Υπήρξε κάποτε ένα ζώο το οποίο ήταν ο κοινός πρόγονος ανθρώπων και πιθήκων. Αλλά, πώς ακριβώς ήταν;
Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία που έχουν στη διάθεση τους οι ερευνητές για αυτόν τον «αγνοούμενο» είναι περιορισμένα.
Όπως γράφει το BBC, όταν πριν από 150 χρόνια, ο Κάρολος Δαρβίνος διατύπωσε τη Θεωρία της Εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, οι επιστήμονες άρχισαν να αποδέχονται ότι ο άνθρωπος ανήκει στο ίδιο οικογενειακό δέντρο με όλα τα άλλα ζώα.
Η ιδέα οδήγησε σε δύο αναπόφευκτα συμπεράσματα. Πρώτον, ότι το είδος μας δεν είναι μοναδικό, με άλλα λόγια δεν είμαστε μοναχοπαίδια. Κάπου «εκεί έξω» υπάρχει τουλάχιστον ένα είδος που είναι στενότερα συνδεδεμένο με τον άνθρωπο από οποιοδήποτε άλλο -πρόκειται για αυτό που οι βιολόγοι αργότερα θα αποκαλούσαν «συγγενή είδη».
Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, το είδος μας έχει έναν από καιρό χαμένο γονέα.
Εάν ο άνθρωπος έχει ένα ή περισσότερα αδέλφια, τότε, σε κάποιο σημείο της προϊστορίας, αυτά τα αδέλφια πρέπει να μοιράστηκαν το ίδιο είδος γονέα.
Πρόκειται για το είδος που οι εξελικτικοί βιολόγοι αποκαλούν τον «τελευταίο κοινό πρόγονο» (LCA).
Για τους περισσότερους είναι απλά γνωστός με έναν μη επιστημονικό όρο: Ο «κρίκος που λείπει».
Οι επιστήμονες αναζητούν τον LCA εδώ και δεκαετίες, όμως δεν τον έχουν ακόμη βρει.
Πολλοί ωστόσο, είναι πεπεισμένοι ότι γνωρίζουν αρκετά γι αυτόν, όπως, περίπου πότε και πού έζησε, πώς έμοιαζε και πώς συμπεριφερόταν.
Ακόμη και προτού ο Δαρβίνος καταλήξει στην ιδέα της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, ήταν σαφές ότι οι άνθρωποι ήταν πρωτεύοντα -αν και παλαιότερα, οι επιστήμονες δεν πίστευαν ότι η εν λόγω κατηγοριοποίηση επηρέαζε τη διαμόρφωση της θεωρίας της εξέλιξης.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Δαρβίνος στην αρχή έδειχνε απρόθυμος να αναφερθεί άμεσα στην εξέλιξη του ανθρώπου. Στο περίφημο βιβλίο του για την Καταγωγή των Ειδών -«On the Origin of Species»- μόλις που το ανέφερε.
Τόμας Χάξλεϊ: Το μπουλντόγκ του Δαρβίνου
Ο συνεργάτης του Δαρβίνου, Τόμας Χάξλεϊ -γνωστός και ως το «μπουλντόγκ του Δαρβίνου», λόγω της ένθερμης υποστήριξης στη θεωρία της εξέλιξης- ήταν ίσως ο πρώτος που προσπάθησε να εντοπίσει τις ρίζες της ανθρωπότητας, βασιζόμενος κυρίως σε ένα καλό επιχείρημα.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Evidence as to Man's Place in Nature» (1863), ο Χάξλεϊ δήλωνε ότι είναι «αρκετά βέβαιος», ότι ανατομικά οι άνθρωποι παρουσιάζουν ομοιότητες με τους γορίλες και τους χιμπατζήδες. Ένα από αυτά τα δύο είδη πρέπει να είναι αδέλφια μας, τα συγγενικά είδη του ανθρώπου, υποστήριζε ο Χάξλεϊ αλλά δεν ήταν σίγουρος ποιό.
Οι ιδέες του Χάξλεϊ είχαν μεγάλο αντίκτυπο στους εξελικτικούς βιολόγους του 19ου και του 20ού αιώνα.
