Μια ιστορική συνοικία που έχει ταυτιστεί με το επάγγελμα της επεξεργασίας δερμάτων και παρέμενε “ζωντανή” μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970, έχει αφεθεί στο έλεος του χρόνου.
Ο λόγος για τα Ταμπακαριά, που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων απογόνων ιδιοκτητών να λειτουργούν τις επιχειρήσεις τους και άλλων να έχουν μετατρέψει ορισμένα από αυτά τα εγκαταλελειμμένα κτίρια σε οικίες και τουριστικές κυρίως επιχειρήσεις – δεν έχει καταστεί δυνατό να ζωντανέψει και πάλι την περιοχή.
Η σημερινή εικόνα της εγκατάλειψης που παρουσιάζουν τα περισσότερα κτήρια δεν “ταιριάζει” στην ιστορία των βυρσοδεψείων, με τη σημαντική προσφορά τους στην τοπική οικονομία. Παρά ταύτα, τα εναπομείναντα έξι στον αριθμό βυρσοδεψεία, δύο στη δυτική παραλία και τέσσερα στην ανατολική που είναι το εξωκλήσι της Αγίας Κυριακής είναι σε λειτουργία.
Μιλώντας στα “Χ.Ν.” για το επάγγελμα του βυρσοδέψη, ο παλιός τεχνίτης Παναγιώτης Καραμπινάκης, επιημαίνει:
«Τα πρώτα βυρσοδεψεία άρχισαν να λειτουργούν στα Χανιά από τον 18ο αιώνα στη δυτική παραλία και σιγά, σιγά επεκτάθηκαν και στην ανατολική με το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Οι πρώτες δεκαετίες ήταν τρομερά δύσκολες, όπως μας έχουν αφηγηθεί παλαιότεροι τεχνίτες και ιδιοκτήτες όπως για μένα ήταν ο πεθερός μου Χαράλαμπος Βουτετάκης και ο πατέρας του Μιχάλης. Γαμπρός, λοιπόν, μπήκα στη δουλειά αυτή και μάλιστα σε ηλικία 18 ετών. Έμαθα την δουλειά και συνεχίζω σήμερα μαζί με τα παιδιά μου, τον Χαράλαμπο και τον Γιάννη τη λειτουργία της επιχείρησης, έχοντας επεκταθεί με μεταποιήσεις των δερμάτων στον τουριστικό τομέα. Τα παλιά χρόνια λειτουργούσαν σε όλο το μήκος της ακτογραμμής γύρω στα 90 βυρσοδεψεία και τώρα απομείνανε έξι όλα κι όλα, τέσσερα εδώ και δύο στην άλλη μεριά προς τη Χονολουλού. Ο τόπος αυτός που επιλέχθηκε να κτιστούν οι επιχειρήσεις δεν ήταν τυχαίος, αλλά ιδανικός, επειδή είναι κοντά με την πόλη των Χανίων, διέθετε υφάλμυρα νερά στα πηγάδια και τα νερά της βραχώδους θαλάσσιας περιοχής είναι ρηχά και βοηθούσαν τότε στην αρχική επεξεργασία των δερμάτων».
Ο ίδιος, συνεχίζοντας, επεσήμανε: «Στα χρόνια του Μεσοπολέμου γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή τα βυρσοδεψεία. Η λειτουργία τους διακόπηκε την περίοδο της κατοχής για να συνεχιστεί μετά την λήξη του πολέμου με νέα μηχανήματα που αποτελούσαν για εκείνα τα χρόνια καινοτομία. Μετά το 1950 έφτασαν να λειτουργούν γύρω στις 90 επιχειρήσεις με την κάθε μία να απασχολεί τουλάχιστον δέκα εργάτες. Όταν έκαναν διακοπή εργασίας για κολατσιό νόμιζες ότι ήταν πανηγύρι. Τα καλά χρόνια λειτουργίας όλων των βυρσοδεψείων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970 με πολλές εξαγωγές δερμάτων, αλλά και μεγάλη εγχώρια κατανάλωση από τον Στρατό και τους τσαγκάρηδες. Από εκεί και μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση με τις επιχειρήσεις να κλείνουν η μία μετά την άλλη. Η πολιτεία δεν μας συμπαραστάθηκε και ας ψηφίστηκε τα τελευταία χρόνια νομοθεσία που χαρακτήριζε τα κτήρια διατηρητέα. Λίγοι άντεξαν τις αντιξοότητες των δύσκολων συνθηκών. Σε αυτό βέβαια συντέλεσε η μεγάλη αγάπη που έχουμε όσοι μείναμε για το επάγγελμα αυτό. Πολλά κτήρια έχουν υποστεί τεράστιες φθορές από την αναγκαστική εγκατάλειψη, ενώ κάποια άλλα έχουν ανακαινισθεί…».