Σάββατο, 18 Ιανουαρίου 2020 στις 9 μ.μ. – 11:30 μ.μ. - Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου
«Ο Γιώργος είμαι. Γράμματα δεν ξέρω. Θα κάτσεις, ρε παλικάρι, να μου γράψεις ένα γράμμα στη μάνα; Ξέρεις εσύ: Υγείαν έχω και υγείαν δι’ εσέ ποθώ, μάνα μου…»
Με την ξενιτιά, τη δική μας και των άλλων, καταπιάνεται η νέα παράσταση της ομάδας «ΩΔΗ-πόρος» από το Ηράκλειο της Κρήτης, σε κείμενα της συγγραφέως Νίκης Τρουλλινού και σκηνοθεσία του ακούραστου Γιώργου Αντωνάκη. Σε καιρούς καθόλου ανύποπτους και με συνειρμούς απολύτως… ύποπτους για εκ προ μελέτης σύνδεση του χθες και του σήμερα αυτού του τόπου.
Με το προσφυγικό σε νέα έξαρση που, φευ, αυτή τη φορά δεν την προκάλεσε ο κακός ΣΥΡΙΖΑ αλλά οι γεωπολιτικές εξελίξεις, όπως μας είπε ο κ. Κουμουτσάκος, η παράσταση των Ηρακλειωτών μιλά με τα λόγια των ξενιτεμένων. Από τους εργάτες των ορυχείων του Βελγίου μέχρι τις νύφες που στέλνονταν προξενημένες μέσω… φωτογραφίας στην Αυστραλία και από τον συνδικαλιστή Λούη Τίκα (Ηλία Σπαντιδάκη από το Ρέθυμνο), που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες των μπράβων του Ροκφέλερ, μέχρι τους πολιτικούς πρόσφυγες στην Κόκκινη Πλατεία. Η ξενιτιά πέρασε στο αίμα αυτού του τόπου που έχει να το παινεύεται πως «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Ελληνα θα βρεις από κάτω», όπως λέει στην «Εφ.Συν.» αλλά και στο κείμενο η συγγραφέας Νίκη Τρουλλινού, που εξηγεί πως η παράσταση «είναι μια αναδρομή στην ιστορία της μετανάστευσης και της προσφυγιάς με όχημα τον λόγο και τη μουσική. Μια υπενθύμιση πως είμαστε λαός μεταναστών».
Και ξαφνικά, η ιστορία του Αμίρ στη σημερινή οδό Δαιδάλου, στο κέντρο του Ηρακλείου. Του αγοριού που ανεβαίνει φορτωμένο το κασόνι με πορτοκάλια. Με τα λόγια της συγγραφέως: «Κουρασμένο παιδί, μεταναστόπουλο. Και, θες γιατί γλίστρησε, θες γιατί η αντοχή κήρυξε παύση εργασιών, το κασόνι έφυγε, σκορπίσανε τα πορτοκάλια στον δρόμο, κι αυτό έμεινε να τα κοιτά: πορτοκάλια λαμπερά ενός γόνιμου βροχερού χειμώνα, έτρεχαν, κυλούσαν στην κατηφοριά, στις πλάκες έστριβαν και συναντούσαν τα πόδια των πεζών.
Ο χρόνος πάγωσε. Οι περαστικοί έβλεπαν τα πορτοκάλια στα πόδια τους…
Ο χρόνος ξεπάγωσε, άρχισαν όλοι να σκύβουν υπακούοντας, θαρρείς, σε μυστικό πρόσταγμα· γυναίκες, νέα παιδιά, με τα τζιν τους να δίνουν τόπο στο γαλάζιο, και το μικρό να του φωνάζει η μαμά: “τρέξε να πιάσουμε τα πορτοκάλια”.
Ανθρωποι δίπλωναν και ξεδίπλωναν τη μέση, σχηματίζουν μια τρυφερή αλυσίδα, χέρι-πορτοκάλι, πορτοκάλι-χέρι, αυτοσχεδιάζουν χαμόγελα, εφευρίσκουν ματιές, χαρτογραφούν αναπάντεχες συνευρέσεις, λαμπερά πορτοκάλια γραμμή για το κασόνι ένα – πέντε – δέκα. Και το παιδί, με το όνομα Αμίρ, ξαφνιασμένο, έτρεχε κι αυτό – τώρα ο δρόμος γελούσε στα μάτια μας, ίσως γιατί κοιταζόμαστε χωρίς τεθλασμένες. Ετσι που, ναι σας λέω, ο ημίθεος Δαίδαλος και ο γιος του Ικαρος, ξένοι κάποτε κι αυτοί, μάζεψαν τα τσακισμένα τους φτερά και πέταξαν πίσω, στον Χάνδακα, να μαζέψουν λαμπερά πορτοκάλια».