Οι περισσότεροι επιστήμονες υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την ιδέα ότι οι χιμπαντζήδες ή οι γορίλες -ή και οι δύο- ήταν αδέλφια μας. Αλλά πήγαν ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι οι πίθηκοι αντιπροσωπεύουν και τα στάδια της εξέλιξης στο δρόμο προς τον άνθρωπο.
Οι μικρότεροι σε μέγεθος πίθηκοι, όπως οι γίββωνες (gibbons) άνοιγαν ένα παράθυρο στην ανατομία των πρώτων προγόνων μας πιθήκων.
Από την άλλη, οι μεγαλόσωμοι πίθηκοι -γορίλες, χιμπατζήδες και ουρακοτάγκοι- είχαν τα ανατομικά χαρακτηριστικά που έφεραν οι πρόγονοί μας τη στιγμή που διαχωρίστηκαν από τους άλλους πιθήκους και άρχισαν να αναπτύσσουν την ανθρώπινη μορφή. Οι γορίλες και οι χιμπατζήδες δεν ήταν απλώς συγγενείς: Έμοιαζαν πολύ με τον LCA.
Το μετα-Δαρβινικό μοντέλο
Το «μετα-Δαρβινικό» μοντέλο υιοθέτησε την άποψη ότι ο ενδιάμεσος κρίκος με τον LCA είναι οι χιμπατζήδες, λέει ο Tim White, παλαιοανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ. της Καλιφόρνια.
Γεγονός που οδηγεί σε μερικές πολύ συγκεκριμένες ιδέες για το πώς ήταν και πώς συμπεριφερόταν ο LCA.
Τα πρωτεύοντα εν γένει είναι συχνά σχετικά μικρόσωμα και σκαρφαλώνουν στα δέντρα τρέχοντας κατά μήκος των κλαδιών. Αλλά οι πίθηκοι είναι ασυνήθιστα πρωτεύοντα. Οι περισσότεροι έχουν μεγάλα σώματα με εξαιρετικά μακριά άνω άκρα. Επίσης, περνούν γύρω και κάτω από τα κλαδιά αντί να τρέχουν κατά μήκος της κορυφής των δέντρων -ο τρόπος μετακίνησης τους ονομάζεται «brachiation».
Σύμφωνα με τους περισσότερους από τους πρώτους εκείνους ερευνητές, ο LCA ήταν ένας μεγαλόσωμος, με μακριά άκρα πίθηκος που μετακινούνταν περνώντας γύρω και κάτω από τα κλαδιά (brachiating ape).
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι ερευνητές συμπλήρωσαν περισσότερο το παζλ για τον LCA. Ο ανθρωπολόγος Sherwood Washburn επεσήμανε ότι οι χιμπατζήδες, και ιδιαίτερα οι γορίλες, τον περισσότερο καιρό περπατούν στα τέσσερα.
Επίσης, οι πίθηκοι όταν περπατούν χρησιμοποιούν τα χέρια τους με ένα ιδιαίτερο, «ιδιοσυγκρασιακό» τρόπο: Κάμπτουν τα δάχτυλά έτσι ώστε το βάρος να πέφτει πάνω στις αρθρώσεις. Για τον Washburn ήταν λογικό ότι και ο LCA περπατούσε με τον ίδιον τρόπο. Έναν τρόπο που, όπως έγραφε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα βήμα προς το περπάτημα στα δύο πόδια.
Αλλά δεν συμμερίζονταν όλοι την ιδέα ότι ο LCA ήταν ένας χιμπατζής με το χαρακτηριστικό αγκιστροειδές περπάτημα.
Στην πραγματικότητα, την περίοδο που ο Χάξλεϊ δημοσίευσε τη θεωρία του, μια μειοψηφία επιστημόνων υποστήριξε με σθένος ότι οι πρώτοι πρόγονοι του ανθρώπου- και ο LCA - δεν ήταν σαν τους χιμπατζήδες.
