Δημοσιεύτηκε
Η επιστήμη στην Ελλάδα, σου λέει, μιλά με αδιάσειστα στοιχεία για το περίφημο «ακαδημαϊκό τέταρτο» και έχει καταφέρει να μας πείσει ότι ο χρόνος είναι ένα πράγμα ελαστικό σαν την τσίχλα, που τη μασάς κι ύστερα την τεντώνεις, τη μαζεύεις, της αλλάζει σχήμα κατά το δοκούν, τη μεταχειρίζεσαι ανάλογα με τα κέφια σου κι ύστερα την πετάς στα σκουπίδια (στην καλύτερη των περιπτώσεων, διότι τις περισσότερες πεταμένες τσίχλες τις βρίσκεις στα πεζοδρόμια και αλλού).
Είναι δε τόσο πειστική η επιστήμη που, πλέον, σε κάθε εκδήλωση ανοιχτή στο κοινό άπαντες οι συντελεστές σέβονται τόσο πολύ την ελαστικότητα του χρόνου ώστε το ιβέντ να ξεκινά αρκετά αργότερα. Μάλιστα, είναι τόση η κατανόηση που δείχνουν, ώστε προσθέτουν όοοολα τα τέταρτα, όοοολων των αναμενομένων στο δικό τους και βγαίνει στη σούμα μια καθυστέρηση συχνά δυσβάσταχτη για το κοινό εκείνο που δεν έχει ακόμη μάθει κάτι για την τεκμηρίωση και νομιμοποίηση της συγκεκριμένης χρονοκαθυστέρησης αλλά συνεχίζει ανύποπτο να προσέρχεται εγκαίρως παντού.
Σε ανάλογη περίπτωση, στα πανεπιστήμια της Γερμανίας, όπου και καθιερώθηκε το «ακαδημαϊκό τέταρτο» κάποιους αιώνες πριν για καθαρά πρακτικούς λόγους, οποιοσδήποτε και αν έφτανε αργοπορημένος πέραν αυτού ετύγχανε θορυβώδους υποδοχής με ποδοκροτήματα ακόμη και αν επρόκειτο για τον ίδιο τον διάδοχο του θρόνου:
«Πρωίαν τινά αυτού του εξαμήνου ο ξανθός διάδοχος του σαξωνικού θρόνου, όστις εφοίτα και αυτός εις τα μαθήματα του κλεινού «Ρωμαϊστού», εισελθών εις το μάθημα της παραδόσεως αφού αύτη είχεν αρχίσει, εποδοκροτήθη τόσον σκανδαλωδώς, ώστε ο γέρων διδάσκαλος εκάλυψεν σπασμωδικώς το πρόσωπον, ο δε βασιλικός βλαστός και ότε εξήρχετο της ακροάσεως ήτο ακόμη κατέρυθρος».
Εδώ, ακόμη και αν έχει ξεκινήσει η -καθυστερημένη- εκδήλωση, γίνεται δεκτός με ευγενή προσφώνηση από τον συντονιστή ή τους υπολοίπους συντελεστές της εκδήλωσης, ειδικά εάν πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο.
Το «ακαδημαϊκό τέταρτο» βρίσκει λαμπρή εφαρμογή και στις γαμήλιες τελετές, κυρίως τα τελευταία χρόνια κατά τα οποία χτίζονται οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του αύριο. Μια μέρα θα διδάσκονται, μάλιστα, στο σχολείο αυτά, καταγεγραμμένα σε βιβλία λαογραφίας από τον Νικόλαο Πολίτη του 25ου αιώνα, για να τα βρουν οι επερχόμενες γενεές και να μνημονεύουν τους προγόνους, εμάς δηλαδή, πράγμα που θα βοηθήσει στο να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα.
