Οι θρύλοι κάνουν τα Σφακιά ή τα Σφακιά τους θρύλους; Στα πολύχρωμα νερά, στα πράσινα φαράγγια, στα κόκκινα μάρμαρα. Στα Λευκά Ορη και στα μαύρα πουκάμισα. Σ' αυτά φωνάζεις! Kαι στα πλεούμενα από τα οποία εξαρτάται το άμεσο μέλλον σου: «Ξεχάστε με εδώ»!
Δεν μπορώ να γράψω λέξη. Κάθε σημείο στίξης που θα βάλω θα κριθεί! Συγχωρήστε μου το πρώτο πρόσωπο αλλά η υπόθεση Σφακιά έχει γίνει πολύ προσωπική! «Πρόσεχε τι θα γράψεις» - απειλητικό δεν ακούγεται; Ο Σφακιανός διευθυντής μιλά... Οφου, όφου. Γιάε ήντα παθα.
Κι ήντα κατέω εγώ μωρέ από Σφακιά; Μήδε πέντε μέρες στη σούμα... Επά και πέντε χρόνοι δεν φτουρούν (φιγούρα κάνω με τα κρητικά, για να του δείξω ότι έμαθα και πέντε λέξεις). Είμαι υπερβολική, το ξέρω. Ετσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν γράψω για τα Σφακιά λίγο θα είναι. Οχι για εκείνον. Για μένα.
Στη Χώρα Σφακίων φτάσαμε νύχτα. Τα επιβλητικά βουνά των Λευκών Ορέων υπονοούνταν στο σκοτάδι αλλά η θάλασσα φεγγοβολούσε. Το καράβι της ΑΝΕΝΔΥΚ έκανε το τελευταίο δρομολόγιο στις 6 το απόγευμα - αλλά ποιος νοιάζεται; Σκάφη, βάρκες και καΐκια αποτελούν εδώ τα βασικά μέσα μαζικής και ιδιωτικής μεταφοράς.
Με το πλαγκτόν να φωσφορίζει στα απόνερα, τα αστέρια να μοιάζουν πιο φωτεινά από ποτέ και ελάχιστα φωτάκια να τρεμοπαίζουν στις ακτές από τους μυημένους που κατασκηνώνουν στα νότια Χανιά, πλεύσαμε έως το Λουτρό. Υπάρχει καλύτερη εισαγωγή;
Για οικισμό που συνδέεται με τον υπόλοιπο κόσμο μονάχα από τη θάλασσα ή από μονοπάτι η τουριστική ανάπτυξη μας φάνηκε τρομακτική. Προς στιγμήν... Γιατί στο μπαλκόνι της κυρα-Σοφίας που μας υποδέχτηκε, με τις γλάστρες της να ευωδιάζουν διακριτικά, τις σφακιανές πίτες να στάζουν μέλι και την απουσία παντός είδους ήχου από μηχανοκίνητα, το ψυχικό «άδειασμα» ήταν αναπόφευκτο. Και απρόσμενο επίσης!
Πωπώ, ούτε ημερολόγιο να έγραφα... Μα τι να κάνω; Να παραδεχτώ ότι από την πρώτη στιγμή έψαχνα με το βλέμμα μαυροπουκαμισάδες; Εσείς τι θα ψάχνατε δηλαδή; Αυτό αναζητούν όλοι άμα τη αφίξει τους στα Σφακιά, αιώνες τώρα, σαν σύμβολο της ανερμήνευτης τοπικής ιδιοσυγκρασίας. Τους λεβεντόκορμους Σφακιανούς, τα «ζωντανά αγάλματα θεών» όπως τους παρομοίασε ο ιστορικός Βασίλειος Ψιλάκης, με τα στιβάνια τους, τα όπλα, με τα ξανθά μαλλιά τους, με τα κεφαλομάντιλά τους. Τους ανυπότακτους.
Τους απογόνους των πιο φημισμένων επαναστατών που κάθε τρεις και λίγο ξεσήκωναν τον βενετοκρατούμενο και τουρκοκρατούμενο κόσμο με τις επαναστάσεις τους. 700 χρόνια αυτή η δουλειά, λένε. Κάθε φορά χωριά και οικογένειες ισοπεδώνονταν μα όσα σφακιανά κεφάλια έμεναν στη θέση τους δεν έβαζαν μυαλό. Τα ξανάφτιαχναν όλα και μόλις πάταγαν στα πόδια τους, φτου κι απ' την αρχή επανάσταση.