Μια δεκαετία μετά το βιβλίο του Χάξλεϊ, ο βιολόγος St George Mivart υποστήριξε ότι οι άνθρωποι έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις μαϊμούδες, ακόμα και με τους λεμούριους. Ενώ, μετά το 1918, ο ανατόμος Frederic Wood Jones ισχυρίστηκε ότι οι άνθρωποι είχαν πολύ περισσότερα κοινά με τους τάρσιους παρά με τους χιμπατζήδες ή τους γορίλες.
Οι λεμούριοι, οι τάρσιοι και οι μαϊμούδες είναι πρωτεύοντα, αλλά επί δεκάδες εκατομμύρια χρόνια εξελίσσονται ανεξάρτητα. Πώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι άνθρωποι είναι στενά συνδεδεμένοι με τις ομάδες αυτές;
Υπάρχει μια απλή και εκπληκτική εξήγηση, έγραψε ο ανατόμος William Straus στη δεκαετία του 1940. Οι άνθρωποι απλά δεν είναι ιδιαίτερα «εξελιγμένοι».
Μπορεί να φαίνεται παράλογος ο ισχυρισμός ότι ο πολύ ανεπτυγμένος εγκέφαλός μας είναι κάτι άλλο εκτός από μία περίπτωση κατά την οποία η εξέλιξη των πρωτευόντων ωθήθηκε στα άκρα, αλλά τα ανθρώπινα… άκρα, τα χέρια και τα πόδια μας, δεν διαθέτουν τόσο «υψηλή εξειδίκευση» όσο ίσως νομίζουμε.
Αυτό που ο Στράους και μερικοί άλλοι υποστήριζαν είναι ότι οι άνθρωποι δεν διαθέτουν κανένα από τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν σε άλλους πίθηκους να ταλαντεύονται μέσα από τα δέντρα.
Άποψη που έχει νόημα αν συνυπολογίσει κανείς τουλάχιστον την πιθανότητα ότι ο άνθρωπος διαχωρίστηκε από τα άλλα πρωτεύοντα προτού οι πίθηκοι εξελίξουν τον τρόπο κίνησης τους είτε με το brachiating, είτε με αγκιστροειδές περπάτημα.
Ο Στράους δεν μπορούσε να πει ακριβώς ποια είδη πρέπει να αναγνωριστούν ως συγγενή μας. Αλλά ο LCA θα μπορούσε να ήταν ένα σχετικά βραχύσωμο πρωτεύον που έτρεχε κατά μήκος των κλαδιών παρά ταλαντευόταν κάτω από αυτά.
Οι διχογνωμίες συνεχίστηκαν για δεκαετίες, λέει ο Nathan Young από το Πανεπιστήμιο Καλιφόρνια στο Σαν Φραντσίσκο. Για την ακρίβεια, ακόμη και στη δεκαετία του 1980, δεν ήταν σαφές -κρίνοντας μόνο από τα ανατομικά χαρακτηριστικά- πώς ο άνθρωπος αποσχίστηκε από το οικογενειακό δέντρο των πρωτευόντων.
Ωστόσο, μια δεκαετία αργότερα, η αβεβαιότητα αυτή εξαφανίστηκε. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, σχεδόν όλοι οι εξελικτικοί βιολόγοι ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν ότι οι χιμπατζήδες και οι στενοί συγγενείς τους bonobos, αποτελούν τα συγγενή είδη του ανθρώπου.
Το σημείο καμπής
Για να κατανοήσουμε το σημείο καμπής στην ιστορία, πρέπει να γυρίσουμε μερικές δεκαετίες πίσω και να δούμε τι συνέβαινε σε έναν εντελώς διαφορετικό κλάδο της επιστήμης.
Το 1960, ο νομπελίστας χημικός Linus Pauling, αποδέχτηκε την πρόταση για μία επιστημονική εργασία, αφιερωμένη στον Albert Szent-Györgyi, τον άνθρωπο που ανακάλυψε τη βιταμίνη C. Καθώς δούλευε με τον συνάδελφό του Emile Zuckerkandl, ο Pauling ανέπτυξε μια πραγματικά επαναστατική ιδέα: Το μοριακό ρολόι.