Το γαμήλιο «ακαδημαϊκό τέταρτο» είθισται να έχει τον χαρακτήρα ναζιάρικης καθυστέρησης και τάχα μου θα έρθει η νύφη;, δεν θα έρθει;, τον άφησε τον γαμπρό μπουκάλα;, έφυγε πόντος από το νυφικό καλσόν;, μίλησε επιτακτικά η φωνή της λογικής;, την απήγαγε κάποιος από τους πρώην της;, δεν την αφήνει ο πατέρας της να βγει από το σπίτι ελαφρά ντυμένη και βαριά μακιγιαρισμένη;, τι συμβαίνει τέλος πάντων και πάει να σκάσει ο γαμπρός κι η πεθερά; Αν, όμως, ήξεραν και οι δυο, γαμπρός και νύφη, πόσο κερδισμένοι βγαίνουν από αυτά τα λεπτά διατήρησης του άγαμου βίου δεν θα είχαν καν έρθει στην εκκλησία. Πάντως, εμένα μου έχει τύχει να έχει καθυστερήσει η νύφη πάνω από ώρα, τέσσερα γεμάτα ακαδημαϊκά τέταρτα με τις καθυστερήσεις τους μαζί αλλά ποτέ δεν έμαθε κανείς τον πραγματικό λόγο, ούτε καν μετά το διαζύγιο που ακολούθησε δυο μήνες αργότερα.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η προσφιλέστατη έκφραση-παράκληση «δυο λεπτά» ή «δυο λεπτάκια» στο πιο χαϊδευτικό της. Συχνά, μάλιστα, συμπληρώνεται από ένα «ρε φίλε» ή «σε παρακαλώ», έτσι, στον ενικό, ακόμη κι αν δεν γνωρίζεστε μεταξύ σας, προσδίδοντας έναν αέρα συνενοχής και αλληλοκατανόησης, ωσάν να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι «όλοι το ίδιο κάνουμε! κι εσύ μαζί (ρε φίλε)». Σημαίνει όχι δυο λεπτών παράταση-αναμονή στην κυριολεξία αλλά ένα ακαδημαϊκό τέταρτο εμπλουτισμένο και επηυξημένο τόσο ώστε να προσαρμόζεται στις εκάστοτε ανάγκες χρόνου του αιτούντος τον χρόνο αυτό.
Σου κλείνει η άλλη την αυλή την ώρα που σε βλέπει στο αυτοκίνητο να φεύγεις, της κορνάρεις και σου λέει «δυο λεπτά να πάρω καφέ». Δηλαδή «δυο λεπτά να πάω στην παρακάτω καφετέρια, να περιμένω στην ουρά, να παραγγείλω καφέ, να μου τον φτιάξουν, να περιμένω ουρά στο ταμείο να τον πληρώσω, να τον πίνω βγαίνοντας, να μου έχουν βάλει τρεις κόκκους ζάχαρη παραπάνω, να τον επιστρέψω, να ξεκινήσει η διαδικασία από την αρχή και θα έρθω μετά να σε απεγκλωβίσω από την αυλή σου σε δυο λεπτά». Όταν τη ρωτάς «είστε καλά, κυρία μου»; σε κοιτάζει με απορία, βρίζοντας κομψά, καθότι άρχιζε να αισθάνεται κυρία από τη στιγμή που έτσι την προσφώνησες.
Περιμένεις στο αυτοκίνητο -πάλι- να πάρουν το αδέσποτο όχημα που σε έχει κλείσει, έρχεται ύστερα από μισή ώρα μίνιμουμ και πριν προλάβεις να μιλήσεις σε αποστομώνει «δυο λεπτά σταμάτησα με τα αλάρμ για να πάρω τσιγάρα». Ποια αλάρμ; Έχει μείνει από μπαταρία στο μεταξύ, σημάδι ότι τα αλάρμ άναβαν πάνω από τρεις ώρες.
Περιμένεις ντυμένη τον σύντροφο για να πάτε κάπου κι ακόμη κάθεται μπροστά στην τηλεόραση «δυο λεπτά, τελειώνει το ματς», ύστερα από είκοσι σφυρίζει ημίχρονο ο διαιτητής, πριν από πέντε κατέρρευσε το μακιγιάζ σου, εμφανίστηκε η πρώτη κηλίδα ιδρώτα στις μασχάλες σου, φάνηκε η ρίζα στα μαλλιά σου, έσκασε ακόμη μια ρυτίδα στο μέτωπό σου.
Ραντεβού με γιατρό (πλην εξαιρέσεων, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα);, με δικηγόρο;, με φίλες συγκεκριμένες -αλλά αγαπημένες; Επίσκεψη -αναγκαστικής- εργασίας σε δημόσια υπηρεσία απ’ όπου συνήθως απουσιάζει ο «υπεύθυνος»; Παρκάρει το ασθενοφόρο στη θέση αναπήρων για να πεταχτεί το πλήρωμα για καφέ στην παρακείμενη καφετέρια (καρφί είναι αυτό, το βλέπω να συμβαίνει καθημερινά σε συγκεκριμένο δρόμο της πόλης); Σε «δυο λεπτά» έρχονται άπαντες κι εσύ στο μεταξύ βγάζεις αραχνάκια εκεί που κάθεσαι και περιμένεις, που υφαίνουν έναν ιστό περίτεχνο που σε παγιδεύει και σε εγκλωβίζει για τη μισή σου ζωή, δέσμιο της αναμονής που δεν επέλεξες.
Είναι τόσα τα χαμένα αυτά «δίλεπτα» της ζωής μας που αν τα βάζαμε όλα μαζί στη σειρά θα κερδίζαμε μήνες ή και χρόνια για να τα διαθέσουμε ανάλογα με τις δικές μας επιθυμίες και όχι σύμφωνα με την αναισθησία των άλλων. Αυτά τα «δυο λεπτά» συχνά γίνονται αιτία για μεγάλους και μικρούς θανάτους, κοινωνίας και σχέσεων.