Παλιό άρωμα στο... σύγχρονο Ηράκλειο από το παλαιοπωλείο του κ. Βαγγέλη Κρασαγάκη, το οποίο, όχι τυχαία, βρίσκεται σε μια από τις πιο παλιές γειτονιές στο κέντρο της πόλης. Στην οδό Αγίου Τίτου.
Λάτρης των παλιών αντικειμένων από μικρό παιδί, αφού περιπλανήθηκε εκτός Κρήτης για χρόνια, συγκεντρώνοντας παλιά αντικείμενα, άνοιξε το δικό του παλαιοπωλείο το 2003. Σε ένα παλιό πέτρινο κτήριο που μετρά πάνω από 200 χρόνια κατασκευής. Με βενετσιάνικα θεμέλια και με τούρκικα συμβόλαια, το οποίο, αν και μέχρι το '22 κατοικούνταν όντας σπίτι, η μορφή και το σχέδιό του ταίριαζαν γάντι για να γίνει κάποια στιγμή παλαιοπωλείο.
Επισκεπτόμενος κάποιος το χώρο, ανακαλύπτει τους κρυμμένους "θησαυρούς" περασμένων εποχών, και αγγίζοντας τα αντικείμενα ταξιδεύει πίσω στο χρόνο. Ούτε η αγορά αλλά ούτε και η πώληση μπορούν να πλησιάσουν την πραγματική αξία των αντικειμένων. Πρόκειται στ' αλήθεια για κατασκευές μοναδικές που δεν ξαναγίνονται. Και φυσικά δεν αντικαθίστανται...
Κάθε αντικείμενο που βρίσκεται στο μαγαζάκι αυτό κρύβει και μια ιστορία. Μεταφέρει παραδόσεις και να μας μαθαίνει να εκτιμάμε τα παλιά αντικείμενα.
Μάλιστα, ο κ. Κρασαγάκης αναλαμβάνει αγορές-πωλήσεις, εκτιμήσεις, συντήρηση παλαιών επίπλων, έργων τέχνης αλλά και αντικειμένων ιστορικής σημασίας. Πέρα από τη συντήρηση όμως όλων αυτών των μοναδικών παλαιών αντικειμένων, που γίνεται στο συγκεκριμένο παλαιοπωλείο, στον ίδιο χώρο υπάρχει και εργαστήρι με κύρια δραστηριότητα την αγιογραφία.
«Μεγάλωσα στο Ηράκλειο και σαν παιδιά θυμάμαι να παίζουμε και να βρίσκουμε ξεχασμένα αντικείμενα από την Κατοχή. Κάπως έτσι λοιπόν μου γεννήθηκε η αγάπη για τα παλιά αντικείμενα», μας εξηγεί αναφορικά με το τι του κέντρισε το ενδιαφέρον για τα παλιά πράγματα. Έτσι, μεγαλώνοντας έβαλε σκοπό ζωής να μαζέψει τα πιο πολύτιμα αντικείμενα, κρυμμένα σε πατάρια, σπίτια και αποθήκες, για να ανοίξει το δικό του παλαιοπωλείο. Για να κάνει το όνειρό του αυτό πραγματικότητα, ταξίδεψε σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου. Αναζητώντας τον κρυμμένο θησαυρό, περιηγήθηκε σε παζάρια της Τουρκίας, της Ρωσίας και της Ευρώπης, συλλέγοντας τα πιο περίεργα και ευφάνταστα αντικείμενα.
Καθώς μας μιλούσε για το τι μπορεί να βρει κανείς στο κατάστημά του, καταλάβαμε ότι ο κ. Βαγγέλης ξέρει την ιστορία κάθε αντικειμένου που συντηρεί, ξαναδίνοντάς του ζωή, απέξω κι ανακατωτά. Έχει μάθει για ιστορίες πολέμου, για ιστορίες αγάπης, αλλά και για προδοσίες, αφού τα αντικείμενα εδώ είναι απομεινάρια ενός κωμικού ή τραγικού έργου, που είναι βγαλμένο μέσα από τη ζωή, από διαφορετικές όμως εποχές και διαφορετικές χώρες.