«Επρόκειτο ουσιαστικά για την αναβίωση μιας ιδέας που είχε προτείνει ο βακτηριολόγος George Nuttall το 1904, σύμφωνα με την οποία η σύγκριση ορού αίματος θα μπορούσε να δώσει ένα πρώτο συμπέρασμα για τη συγγένεια στην εξέλιξη των ειδών», εξηγεί ο Jeffrey Schwartz, φυσικός ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ στην Πενσυλβάνια.
«Σύμφωνα με την εργασία τους, τα μόρια μεταβάλλονται συνεχώς και όσο πιο αρχαία, πιο παλιά είναι η απόκλιση μεταξύ των ειδών, τόσο περισσότερο χρόνο τα είδη αυτά είχαν για να συσσωρεύσουν τις μοριακές τους διαφορές».
Οι Pauling και Zuckerkandl χρησιμοποίησαν την υπόθεση -ότι μερικά μόρια συσσωρεύουν μικροσκοπικές αλλαγές με σταθερό ρυθμό- για να αναλύσουν τις πρωτεΐνες στο ανθρώπινο αίμα και στο αίμα των γορίλων.
Από τον αριθμό των διαφορών μεταξύ των δύο μοριακών ομάδων και από την εκτίμηση για τον ρυθμό συσσώρευσης των διαφορών αυτών, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι οι άνθρωποι και οι γορίλες μοιράστηκαν τελευταία φορά έναν κοινό πρόγονο πριν από περίπου 11 εκατομμύρια χρόνια.
Οι ανθρωπολόγοι δεν εντυπωσιάστηκαν, υποστηρίζοντας ότι μόνο τα απολιθώματα μπορούν να μας πουν πότε έζησαν οι κοινοί πρόγονοί μας. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι όσοι χαρακτήρισαν την υπόθεση των Pauling και Zuckerkandl τρελή. Αλλά οι μοριακοί επιστήμονες επέμειναν και, μερικές δεκαετίες αργότερα, κέρδισαν τους σκεπτικιστές.
Απολιθώματα πρωτευόντων, συμπεριλαμβανομένων των πιθήκων, είχαν έρθει στο φως ήδη από τη δεκαετία του 1960. Ένα από αυτά ήταν ο Ραμαπίθηκος που έμοιαζε πολύ με άμεσο πρόγονο του ανθρώπου.
«Ο Ραμαπίθηκος αποκαλύφθηκε στο Πακιστάν. Το απολίθωμα ήταν 14-16 εκατομμυρίων ετών« λέει ο Schwartz. «Είχε πυκνό σμάλτο, χαρακτηριστικό των ανθρώπων και των άμεσων προγόνων τους». Αντίθετα, οι χιμπατζήδες και οι γορίλες έχουν λεπτότερη επίστρωση σμάλτου στα δόντια.
Μέχρι το 1964, οι παλαιοανθρωπολόγοι ήταν έτοιμοι να δεχτούν ότι ο Ραμαπίθηκος περπατούσε όπως ο άνθρωπος (στα δύο πόδια) και χρησιμοποιούσε εργαλεία για την προετοιμασία του φαγητού του.
Εάν ο 14 εκατομμυρίων ετών Ραμαπίθηκος ήταν πραγματικά πρόγονος του ανθρώπου, γορίλες και άνθρωποι δεν ήταν δυνατόν να μοιράζονταν έναν κοινό πρόγονο πριν από 11 εκατομμύρια χρόνια, όπως υποστήριζαν οι Pauling και Zuckerkandl.
Όμως τα συμπεράσματα για τον Ραμαπίθηκο προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τη μελέτη των δοντιών, τα οποία ήταν λίγο πολύ και τα μοναδικά μέρη του απολιθώματος που είχε ανακαλυφθεί από τη δεκαετία του 1960.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όμως, αποκαλύφθηκαν περισσότερα απολιθώματα Ramapithecus, συμπεριλαμβανομένων και θραυσμάτων προσώπου. Τα οποία και έδειξαν ότι ο Ραμαπίθηκος έμοιαζε σαν ουρακοτάγκος και όχι σαν άνθρωπος.