Ψάχνουν κι άλλα θρυλικά. Μα δεν τολμούν να ρωτήσουν... Τι μπορείς να ρωτήσεις για τα οικογενειακά, τις βεντέτες δηλαδή, τη ζωοκλοπή, για τους κώδικες αξιών που άνδρωσαν γενιές και γενιές Σφακιανών; Αν τους ορίζει η παράδοση, η κουλτούρα, οι άγραφοι νόμοι ή η μόδα; Αν τα όπλα και τα μαύρα πουκάμισα είναι για τους νέους θέμα φιγούρας; Τολμάς;
«Οι θρύλοι κατοικούν πια στα ορεινά», σου ψιθυρίζει κάποιος χωρίς πολλά πολλά. Στρέφεις το βλέμμα ψηλά, στα Λευκά Ορη που στέλνουν την παγωμένη ανάσα τους στην κάψα του Λιβυκού, στα λιγοστά ορεινά χωριά, στην Ορεινή Ερημο με τα μοναδικά στον κόσμο φυτά, στις Μαδάρες με τους κούμους, στα λημέρια των βοσκών, των κατσικιών και των όρνεων. Και σωπαίνεις... Μπελάδες με Σφακιανούς κανείς δεν θέλει!
Σφακιά σημαίνει χάσμα
Αφού σε όλα τα άλλα δεν τολμάμε να αναφερθούμε, ας μιλήσουμε για το τοπίο: γι’ αυτό τον μαγευτικό τόπο που στριμώχνεται ευτυχισμένα εκεί που τα Λευκά Ορη γκρεμίζονται στο Λιβυκό πέλαγος.
Εκεί που ο, όπως νόμιζες, άγριος κι αφιλόξενος τόπος μετατρέπεται σε παράδεισο διακοπών. Που ακόμη κι οι ενήλικες κατρακυλούν στους αμμόλοφους της Ορθής Αμμου και σε όλη την αμμώδη ακτογραμμή έως τον Νομό Ρεθύμνου, ρίχνουν βουτιές από τις προβλήτες, στήνουν καρτέρι στους Δροσουλίτες του Φραγκοκάστελου και χαίρονται να πιστεύουν στα ηρωικά φαντάσματα, σαν τα κοπέλια δίπλα τους.
Εκεί που βαθιές χαρακιές σκίζουν τα Λευκά Ορη λες και βρέθηκαν σε καβγά Σφακιανών κι έπεσαν θύμα των μαχαιριών τους: στα δεκάδες φαράγγια σαν του Ιμπρου, της Αράδαινας, της Σαμαριάς, τα οποία, το ξέρεις, πρέπει οπωσδήποτε να περπατήσεις κάποια στιγμή στη ζωή σου. Εκεί που τα νερά είναι τόσο λαμπερά, τόσο χορταστικά, από εκείνα που ευχαρίστως θα πνιγόσουν μέσα τους!
Κι οι παραλίες βέβαια από εκείνες που δεν ξεχνάς ποτέ. Γλυκά Νερά, Λουτρό, Φοίνικας, Λύκος, Αγιος Παύλος, Αγία Ρουμέλη, Καλόγερος, Τρυπητή, Δώματα: Από τη Χώρα Σφακίων μέχρι τη Σούγια, οι μετακινήσεις γίνονται μόνο διά θαλάσσης ή από μονοπάτια (με εξαίρεση τον Φοίνικα) κι ας κατοικούνται πολλές θέσεις από τους αρχαίους χρόνους.
Ανυπότακτοι οι άνθρωποι, ανυπότακτη κι η γη... Τα γκρεμνά και τα φαράγγια, που δεν επιτρέπουν επεκτάσεις και διανοίξεις. Ευτυχώς γιατί ο τουρισμός έχει ήδη αλλοιώσει οικισμούς και ψυχές...
Αρχαία Ποικιλασσός (Τρυπητή), Τάρρα (Αγία Ρουμέλη), Φοίνιξ (Λουτρό): τα διάσπαρτα ερείπια των σπουδαίων αρχαίων πόλεων αποδεικνύουν τη συνεχή παρουσία. Κι οι ακάματοι κι ανίδρωτοι τουρίστες του κόσμου που βρίσκουν δεκαετίες τώρα τον παράδεισό τους στα Σφακιά, τα ανακαλύπτουν. Ευτυχώς, γιατί εσύ, ως Ελληνας, πού να ξεκουνήσεις!