Στο Ηράκλειο, που όντως τους καλοδέχτηκε τους πρόσφυγες δυο χρόνια τώρα, που αρνήθηκε να στήσει οδοφράγματα όταν κατέβαιναν από τα πλοία και τα λεωφορεία, που παραμέρισε τις φωνές ξενοδόχων και άλλων χορτάτων ότι τάχα θα άλλαζαν τον πολιτισμό μας ή θα έφερναν αρρώστιες στα παιδιά μας, γιατί κι αυτά ακούστηκαν, και από επίσημα χείλη μάλιστα, στην πόλη.
Και προς το τέλος στη σκηνή η Μυρσίνη, κάπου εδώ δίπλα μας, στο σήμερα:
«Θα φύγω», το είχε ξεστομίσει στο τραπέζι καταμεσήμερο, «δεν έχω μέλλον εδώ, δεν το βλέπεις, πρέπει να φύγω», έκανε μπαλάκι τη χαρτοπετσέτα και την πέταξε καρφί στον καθρέφτη πίσω από την πλάτη του. Είχε στα μάτια της αδέσποτη βροχή και έσταζε θυμό από την άκρη των χειλιών της.
«Θα σου λείψει ο ήλιος, Μυρσίνη μου».
«Και τι θέλεις να κάνω, ρε πατέρα, να κωλοβαράω στις καφετέριες και να σου τρώγω τη σύνταξη επειδή θα μου λείψει ο ήλιος;»
Και η κόρη του έφυγε για τον Καναδά. Χιλιάδες παιδιά, αγόρια, κορίτσια, να φεύγουν και δώσ’ του να κουνάμε πάλι τα μαντίλια. Και, θεέ μου, τι ειρωνεία… Τι πόνος διπλός. Γιατί τώρα δεν φεύγουν αγράμματοι, φτωχοί, φερμένοι από τα χωριά και τις ξεχασμένες συνοικίες, τώρα πάνε με τα πτυχία τους. Και τι πτυχία! Και τι διπλώματα.
Ζωντανεύουν οι ξενιτιές, μία μία επί σκηνής. «Αχ… η ξενιτιά» ο τίτλος της παράστασης κι αν δεν φτάνουν τα λόγια για να τα πουν όλα, είναι εκεί τα τραγούδια που λένε τις μεγαλύτερες αλήθειες. Ο σταθμός του Μονάχου και η Φάμπρικα, ο Μέτοικος, η Ελισσώ κι ο Καφενές. Φεγγάρι μάγια μού ʹκανες και σαν απόκληρος γυρίζω. Ολα στη θέση τους και όσο πρέπει. Οσο χρειάζεται για να καταλάβεις. Χωρίς εκβιασμένο μελό, μόνο με τις αλήθειες τους. Και πίσω τους, στο πανί, αυθεντικά οπτικά ντοκουμέντα με εικόνες από τα πρώτα μεταναστευτικά κύματα του 1900 μέχρι τον… Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Η παράσταση έχει ανέβει ήδη έξι φορές στο Ηράκλειο, στη Σητεία, στον Αγιο Νικόλαο, στα Χανιά και στις Αρχάνες. Και με τη βοήθεια της Περιφέρειας Κρήτης ετοιμάζεται να ταξιδέψει εκτός συνόρων και να παρουσιαστεί, μεταξύ άλλων, και σε χώρους με ιδιαίτερους συμβολισμούς: στην πλατφόρμα 11 του σταθμού του Μονάχου (εκεί που έφτανε το Akropolis Εxpress) αλλά και στο ΜΙΤ της Βοστόνης (εκεί που ανθίζει η σημερινή «πτυχιούχος» ξενιτιά της Ελλάδας).
Info
Κείμενα: Νίκη Τρουλλινού. Σκηνοθεσία: Γιώργος Αντωνάκης.
Σκηνικά – κοστούμια: Αννα Χιλετζάκη. Επιμέλεια βίντεο: Δευκαλίων Μανιδάκης – Αλέξανδρος Κιαγιαδάκης.
Αφίσα: Χρυσόστομος Σπετσίδης (mosquito A&D).
Ερμηνεία κειμένων: Ανδριανή Κυλάφη. Τραγούδι: Γιώργος Κριτσωτάκης, Μαρία Ιερωνυμάκη.
Μουσικοί: Κώστας Σφακιανάκης (μπουζούκι), Ζαχάρης Δραμουντάνης (μπάσο, μουσική επιμέλεια), Αρης Κουτεντάκης (κιθάρα, μπαγλαμάς, τραγούδι), Αντώνης Νικολιδάκης (ακορντεόν, κλαρινέτο) και Γιάννης Κιαγιαδάκης (πιάνο, φυσαρμόνικα).
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 24.11.2019
Πηγή: dionellis.gr