Μέρα μεσημέρι, ηλιοκαμένοι από τη θάλασσα, φαγητό στο ταβερνάκι δίπλα από το κύμα. Ήχος όμορφου σκοπού έρχεται από μακριά. Πλησιάζει η λατέρνα στολισμένη με μαυρισμένα από τη σκόνη πλαστικά λουλούδια και μια ξεθωριασμένη φωτογραφία μιας μοιραίας γυναικείας μορφής στη μέση.
Ο οδηγός περιστρέφει το χερούλι του «οργάνου» και ακούγεται περίφημη μουσική . Μια μελαχρινή «νεράιδα» περιφέρεται στο πλευρό του λατερνατζή με ένα ντέφι στα χέρια φωνάζοντας «για την παράδοση-για την παράδοση». Μερικοί από τους θαμώνες προθυμοποιούνται να δώσουν κάτι από το περίσσευμά τους. Ο λόγος για μια εικόνα που πια σπανίζει. Πλέον λίγοι λατερνατζήδες περιδιαβαίνουν στους δρόμους κι αυτοί κυρίως στην οδό Ερμού. Όπως και να ‘χει, η ηχώ της λατέρνας πάντα θα παραμένει αναλλοίωτη στ’ αφτιά όλων μας, ειδικά των παλαιότερων.
Οι λατερνατζήδες και η μουσική παράδοση αυτού του τόπου
Η ιστορία της (la torno=αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο. Απόγονος μιας ολόκληρης κληρονομιάς αυτομάτων οργάνων, σε μια κοινωνία όπου οι κατασκευαστές χαίρονταν την αίγλη και την εκτίμηση της άρχουσας τάξης. Ιστορικά είναι από τα πιο θαυμαστά τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου. Έχουν αναφερθεί αυτόματες μουσικές κατασκευές από τον Ήρωνα (1ος αιώνας π.Χ.), από αυτόματα οργανέτα που δωρίσθηκαν σε αυτοκράτορες του Βυζαντίου και Χαλίφηδες της Βαγδάτης, μέχρι τις πρώτες αξιόπιστες καταγραφές του Μεσαίωνα. Οι πύλες των τειχών του Salsburg άνοιγαν την ανατολή του ήλιου με τη συνοδεία μιας μεγάλης λατέρνας, το 1504.
Από το 1650 και μετά σημειώθηκε μια κατασκευαστική «μανία» όσον αφορά τον κόσμο των μουσικών μηχανών. Πουλιά σε κλουβιά που κελαηδούσαν με καταπληκτική ζωντάνια και ήχους, μουσικοί – μηχανές που με πολύπλοκους μοχλούς κουνούσαν τα δάχτυλά τους επάνω σε τσέμπαλα, ρολόγια που με συνοδεία μουσικής από κυλίνδρους και χτένες έβγαζαν ολόκληρη παράσταση χορευτών πάνω από τους δείκτες τους, μηχανικοί μάγοι που έριχναν τα ζάρια ή τα χαρτιά σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής, μουσικά ποτήρια που συνόδευαν τον πότη με μουσική κάθε φορά που σήκωνε το ποτήρι…
Όλη αυτή η γοητευτική και πλούσια σε ιδέες εποχή καταστάλαξε σε τρία κυρίως κατασκευάσματα από τρεις διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης, τα οποία πλέον είχαν σκοπό να μεταφέρουν τη μουσική μακριά από τους ευγενείς και τους αυτοκράτορες, στις πλατιές μάζες και τον πολύ κόσμο: αυτό έγινε στις αρχές του 1800 με το οργανέτο (barrel organ) στο Μαύρο δάσος της Βαυαρίας, με το μουσικό κουτί (music box) στα ορεινά χωριά της Ελβετίας και με τη γνωστή λατέρνα (barrel piano) στην Αγγλία. Και τα τρία αυτά είδη χρησιμοποιούσαν την τεχνολογία του κυλίνδρου με καρφιά, όπου κάθε καρφί ήταν μια νότα. Η διαφορά τους όμως ήταν στο τρόπο αναπαραγωγής του ήχου:
- Αρμόνιο για το οργανέτο
- Μεταλλική χτένα για το μουσικό κουτί
- Πιάνο για τη λατέρνα
Η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τααντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά. Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής. Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες και κέντρα, δηλαδή στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κ.λπ., με τεχνίτες Έλληνες Ορθόδοξους και καθολικούς και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.
Πηγή: laterna.info
Πηγή: penna.gr