Τα ορεινά οικοσυστήματα παρέχουν μια πληθώρα αγαθών και υπηρεσιών στους ανθρώπους που ζουν τόσο στα βουνά, όσο και σε εκείνους που ζουν στις πεδινές περιοχές. Πάνω από το 50% της ανθρωπότητας εξαρτάται από το γλυκό νερό που εγκλωβίζεται, αποθηκεύεται και φιλτράρεται στα βουνά. Επιπλέον, από οικολογικής πλευράς, αποτελούν κέντρα υψηλής βιοποικιλότητας και από κοινωνικής πλευράς, είναι παγκόσμιας σημασίας προορισμοί για δραστηριότητες τουρισμού και αναψυχής.
Τα παραπάνω μπορούν να συνοψιστούν στην έννοια «υπηρεσίες των οικοσυστημάτων» που όρισε η Έκθεση «Millennium Ecosystem Assessment» (ΜΕΑ) το 2005. Πρόκειται για τα οφέλη που έχει ο άνθρωπος από το φυσικό περιβάλλον και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις πρώτες ύλες, το πόσιμο νερό, την τροφή, τη ξυλεία (υπηρεσίες παροχής), τις φυσικές διεργασίες, όπως η φωτοσύνθεση και η εδαφογένεση (θεμελιώδεις υπηρεσίες) που διαμορφώνουν την καθαρότητα του αέρα, το κλίμα και τις βροχοπτώσεις (ρυθμιστικές υπηρεσίες), καθώς και τις πολιτιστικές υπηρεσίες, όπως η καλλιτεχνική έμπνευση, η αναψυχή και ο τουρισμός.
Η Κρήτη, στο 21,6% της έκτασής της, χαρακτηρίζεται από ορεινές περιοχές με υψόμετρο πάνω από 700 μέτρα. Μεγάλοι ορεινοί όγκοι με υψόμετρο άνω των 2.000 μέτρων δεσπόζουν σε όλο το μήκος της, από τα δυτικά προς τα ανατολικά (Λευκά Όρη, Ψηλορείτης, Δίκτη κ.ά.). Το έντονο ανάγλυφο διακόπτεται από πολυάριθμα οροπέδια, διακόσια περίπου φαράγγια, τουλάχιστον 5.000 σπήλαια και υπόγειους σχηματισμούς (σχεδόν οι μισοί έχουν εξερευνηθεί), που έχουν σχηματιστεί από τις τεκτονικές διεργασίες και τη διαβρωτική δράση του νερού στα ασβεστολιθικά πετρώματα του νησιού.
Η πλειονότητα των ορεινών περιοχών της Κρήτης περιλαμβάνεται στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών NATURA 2000. Το Δίκτυο NATURA 2000 αποτελεί το κύριο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία της βιοποικιλότητας. Συγκεκριμένα, πάνω από τις μισές περιοχές που εντάσσονται στο Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη χαρακτηρίζονται από ορεινά οικοσυστήματα με αραιή βλάστηση, θαμνότοπους και δάση. Η αξία τους έγκειται στην υψηλή βιοποικιλότητα και τον μεγάλο αριθμό ενδημικών φυτών και ζώων, καθώς και σημαντικούς πληθυσμούς αρπακτικών πουλιών (αετοί, γύπες κ.λπ.) που φιλοξενούν, ενώ συμβάλλουν στον κύκλο του νερού και του εδάφους. Η βιοποικιλότητα αποτελεί πολύ σημαντική υπηρεσία των οικοσυστημάτων, καθώς συμβάλλει στην σταθερότητα, στην πρωτογενή τους παραγωγικότητα, στην ανακύκλωση των απαραίτητων, θρεπτικών συστατικών, ενώ αποτελεί ανεξάντλητη πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης π.χ. μαντινάδες, ζωγραφική.
Το έντονο ανάγλυφο του ορεινού κρητικού τοπίου, επηρέασε τόσο τη δημιουργία των ανθρώπινων κοινωνιών, όσο και τον Μινωικό πολιτισμό και τη θρησκευτική αντίληψη. Αρχαιολογικοί χώροι, χώροι ταφής των νεκρών και λατρείας των θεών σε σπήλαια και ιερά κορυφής, αρχαίοι ναοί, μαντεία και μοναστήρια αναδεικνύουν τη μακρόχρονη ανθρώπινη παρουσία στον ορεινό χώρο έως και τις μέρες μας και διαμορφώνουν την πολιτιστική αξία του τόπου.