«Οι αποστάσεις σ' αυτά τα μέρη διογκώνονται» σου λένε οι ντόπιοι για να σε παρηγορήσουν κι εσύ βολεύεσαι πάνω στις πλακούρες στο Διαλισκάρι (ή Μάρμαρα) και καψαλίζεσαι απ' τον ήλιο, μένεις ασάλευτος στις μαρμάρινες σπηλιές τους, ενεός από τα χρώματα που σε περιζώνουν και ρίχνεις άγκυρα στο βεραντάκι του Χρυσόστομου - πού θα βρεις καλύτερη σκιά, ρακή, θέα στη θάλασσα και στο συγκλονιστικό φαράγγι της Αράδαινας;
Εσύ φταις; Πώς να σαλέψεις από τον Αγιο Παύλο με τα πεύκα, τα φωσφορίζοντα νερά και το ξωκκλήσι που ριζώνει στην άμμο από τον 11ο αιώνα; Πώς να ξεφύγεις από τα Δώματα με τους απίθανους κροκαλοπαγείς τοίχους ή από το συγκλονιστικό τοπίο της Τρυπητής στην κατάληξη του ομώνυμου φαραγγιού;
Πεισματώνεις. Τα Σφακιά εκτός από μερικές από τις ωραιότερες παραλίες της Κρήτης έχουν και μερικά από τα ομορφότερα μονοπάτια κι αν δεν θες να επαφίεσαι στις ορέξεις των πλεούμενων πρέπει στην κυριολεξία να στηριχτείς στα πόδια σου! Είναι δυνατόν να φτάσεις στην Αγιά Ρουμέλη και να μην περπατήσεις έστω για μία ώρα, μέχρι τις περίφημες Πόρτες, στον εθνικό δρυμό της Σαμαριάς; Ή έστω μέχρι τα ερείπια της παλιάς Αγίας Ρουμέλης που διδάσκουν την τοπική αρχιτεκτονική; Υπάρχει πιθανότητα να μην κάνεις έναν περίπατο στη Χώρα Σφακίων;
Να δεις τους σπουδαίους ναούς και τις γειτονιές που αφού καταστράφηκαν για χάρη του τουρισμού έχουν μπει σε τροχιά εξωραϊσμού; Ε, να μην κάνεις και μια βόλτα στους Κομιτάδες, τον Βουβά, τον Πατσιανό, τα συμπαθητικά χωριουδάκια προς τα ανατολικά; Να μην κατέβεις από την Αγία Αικατερίνη στο Λουτρό; Να μην ενώσεις την Αγία Ρουμέλη με τη Σούγια; Ε, το παράκανες! 16 χιλιόμετρα πεζοπορία;
Εδώ να μείνεις!
Αποκαμωμένος καταλήγεις εκεί από όπου ξεκίνησες. Στο Λουτρό. Ριζώνεις στα καφέ και τα ταβερνάκια της προβλήτας, παρατηρείς το όμορφο λιμανάκι, το μοναδικό φυσικό της νότιας Κρήτης, με τα τύπου «κυκλαδίτικα» σπιτάκια και τους τουρίστες που κοιτούν γύρω αχόρταγα. Χαζεύεις τα πράσινα νερά, σκορπάς νοερές υποσχέσεις για όλα όσα δεν πρόλαβες να δεις κι εύχεσαι να βάλει έναν τρελό νοτιά, να μην έρθει ο «Δασκαλογιάννης», να μη φύγεις από εδώ!
Εκεί να μείνεις όσο περισσότερο γίνεται! Εκεί που το μπλε των ματιών συναγωνίζεται το μπλε της θάλασσας, που οι ψυχές δείχνουν, κάποτε, πιο σκληρές κι από την πέτρα και το μαύρο του πραγματικού πένθους πιο μαύρο από τα μαύρα πουκάμισα. Εκεί που οι Μαδάρες υψώνονται προκαλώντας κάτι περισσότερο από δέος, και πότε πότε αφήνουν να εμφανιστούν οι χιονισμένες κορυφές τους.
Εκεί που οι ανθρωπόσχημοι άρτοι ευλογούνται ακόμη και τα βυζαντινά εκκλησάκια στη μέση του πουθενά λειτουργούνται από τον παπα-Γιώργη Χιωτάκη. Εκεί που οι ελικοειδείς δρόμοι προκαλούν ρίγη, το μέλι τρέχει άφθονο πάνω στις πίτες με τη μυζήθρα, τα τυριά από τις Μαδάρες φέρνουν συγκίνηση, το αλάτι πέφτει χοντρό στα εδέσματα κατευθείαν από τη θάλασσα, όχι γιατί τους λείπει μα για να το νιώθεις να γρατζουνά τα δάχτυλα.
Εκεί που ξεκλέβεις φράσεις για διαμάχες κι αναστατώνεσαι. Θα ανοίξει βεντέτα; Θα πέσουν μπαλωθιές; Μπααα, πάνε αυτά, περάσανε, σου λέει μια κυρά. Σου φτιάχνει ένα τσιγαριαστό να γλείφεις τα δαχτύλια σου, ζητάς τη συνταγή και ορκίζεσαι στον εαυτό σου πως θα την παλέψεις, για να συνδεθείς με όποιον τρόπο με τον τόπο, για τον ίδιο λόγο που απαντάς «καρά» κάθε που σε ρωτούν «Ήντα κάμεις;» απολαμβάνοντας το παιχνίδι των υγρών συμφώνων.
Εκεί που τα «ιερά» σφακιανά σύμβολα μπουρδουκλώνονται με τη μόδα κι οι θρύλοι καλύπτονται από την ομορφιά. Εκεί που τα μνημεία για τον Δασκαλογιάννη είναι ιερά κι η μαντινάδα δεν σκορπιέται επί ματαίω.
Εκεί που οι ρακές προηγούνται των συστάσεων και κάθε συνομιλίας, που πίνεις πολλές κι όχι δεν λες - όχι γιατί δεν στο επιτρέπει το βλέμμα των Σφακιανών πια, μα γιατί το νιώθεις χρέος σου. Γιατί αν κατέεις κάτι παντέρμε τούτο είναι. Πως εκειά είναι Σφακιά, δεν είναι παίξε γέλασε!