Οι παλαιοντολόγοι ήταν έκπληκτοι, οι μοριακοί επιστήμονες όχι.
Μέχρι τώρα είχαν αποδείξει ότι οι άνθρωποι, οι χιμπατζήδες και οι γορίλες ήταν στενά συνδεδεμένοι και μοιράστηκαν έναν κοινό πρόγονο σε κάποιο σημείο του χρόνου κατά τα τελευταία περίπου 11 εκατομμύρια έτη. Επίσης, ότι οι ουρακοτάγκοι ήταν λίγο πιο μακρινοί συγγενείς με βαθύτερη προϊστορία.
Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, ένας πίθηκος ηλικίας 14 εκατομμυρίων ετών, είναι απίθανο να δείχνει ξεκάθαρα ανθρώπινος στην όψη, επειδή προηγήθηκε της εμφάνισης της ανθρώπινης γενεαλογίας. Αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να μοιάζει με ουρακοτάγκο.
Οι εξελιγμένες τεχνικές μοριακής ανάλυσης επέτρεψαν σταδιακά στους επιστήμονες να συγκρίνουν τους πιθήκους με τον άνθρωπο γενετικά με κάθε λεπτομέρεια και να επεξεργαστούν τα σημεία τα οποία δείχνουν ότι είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με τον άνθρωπο.
«Ο γορίλας ήταν ένας αρκετά καλός υποψήφιος», λέει ο Owen Lovejoy, ανθρωπολόγος στο Kent State University στο Οχάιο. «Αλλά τελικά κέρδισε ο χιμπατζής».
Η τελική επιβεβαίωση ότι οι χιμπατζήδες (και οι στενοί συγγενείς του bonobos) είναι τα αδέλφια της ανθρωπότητας ήρθε το 1997, οπότε και φάνηκε ότι το debate για τον LCA, τον «χαμένο κρίκο», έφτανε στο τέλος.
Το έργο του Χάξλεϊ στη δεκαετία του 1860 ενθάρρυνε πολλούς επιστήμονες να δουν τον LCA ως χιμπατζή και η μοριακή ανάλυση της δεκαετίας του '80 και του '90 φάνηκε να δικαιώνει την ιδέα.
«Υπήρξε μια γενικότερη αποδοχή ότι ο LCA πιθανότατα έμοιαζε περισσότερο με χιμπατζή», λέει ο Young.
Η ανάλυση DNA
Δεν ήταν το μοναδικό συμπέρασμα που προέκυψε από τη μοριακή ανάλυση. Οι μελέτες DNA έδωσαν μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση όσον αφορά τον διαχωρισμό του ανθρώπου από τον χιμπατζή: Πριν από 6 ή 7 εκατομμύρια χρόνια. Ο αριθμός αυτός περιόριζε σημαντικά την αναζήτηση για τον LCA.
Τα απολιθώματα καταδεικνύουν ότι οι πίθηκοι ήταν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια πριν. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν πραγματικά ο πλανήτης των πιθήκων.
Αλλά πριν από 7 εκατομμύρια χρόνια οι πίθηκοι της Ευρώπης και της Ασίας είχαν εξαφανιστεί. Εάν οι χιμπατζήδες και οι άνθρωποι διαχωρίστηκαν τη στιγμή εκείνη, ο LCA πρέπει να έζησε στην Αφρική -στο ίδιο περιβάλλον που ζουν σήμερα οι χιμπατζήδες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, φυσικοί ανθρωπολόγοι περιέγραφαν τους αφρικανικούς πιθήκους, όπως τον χιμπατζή, ως χρονομηχανές από τα πρώτα στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου.