Ανεκτίμητοι θησαυροί
Τα περισσότερα αντικείμενα που είναι τοποθετημένα στα ράφια και τις προθήκες του μαγαζιού είναι του 19ου αιώνα. Ανάμεσά τους βρίσκει κανείς υφαντά, κρύσταλλα, αντικείμενα σπιτιού, πικ-απ, γραφομηχανές, παλιά βιβλία, βιβλιοθήκες, σύνθετα έπιπλα του '50, καρτ ποστάλ, χάρτες παλιούς, όπως αυτός του Ηρακλείου που χρονολογείται κάπου στο 1833, πίνακες, φωτογραφίες παλιές, κορνίζες, αγιογραφίες, φωτιστικά παλιών εποχών, σαπούνια, διαφημιστικές ταμπέλες της δεκαετίας του '50. Επίσης μπορεί να βρει νομίσματα, ραδιόφωνα αντίκες, παραδοσιακές κρητικές στολές, αλλά και από άλλες χώρες της Ευρώπης, γεωργικά εργαλεία που χρησιμοποιούνταν παλιά για την καλλιέργεια της γης, όπως αλέτρια, βολόσυροι, παλιές σκαλίδες. Πιθάρια διαφόρων μεγεθών, αλλά και χρηστικά εργαλεία της προβιομηχανικής περιόδου, καθώς επίσης οποιοδήποτε αντικείμενο έχει μια μνήμη και ό,τι μπορεί να είχε το κρητικό σπίτι εκείνα τα χρόνια, όπως αργαλειό, παλιούς λύχνους, τηλεφωνικές συσκευές και κρητικά στιβάνια. Φτερά από παλιά πολεμικά αεροπλάνα, μεταξύ αυτών ενός Γιούγκερ, από το οποίο έπεσαν αλεξιπτωτιστές. Κράνοι, και διάφορα άλλα πολεμικά αντικείμενα. Μέχρι ρολόγια τοίχου αλλά και χειρός, αγαλματίδια, καθρεφτάκια και καπάκια εκείνης της εποχής. Κινηματογραφικές μηχανές των αρχών του 20ού αιώνα που λειτουργούν κανονικότατα. Φωτογραφικές μηχανές διαφόρων εποχών, αφίσες, φωτογραφίες από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Σχέδια ζωγράφων που έζησαν στην Κρήτη την εποχή του '60 και αποτύπωσαν στις ζωγραφιές τους πώς ήταν οι περιοχές της Κρήτης τότε. Αλλά και έργα του ζωγράφου Στέφανου Σακάτη, που απεικονίζουν την τοπική ζωή, όπως ο πίνακας στη φωτογραφία μας που αποτυπώνει σκηνή που διαδραματίστηκε σε καφενείο στο τέλος της Χανιώπορτας, με πραγματικές μορφές Ηρακλειωτών εκείνης της εποχής.
Επίσης, γραμμόφωνα, παλιά ηλεκτρικά σίδερα, αλλά και σίδερα που δούλευαν με κάρβουνα και πολλά φο μπιζού των χίπις της δεκαετίας του '70.
Το τελευταίο... σκάφανδρο
Σήμα κατατεθέν όμως του καταστήματος αποτελεί το τεράστιο σκάφανδρο που φιγουράρει στη βιτρίνα του, με το βλέμμα των περισσότερων να έχει σίγουρα πέσει επάνω του όταν τύχει να διασχίσουν την Αγίου Τίτου. Ένα κανονικό σκάφανδρο, το οποίο βρέθηκε στο Ηράκλειο και μέχρι τη δεκαετία του '70 το χρησιμοποιούσαν οι σφουγγαράδες και ύστερα για λιμενικές εργασίες.
«Είναι όντως το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού και δεν πωλείται», μας είπε ο κ. Βαγγέλης χαμογελαστά και περήφανα, επισημαίνοντας ότι μετά ανακαλύφθηκε η αυτόνομη κατάδυση από τον Κουστό και το σκάφανδρο εγκαταλείφθηκε.
Το κόσμημα της παλιάς Κρητικιάς
Τα γυναικεία όμως κυρίως βλέμματα τραβά το κόσμημα της παλιάς Κρητικιάς φτιαγμένο από αμπράκαμο. Ένα κόσμημα του οποίου η κατασκευή ήθελε φοβερή υπομονή, όπως σημειώνει ο κ. Βαγγέλης.
