Χθες το πρωί, στο πλαίσιο του Μήνα Εφηβείας, ρώτησα (με πολλά λόγια) 30 παιδιά από ένα δημόσιο σχολείο της Αθήνας, «Σήμερα ποστάρουμε, αύριο;».
Η ιδέα για το εργαστήριο, μου ήρθε ενώ μετάφραζα ένα εφηβικό βιβλίο, τις Βαθμολογίες, όπου τα παιδιά βαθμολογούνται κάθε μήνα από μια μυστήρια εταιρεία, με βάση τη συμπεριφορά, τους φίλους, τις πεποιθήσεις, τις κουβέντες τους. Από τον αριθμό που θα πάρουν, κρίνεται όλο τους το μέλλον: το αν θα σπουδάσουν, αν θα βρουν δουλειά, αν θα ξεφύγουν από τη μιζέρια της φτωχής τους πόλης, αν θα κάνουν πραγματικότητα αυτά που ονειρεύονται.
Θέλησα, λοιπόν, να πω στα παιδιά τα δικά μας, του 2015, κάτι απλό: ότι μπορεί να μην υπάρχει εδώ καμία σκοτεινή εταιρεία που να τους βάζει βαθμούς και να τους ορίζει τη μοίρα, όμως οι δικές τους οι επιλογές και η δική τους σημερινή συμπεριφορά στο μαγικό κόσμο του ίντερνετ θα ορίσουν, σε μεγάλο βαθμό, το πώς θα τους αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι που αύριο-μεθαύριο θα σκεφτούν αν θα τους δώσουν δουλειά, σημασία, ευκαιρίες, φιλιά, μαθήματα, τέτοια.
Όσοι με παρακολουθείτε έστω λίγο καιρό, θα ξέρετε ήδη ότι τα εργαστήρια αυτά εμένα είναι η αγάπη μου. Με ενθουσιάζουν. Μαθαίνω από τα παιδιά περισσότερα από όσα μαθαίνουν εκείνα από μένα. Μπαίνω συναχωμένη και βγαίνω πετώντας. Μετά ξανασυναχώνομαι, αλλά δεν έχει σημασία: έχω γίνει πιο σοφή.
Από τη σημερινή εκδήλωση ξέρετε τι έμαθα: ότι τα μαθαίνουμε τα πράγματα λίγο λάθος στα παιδιά.
Ας πούμε.
Ότι υπάρχει τρόπος να επιλέξεις επακριβώς ποιοι θα βλέπουν τα πράγματα που ανεβάζεις στο ίντερνετ και ως πού αυτά θα κυκλοφορήσουν*.
Ότι μπορούμε σήμερα να διαχωρίσουμε την προσωπική από την επαγγελματική μας εικόνα.
Ότι για κάθε ανοησία που αποφασίζεις να ποστάρεις, μπορεί να σε σώσει η Υπηρεσία Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, αν μετανιώσεις μετά.
Ότι ίσως θα ήταν καλή ιδέα να απέχεις εντελώς από το παιχνίδι της ιντερνετικής δικτύωσης.
Ότι έτσι κι αλλιώς όλα εκεί είναι fake, σκέτη επιφάνεια, σημασία έχει μόνο η ουσία.
Ότι είναι εφικτό, ρεαλιστικό και χρήσιμο να πιστεύουμε ότι «δεν είναι σωστό» να κρίνουμε τους άλλους από την ιντερνετική τους εικόνα. Ή από την εικόνα τους γενικά.
Αυτά, περίπου.
Ό,τι αρέσει και σ” εμάς να πιστεύουμε, δηλαδή, ώστε να μπορούμε να λέμε στον εαυτό μας ότι για όλα φταίει η κοινωνία, η τεχνολογία, οι άλλοι, και να κλείνουμε τα μάτια μας και να κάνουμε σαν να μην υπάρχουν κανόνες στο παιχνίδι, ούτε συνέπειες όταν ανεβάζουμε στρατιές από γατιά και ρατσιστικά «αστεία», σε αυτό που λανθασμένα θεωρούμε δικαιωματικά ιδιωτική μας σφαίρα (δεν είναι).
Δε φταίμε απολύτως εμείς. Μήπως ξέραμε τα social media και πριν το 2004; Μήπως είχαμε ιδέα ότι το φρούτο εκείνο που λεγόταν Facebook θα μας φέρνει ύστερα από μερικά χρόνια το περισσότερο traffic στα sites, τα blogs, ακόμα και τις επιχειρήσεις μας; Μήπως ξέρουμε και τώρα πού θα οδηγήσει όλο αυτό, πώς θα λειτουργούν τα πράγματα όταν τα παιδιά θα φτάσουν στη δική μας ηλικία;
Όχι.
Και τότε γιατί μιλάμε στα παιδιά σαν να ξέρουμε;
Γιατί τα ενθαρρύνουμε (τα πιέζουμε κιόλας) να πιστέψουν για το ίντερνετ αυτά που πιστεύουμε εμείς με το ’90s μυαλό μας;
Γιατί δεν αποδεχόμαστε και δεν παραδεχόμαστε ότι δεν έχουμε ιδέα, ότι μαθαίνουμε κι εμείς τώρα, δοκιμάζοντας, και ότι το μόνο που μπορούμε πραγματικά (και πρέπει) να μάθουμε στα παιδιά είναι το πώς να συμπεριφέρονται στη ζωή τους γενικά; Πώς να μιλάνε στους ανθρώπους; Πώς να σέβονται τον εαυτό τους και τους άλλους; Πώς να κάνουν την καλύτερη δουλειά τους και να τη βγάζουν εκεί έξω με υπερηφάνεια; Πώς να πρετοιμάζονται, να αξιολογούν και να συναισθάνονται πριν επικοινωνήσουν; Πώς να παίζουν το κάθε παιχνίδι με τους κανόνες του; Πώς να σκέφτονται; Πώς να κάνουν συνειδητά τις επιλογές τους και να είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτών των επιλογών;
Αν τα μάθουν όλα αυτά, και αν τα εφαρμόσουν και στη virtual ζωή τους, τότε όλα θα πάνε καλά, εγώ πιστεύω. Όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα εκεί έξω.
Πηγή: stellakasdagli.com