Η ανατροπή: «Ardi»
Η ιστορία θα τελείωνε εδώ, αλλά παραδόξως, τα τελευταία 15 χρόνια η επικρατούσα άποψη άρχισε να ξεφεύγει από την ιδέα του LCA που μοιάζει με χιμπατζή και να υιοθετεί μία αντίληψη πιο κοντά σε αυτό που υποστήριξαν επιστήμονες όπως ο Στράους τη δεκαετία του 1940.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στην πρόσφατη επανεξέταση της υπόθεσης είναι πολλοί, μεταξύ αυτών η λεπτομερής ανατομική ανάλυση -συνεπώς και κατανόηση- του χιμπατζή και του γορίλα.
Το 1999, οι Mike Dainton και Gabriele Macho στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, εξέτασαν τις λεπτές διαφορές στα οστά των καρπών πιθήκων και χιμπατζήδων -μέχρι την ενηλικίωση-, και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μπορεί να έχουν εξελιχθεί ανεξάρτητα.
Την επόμενη δεκαετία, παρόμοια ευρήματα ανέφεραν και άλλοι ερευνητές.
Το 2009, η Tracy Kivell από το Πανεπιστήμιο του Kent και ο Daniel Schmitt από το Πανεπιστήμιο του Duke στο Durham της Βόρειας Καρολίνας, υποστήριξαν ότι οι άνθρωποι δεν προέρχονταν από έναν LCA χιμπατζή που περπατά στηρίζοντας το βάρος του στις αρθρώσεις των άνω άκρων.
Λίγους μήνες αργότερα, έγινε μία μεγάλη ανακάλυψη, ένα από τα πιο πλήρη και σημαντικά απολιθώματα για την κατανόηση της εξέλιξης του ανθρώπου.
Ο λόγος για τον εξαιρετικά καλά διατηρημένο σκελετό της «Ardi», ένα απολίθωμα ηλικίας 4,4 εκατομμυρίων ετών του είδους Ardipithecus ramidus, ο οποίος αποκαλύφθηκε στην Αιθιοπία.
Σύμφωνα με την ανάλυση των δύο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, των White και Lovejoy όταν η Ardi βρισκόταν στο έδαφος (και όχι στα δέντρα) περπατούσε στα δύο πόδια.
Επρόκειτο για ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά που συνηγορούσαν υπέρ της άποψης ότι η Άρντι έπρεπε να θεωρηθεί ως «πρόωρος» άνθρωπος ή ανθρωπόμορφος, που ζούσε μόλις λίγα εκατομμύρια χρόνια μετά τον LCA, εξού και μπορούσε να δώσει μία καλύτερη ιδέα για το πώς ήταν ο «χαμένος κρίκος», ο χαμένος κοινός πρόγονος μας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ανατομία της Ardi δεν μοιάζει με του χιμπατζή, ενώ θεωρείται απίθανο να ήταν brachiating ape ή, να είχε αγκιστροειδές περπάτημα.
Η Ardi ζούσε στο δάσος και μοίραζε τον χρόνο της τόσο στα δέντρα, όσο και στο έδαφος.
Η ανατομία της υποδηλώνει ότι ήταν προσαρμοσμένη να μετακινείται στα δέντρα σχεδόν όπως μία μεγάλη μαϊμού, κινώντας με προσοχή τα πόδια, που σε αντίθεση με τα πόδια του γορίλα και του χιμπατζή, φαίνονταν ακατάλληλα για να πιάνουν κλαδιά και να τυλίγονται γύρω από αυτά.
Με απλά λόγια, η Ardi έμοιαζε «πρωτόγονη», όπως θα έμοιαζε και ο LCA.
Φυσικά, η ανάλυση για την Ardi δεν είναι αδιαμφισβήτητη. Ένα από τα συμπεράσματα ήταν ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά που μοιράζονται γίββωνες, ουρακοτάγκοι, χιμπατζήδες και γορίλες πρέπει να έχουν εξελιχθεί ανεξάρτητα.
Ο Sergio Almécija από το Πανεπιστήμιο George Washington λέει «ότι οι χιμπατζήδες θα μπορούσαν να αποτελούν καλά πρότυπα /μοντέλα για τον LCA, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένες πτυχές, όπως το μέγεθος του σώματος, ίσως και οι γνωστικές λειτουργίες».
