλοι μου, οι συγγραφείς Μήτσος Ευθυμιάδης και Γιώργος Σκούρτης. Τελικά, όταν ξαναπήγα, λέω του Χατζιδάκι, «Να σας πω ένα ρεμπέτικο;» Παύση μικρή… «Πες», απαντάει, αλλά με βαριά καρδιά. Αυτό το τραγούδι δεν τo ’χα ξαναπεί στη ζωή μου, το «Μάνα μου γιατί να με γεννήσεις», ούτε θυμάμαι που το ’χα ακούσει. Τη σκηνή αυτή μπορούν να την περιγράψουν κατάλληλα μόνο όσοι ήταν παρόντες: σηκώνεται ο Χατζιδάκις απ’ τη θέση του, έρχεται μπροστά μου και λέει, «Μη σταματάς, μη σταματάς!» Αυτό ήταν! Είπα άλλα 2-3 ακόμη τραγούδια.*
Και μετά είπε όλα τα Πέριξ. Γιατί ο Χατζιδάκις είχε, μεταξύ άλλων, το χάρισμα να ακούει. Και προφανώς άκουσε στη φωνή της νεαρής εκείνο ακριβώς που έψαχνε.
Ο Χατζιδάκις αφιέρωσε, πολύ ταιριαστά, τον δίσκο στη μνήμη της Μαρίκας Νίνου. Αντιγράφω εδώ το σημείωμά του στο εξώφυλλο:
Τον παλιό καιρό που τα Ρ ε μ π έ τ ι κ α τα λέγαν ανδρικές βραχνές φωνές οι πόρτες είσανε κλειστές. Λέξεις κρυφές και άγνωστες για τους πολλούς, πάνω σε μια «στενή» μελωδική γραμμή, περιορισμένη αυτάρεσκα σε τρεις-τέσσερις φθόγγους το πολύ, συνθέτανε τραγούδια άξια, μονάχα για όσους «υπογείως είχον μυηθεί»! Στην πανελλήνια ευαισθησία αρχίσανε να μιλούν αποκαλυπτικά, απ’ την στιγμή που ακούστηκε μια γυναικεία φωνή – φωνή μιας ώριμης γυναίκας που ήταν συγχρόνως κόρη, μητέρα κι αγαπητικιά.
Και τα τραγούδια γίνανε πλατειά, με λόγια που θίγαν τους καιρούς κι ανατάραζαν τους καημούς πάνω σε δύο θέματα πρωταρχικά, γνησίως νεοελληνικά. Το θέμα της φ υ γ ή ς και του έ ρ ω τ α – του από τρεις χιλιάδες χρόνια ανικανοποίητου.
Παράλληλα κι άλλα πολλά, χυνόντουσαν απ’ τα τραγούδια αυτά και βάφαν τον αγέρα, που οι μηχανές των οργανωτικών αγγέλων επιχειρούσαν να εμποδίσουν, μα που δεν μπόρεσαν ποτέ να σταματήσουν την ροή κι επιρροή τους μέσα μας. Κι έτσι μπορεί κανείς να πει, πως η Μαρίκα Νίνου με το τραγούδι της «Κάποια μάνα αναστενάζει» σφράγιζε εκείνον τον καιρό οριστικά, ενώ συγχρόνως, εδραιωνότανε ένα είδος παιδείας στην χώρα μας, του «ταπεινού και της αυτογνωσίας», που για αρκετά χρόνια θα μας κρατούσε σοβαρούς και αρκούντως σκεπτόμενους.
Γι’ αυτό κι εγώ με τα «ΠΕΡΙΞ», αρχίζοντας να επιλέγω και να τοποθετώ τα εβδομήντα, ίσως κι ογδόντα, πιο όμορφα τραγούδια της λαϊκής μας τούτης μουσικής περιοχής, επιχειρώ να τα μεταφέρω μες από μια αυθεντικά γυναικεία μορφή, λαϊκή ζωγραφιά μετέωρη στον κήπο του Βοτανικού ή στο Μπαξέ-Τσιφλίκι, μαστορικά ζωγραφισμένη από τον Μόραλη, με την φωνή ενός κοριτσιού από τη Θεσσαλονίκη που ονομάζεται Βούλα Σαββίδη. (Εδώ ας με συγχωρέσει το όργανο μπουζούκι, που δεν το μεταχειρίζομαι. Έτσι καθώς κατάντησε καλοντυμένο πονηρό, σαν λαϊκός αγαπητικός, δεν είναι σε θέση πια να εκφράσει τα μύρια όσα ακριβά μας κληρονόμησαν οι «άγνωστοι και ανώνυμοι» δάσκαλοι των σεμνών καιρών).
Όλη η εργασία αυτή χαρίζεται στην μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου, που δίχως να το ξέρει με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθειά τα ονόματα θεών της ταπεινοσύνης και της Βυζαντινής παρακμής.
M.Χ.