Στο πέρασμα των αιώνων, οι κάτοικοι των βουνών εκμεταλλεύτηκαν τη γη, καταπιάστηκαν με την εκτροφή ζώων και δημιούργησαν παραδόσεις και πολιτιστική κληρονομιά που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Τα βουνά διαμόρφωσαν και συνεισέφεραν στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Κρήτης. Καθώς τα περισσότερα χωριά της ενδοχώρας είναι χτισμένα στους πρόποδες των βουνών, οι δυνατότητες απασχόλησης των κατοίκων προσανατολίζονται κυρίως σε παραδοσιακές πρακτικές που έχουν διατηρήσει πολλά στοιχεία του παρελθόντος. Οι παραδοσιακές καλλιέργειες και η κτηνοτροφία (πρωτογενής τομέας), η επεξεργασία και εμπορία των προϊόντων (δευτερογενής τομέας), αλλά και οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού (τριτογενής τομέας) αποτελούν τη βάση της κρητικής οικονομίας, αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του νησιού.
Στις μέρες μας οι ετήσιες καλλιέργειες έχουν περιοριστεί κυρίως στα ημιορεινά του νησιού, ενώ παρατηρείται μια στροφή προς τις παραδοσιακές καλλιέργειες. Οι γεωργοί ασχολούνται με την αμπελουργία για την παραγωγή κρασιού και τσικουδιάς, καθώς και με την καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων σε όλα σχεδόν τα μεγάλα οροπέδια του νησιού. Οι ορεινές περιοχές αποτελούν ενδιαίτημα πολλών αρωματικών φυτών (φασκόμηλο, ρίγανη, θρούμπι, δίκταμος) και άγριων βοτάνων, η συλλογή και χρήση των οποίων ως φάρμακα και τροφή, χρονολογείται από την αρχαιότητα. Κάποια από αυτά χρησιμοποιούνται και στη μελισσοκομία, π.χ. θυμάρι, ενώ αυτά που καλλιεργούνται συνεισφέρουν σημαντικά στην τοπική οικονομία.
Στην Κρήτη η κτηνοτροφία παραμένει μια παραδοσιακή ασχολία, με τη μετακίνηση των κοπαδιών από τα ορεινά βοσκοτόπια στις πεδινές περιοχές τον χειμώνα και αντίστροφα την άνοιξη. Η παραγωγή και τυποποίηση τυροκομικών - γαλακτοκομικών προϊόντων στην Κρήτη (25% της εθνικής παραγωγής) γίνονται σε σύγχρονες βιοτεχνικές μονάδες, κυρίως στα Λευκά Όρη, στον Ψηλορείτη και στη Δίκτη.
Η ορεινή Κρήτη μπορεί να επωφεληθεί αναμφισβήτητα και από δραστηριότητες εναλλακτικού τουρισμού οι οποίες είναι μικρής κλίμακας και προωθούν μια μορφή ταξιδιού φιλική προς το περιβάλλον και τον επισκέπτη. Κάποια παραδείγματα είναι ο οικοτουρισμός, ο αγροτουρισμός, ο ορειβατικός τουρισμός, ο χειμερινός τουρισμός, ο φυσιολατρικός και περιπατητικός τουρισμός, ο τουρισμός με σκοπό την ορνιθοπαρατήρηση των σημαντικών και σπάνιων πουλιών που φιλοξενεί το νησί κ.λπ.
Τέτοιου είδους δραστηριότητες μπορούν να συνεισφέρουν:
α) στην προστασία του περιβάλλοντος,
β) στην προώθηση τοπικών προϊόντων,
γ) στη διασύνδεση του τουριστικού τομέα με άλλους τομείς της τοπικής οικονομίας π.χ. γεωργία, κτηνοτροφία, χειροτεχνία,
δ) στη διατήρηση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου και
ε) στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης για τους κατοίκους των ορεινών περιοχών.
Συντάκτης: Νίκη Κυριακοπούλου
Η Νίκη Κυριακοπούλου είναι εξωτερική συνεργάτης ΜΦΙΚ (Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης), υπεύθυνη δράσεων επικοινωνίας και ενημέρωσης έργου LIFE Natura2000Value Crete
Πηγή: pancreta