Σύμφωνα με την έρευνα του Almécija οι χιμπατζήδες μπορεί να μην είναι απλά μία ζωντανή χρονομηχανή από την εποχή του LCA.
Το 2015, ο Almécija και οι συνάδελφοί του δημοσίευσαν μια ανάλυση για τα χέρια των πιθήκων στην οποία τόνιζαν πόσο το μήκος των δακτύλων εξελίχθηκε στους χιμπατζήδες αφότου διαχωρίστηκαν από τον LCA. Κρίνοντας από τα απολιθώματα πρώιμων πιθήκων τα ανθρώπινα χέρια είναι εκπληκτικά πρωτόγονα στην εμφάνιση, παρά το γεγονός ότι εξελίξαμε έναν αντίθετο αντίχειρα μετά τον διαχωρισμό από τον LCA.
Ακόμη και οι βιολόγοι που μελετούν τα σύγχρονα πρωτεύοντα βρίσκουν στοιχεία ότι ο χαμένος πρόγονος μπορεί να μην έμοιαζε με χιμπατζή.
Το 2013, ο Pavel Duda και ο Jan Zrzavý από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Βοημίας στην Τσεχία χρησιμοποίησαν τη γνώση που έχουμε για τη συμπεριφορά των πιθήκων και το σχήμα του δέντρου της εξέλιξης προκειμένου να κάνουν μία εκτίμηση σε σχέση με ορισμένα χαρακτηριστικά που αναπτύχθηκαν πρώτα.
Μεταξύ άλλων, υποστήριξαν ότι η σεξουαλική επαφή του LCA διαρκούσε περισσότερο από ό,τι στους χιμπατζήδες και ότι τα αρσενικά αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο στην φροντίδα των παιδιών από ό, τι οι αρσενικοί χιμπατζήδες.
Φυσικά, μόνο εάν έρθουν στο φως τα απολιθώματα του LCA, θα μπορέσει να λήξει η συζήτηση.
Όμως, η αναζήτηση των πολύτιμων απολιθωμάτων δεν είναι πλέον τόσο απλή όσο φαινόταν κάποτε.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, γενετιστές άρχισαν να αμφισβητούν κατά πόσο το μοριακό ρολόι που χρησιμοποιούν προκειμένου να προσδιορίσουν πότε έζησε ο χαμένος κοινός πρόγονος διαβάζεται, ερμηνεύεται σωστά. Όπως λένε, υπάρχει πιθανότητα όντως, ο LCA να έζησε πριν από 13 και όχι 7 εκατ. χρόνια.
Συνεχίζεται...
Ο Schwartz πιστεύει ότι το DNA δεν είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας της εξέλιξης όπως πολλοί υποθέτουν και ότι υπάρχουν πολλές ανατομικές και συμπεριφορικές ομοιότητες μεταξύ ανθρώπων και ουρακοτάγκων που δεν πρέπει απλώς να αγνοηθούν. Για παράδειγμα, οι θηλυκοί ουρακοτάγκοι (όπως οι γυναίκες) δεν «διαφημίζουν» στους άνδρες την περίοδο της γονιμότητας τους -αυτό που οι βιολόγοι ονομάζουν οίστρο. «Οι ουρακοτάγκοι είναι το μοναδικό άλλο θηλαστικό που γνωρίζω ότι δεν έχουν οίστρο» λέει ο Schwartz.
Απολιθώματα του LCA θα μπορούσαν να έρθουν στο φως θεωρητικά ανά πάσα στιγμή, ακόμη και τώρα. Αλλά επειδή υπάρχει τόσο μικρή συμφωνία -δηλαδή, τόσο μεγάλη διαφωνία στην επιστημονική κοινότητα- ως προς το πώς είναι, ποιά είναι η μορφή, η όψη του, οι ερευνητές θα ερμηνεύσουν μάλλον τα απολιθώματα με διαφορετικό τρόπο.
«Αυτό είναι ένα πρόβλημα», λέει ο Almécija. «Θα μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε τον LCA όταν τον βρούμε;»
Πηγή: pancreta