«Το κόλλημα κάθε κομματιού αμπράκαμου γινόταν με μια εξαιρετικά δύσκολη, απαιτητική και χρονοβόρα τεχνική, αφού χρειαζόταν η φλόγα από το κερί για να κολλήσει. Συγκεκριμένα, οι κατασκευαστές εκείνης της εποχής τοποθετούσαν ειδική κόλλα, κρατούσαν το κόσμημα, έβαζαν μπροστά ένα κερί και φυσούσαν το κάθε κομμάτι με καλαμάκι τοπικά για να γίνει η συγκόλληση. Και τώρα βγαίνουν κοσμήματα από αμπράκαμο, αλλά η αισθητική τους δεν έχει καμία σχέση με αυτή των παλιών», λέει ο κ. Κρασαγάκης περιγράφοντας την τεχνοτροπία που ακολουθούνταν εκείνη την εποχή και έκανε την κάθε δημιουργία ξεχωριστή και ιδιαίτερη.
Μετρημένα στα δάχτυλα τα παλαιοπωλεία
«Λόγω κρίσης όμως τα έπιπλα και τα μικροαντικείμενα δε συντηρούνται πια», τονίζει με παράπονο ο κ. Βαγγέλης. «Μόνο τα έργα τέχνης τυγχάνουν ακόμα μεγάλης προσοχής», προσθέτει. Ενώ στην ερώτησή μας αν λόγω κρίσης ο κόσμος ξεπουλάει παλιά αντικείμενα και οικογενειακά κειμήλια, που άλλοτε τα φυλούσε ως κόρη οφθαλμού, απαντά πως «σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο, διότι από τη μια τα αντικείμενα αυτά δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν εύκολα, και από την άλλη είναι δύσκολο και για τον παλαιοπώλη να τα πουλήσει μετά, καθότι οι εποχές έχουν αλλάξει και είναι λίγοι εκείνοι που ενδιαφέρονται να αγοράσουν παλιά αντικείμενα». Κι αυτό γιατί σταθεροί στο παλιό έχουν μείνει μόνο οι συλλέκτες και εκείνοι που θέλουν να έχουν κάποιο παλιό αντικείμενο για να τους ξυπνά αναμνήσεις.
«Η κακή ποιότητα τουρισμού που έχουμε τα τελευταία χρόνια εξαφάνισε τα πάντα. Έτσι το παλαιοπωλείο είναι δύσκολο να επιβιώσει. Παλαιότερα, τη δεκαετία του '70 θυμάμαι, ο τουρισμός που είχαμε και κυρίως οι Γερμανοί ενδιαφέρονταν πολύ για τα παλιά αντικείμενα και την ιστορία τους, και κυρίως για τις αγιογραφίες. Από το 1995 όμως όλα αυτά έσβησαν. Τώρα ο τουρισμός είναι φθηνός και κατευθυνόμενος. Δεν εκτιμούν τα παλιά είδη και την αγορά μας γενικότερα. Και σε αυτό φταίνε και τα κινέζικα που έχουν κατακλύσει τον κόσμο. Όλα τα παραδοσιακά κρητικά πράγματα, όπως τα μαχαίρια, τα υφαντά κ.λπ., φτιάχνονται εκεί και μετά πωλούνται πάμφθηνα.
Το παλαιοπωλείο παλιότερα προσέλκυε καλό κόσμο, που θυσίαζε χρήματα για να γεμίσει το σπίτι του με αντίκες και παλιά αντικείμενα ιστορικής και συναισθηματικής αξίας. Τώρα σηκώνεις τον τσολιά και βλέπεις από κάτω "made in China". Το κέντρο του Ηρακλείου παλιά ήταν γεμάτο παλαιοπωλεία. Τώρα έχουν πια μείνει ελάχιστα. Μετρημένα στα δάχτυλα», τονίζει ο κ. Βαγγέλης Κρασαγάκης, αναπολώντας τις εποχές που το επάγγελμά του ανθούσε.
Ωστόσο, ευτυχές γεγονός, ακόμα και αν τα πράγματα έχουν αλλάξει πάρα πολύ, αποτελεί, όπως καταλήγει, το γεγονός ότι πάντα σε κάθε γενιά θα υπάρχουν έστω και πέντε-δέκα άνθρωποι που θα σέβονται και θα εκτιμούν το παλιό. Την αξία και τη διαχρονικότητά του. Που θα προσπαθούν να το διατηρήσουν αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων. Και μαζί με αυτό τα ήθη, τις παραδόσεις αλλά και την ιστορία του τόπου προέλευσής του.