Αθήνα, 18 Απριλίου 1974
Η Βούλα Σαββίδη βγάζει ασπροπρόσωπο τον Χατζιδάκι για την επιλογή του: είναι η νέα «συγχρόνως κόρη, μητέρα κι αγαπητικιά», όπως την είχε φανταστεί. Μπορώ να καταλάβω γιατί του άρεσε τόσο αυτή η φωνή: δεν ήταν «φθαρμένα» λαϊκή, αλλά ούτε και έντεχνα «κατεστραμμένη» – ήταν σπαρακτική, αλλά ταυτόχρονα και κάπως μπλαζέ, cool. Και το ηχόχρωμά της μοναδικό. Πώς να μην ενθουσιαστεί ο Χατζιδάκις; Ήταν ακριβώς η φωνή που χρειαζόταν για το πέρασμα από τη «βασική» Μαρίκα Νίνου στην επόμενη φάση του ελληνικού τραγουδιού: στο λαϊκό του 21ου αιώνα. Ευσεβείς πόθοι. Ο Χατζιδάκις μάς έδειξε πώς θα ήθελε να γίνουν τα πράγματα, αλλά το τραγούδι ακολούθησε άλλους δρόμους έκτοτε. Ας προσέχαμε.
Για να επιστρέψουμε στη Βούλα Σαββίδη, ακούγοντας κανείς τον δίσκο, δυσκολεύεται να πιστέψει ότι η τραγουδίστρια έχει μόλις μπει στην τρίτη δεκαετία της ζωής της (γεν. 1954 – τουλάχιστον έτσι λέει η Βικιπαίδεια). (Βοηθάει και το εξώφυλλο του Γιάννη Μόραλη, με την σαφώς μεγαλύτερης ηλικίας «λαϊκή γυναίκα», την οποία εύκολα ο ακροατής ταυτίζει με τη φωνή.) Είναι δυνατόν να τραγουδάει έτσι μια γυναίκα σε τόσο νεαρή ηλικία; Και όμως είναι! Αν έχει πίσω της τη βιωμένη ιστορία και τη λοξή ματιά του Χατζιδάκι, είναι. Η Σαββίδη εδώ ακούγεται αυστηρά πονεμένη, όπως δηλαδή πρέπει· ακούγεται φρέσκια, με τον τρόπο που μόνο πάνω στην παλιά σκαλωσιά μπορεί κανείς να είναι· ακούγεται σπαρακτική χωρίς να χρησιμοποιεί τεχνάσματα, χωρίς να κλαψουρίζει, χωρίς να υπογραμμίζει τον πόνο της. Αυτός είναι ο πραγματικά λαϊκός τρόπος!
Από την ενορχήστρωση λείπει το μπουζούκι (εξηγεί τον λόγο ο ίδιος ο Χατζιδάκις, όπως είδαμε παραπάνω), αλλά αυτό δεν μειώνει τις συνθέσεις στο ελάχιστο. (Η τραγική ειρωνεία: τη στιγμή που ο Χατζιδάκις απαρνιέται το μπουζούκι, δεκάδες, εκατοντάδες ρεμπέτικες κομπανίες κουρδίζουν –και ταλαιπωρούν– το όργανο, προετοιμάζοντας τον κορεσμό που ακολούθησε κατά την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης.) Τα όργανα που ακούγονται είναι μαντολίνο, κιθάρα, κοντραμπάσο, τούμπα, βιολί και πιάνο. Αν προς στιγμήν απορήσετε με τον ήχο ενός περίεργου έγχορδου (;), η εξήγηση είναι απλή (;) – πρόκειται για «πειραγμένο» πιάνο: εφημερίδες στις χορδές. Η ιδέα (και η εκτέλεσή της) πιστώνεται στους ηχολήπτες Στέλιο Γιαννακόπουλο και Γιάννη Παπαϊωάννου.** (Οι ηχολήπτες στην ελληνική δισκογραφία κάνουν, κατά κανόνα, τη δουλειά που σε άλλες, δισκογραφικά πιο προηγμένες, χώρες κάνουν οι παραγωγοί.)
Όπως λέει ο Χατζιδάκις στο σημείωμα του εξώφυλλου (και επιβεβαιώνει η Σαββίδη σε συνεντεύξεις της), το σχέδιο ήταν να ακολουθήσουν και άλλοι δίσκοι πάνω στην ίδια λογική, μέχρι να ηχογραφηθούν περίπου 80 τραγούδια, εκείνα που ο ίδιος θεωρούσε τα καλύτερα λαϊκά και ρεμπέτικα του 20ου αιώνα. Δυστυχώς, η σχέση του Χατζιδάκι με την υλοποίηση «σχεδίων» ήταν κάκιστη, κι έτσι δεν υπήρξε συνέχεια. Αλλά και η Βούλα Σαββίδη δεν είχε την καριέρα που αναμφίβολα θα μπορούσε να έχει, αν το επεδίωκε. Δυστυχώς (για εμάς, όχι για την ίδια), η καριέρα δεν ήταν (και δεν είναι) ψηλά στον κατάλογο των προτεραιοτήτων της: έχει επιλέξει να ζήσει μια ζωή που της εξασφαλίζει την ισορροπία, όπως την εννοεί η ίδια. Σεβαστό.
***
* Από συνέντευξή της στον Αντώνη Μποσκοΐτη (Lifo, 14/11/2014).
** Βλ. Καθημερινή, Ειδική Έκδοση Κ:100 Δίσκοι και η Ιστορία τους, σ. 32, Δ. Χατζόπουλος, «Από αγγελία βρέθηκε η τραγουδίστρια!».
Το διαβάσαμε εδώ