Μέσα από τα μάτια μιας Αθηναίας μαθήτριας...
Ο φάρος των Χανίων αποτελεί ένα ιστορικό μνημείο, το οποίο πέρασε από γενιές κατακτητών και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η πόλη στο πέρασμα των χρόνων, στέκεται επιβλητικός και μεγαλοπρεπής, ως έμβλημα της πόλης του.
H αξία του δεν περιορίζεται μόνο σε ιστορικό επίπεδο, αλλά είναι και συναισθηματική, καθώς η αναβίωση της διαχρονικότητας και της μακραίωνης ιστορίας των Χανίων κάνει τους κατοίκους περήφανους για τη γενέτειρά τους.
Για τους ναυτικούς, ο φάρος αποτελεί αίσθημα ανακούφισης και ανάπαυσης, αφού σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του ταξιδιού και την επιβεβαίωση της άφιξης στον προορισμό τους. Το σίγουρο είναι ότι είναι ένα ιδιαίτερο μνημείο, του οποίου η σημασία και η ομορφιά θα μπορούσαν δίκαια να χαρακτηρίσουν ως «στολίδι της πόλης του».
Η ιστορία κατασκευής και εξέλιξης του φάρου ξεκινάει εκατοντάδες χρόνια πριν, έρχεται αντιμέτωπη με γενιές κατακτητών, εγκατάλειψη και φυσικές καταστροφές έως ότου να καταλήξει στη σημερινή του κατάσταση. Αρχικά κατασκευάστηκε από Ενετούς ως μέρος του δεύτερου λιμανιού των Χανίων το οποίο τότε κατασκεύαζαν. Στη συνέχεια, ο φάρος είχε να υποστεί την εγκατάλειψη και την έλλειψη συντήρησης, όταν το νησί βρέθηκε υπό τουρκική κυριαρχία. Η αξία του αναγνωρίστηκε ξανά από τους Αιγυπτίους οι οποίοι διεξήγαγαν μακράς διάρκειας εργασίες για την επισκευή και συντήρησή του. Η αρχιτεκτονική του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι δεδομένης της μακραίωνης ιστορίας του, είναι αυτονόητο ότι δέχθηκε ποικίλες επιρροές συνδυάζοντας στοιχεία από τις παραδοσιακές αρχιτεκτονικές των κατακτητών του νησιού και δημιουργώντας τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Η πρώτη σκέψη για την κατασκευή ενός δεύτερου λιμανιού στα Χανιά πέρα από αυτό της Σούδας, έγινε το 1302 από τον Ρέκτορα Marino Gradenigo. Ο τελευταίος, έχοντας παρατηρήσει την ανασφάλεια των κατοίκων της πόλης εξαιτίας εχθρικών επιδρομών και στοχεύοντας στην αποφυγή καταλήψεων της πόλης έθεσε το θέμα στην τότε κυβέρνηση, η οποία δέχτηκε την πρόταση. Παρόλα αυτά, οι εργασίες κατασκευής δεν ξεκίνησαν μέχρι το 1320, όταν τοπικοί φορείς εξέφρασαν αιτήματα για επισκευές. Κύριο πρόβλημα που τους απασχολούσε ήταν το γεγονός ότι η πόλη ήταν ευπρόσβλητη στους βορείους ανέμους, οι οποίοι δημιουργούσαν προβλήματα και καταστροφές στους κατοίκους, καθώς και ότι η ανατολική πλευρά υπέφερε από τις προσχώσεις που δημιουργούσαν τα νερά της βροχής και των υπονόμων. Αρχικά, κατασκευάστηκε ένας λιμενοβραχίονας με άνοιγμα, με σκοπό την ανανέωση των νερών. Μετά την επανάσταση του Αγίου Τίτου το 1363, οι εργασίες για την κατασκευή λιμανιού εγκαταλείφθηκαν και οι ανάγκες της περιοχής καλύπτονταν μέσω του λιμανιού του Ηρακλείου.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το θέμα κατασκευής ενός λιμανιού επανήλθε στο προσκήνιο και το 1551 πραγματοποιήθηκε εμβάθυνση του λιμενοβραχίονα και βελτίωση του ανοίγματος για την ανανέωση των νερών. Στη συνέχεια, περίπου το 1595-1601, οι Ενετοί, οι οποίοι είχαν καταλάβει τότε τα Χανιά, κατασκεύασαν ένα φάρο τον οποίο θεμελίωσαν στο φυσικό βράχο που ήδη υπήρχε σε εκείνο το σημείο.
Η ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Τα χρόνια που ακολούθησαν η πόλη των Χανίων βρέθηκε κάτω από τουρκική κυριαρχία. Συγκεκριμένα, η προσπάθεια κατάκτησης ξεκίνησε το 1645, και όταν είχε πλέον ολοκληρωθεί εντελώς, το 1669, οι νέοι κατακτητές δεν έδειξαν ενδιαφέρον για τη συντήρηση του λιμανιού αφήνοντάς το σε πλήρη εγκατάλειψη. Η εγκατάλειψη αυτή οδήγησε στην καταστροφή πολλών μερών του λιμανιού εξαιτίας των καιρικών συνθηκών και της απουσίας συντήρησης. Μάλιστα, το 18ο αιώνα, ο φάρος που είχε κατασκευαστεί νωρίτερα από τους Ενετούς καταστράφηκε σε σφοδρή καταιγίδα.
Όσο οι Τούρκοι παρέμεναν κύριοι του νησιού, τόσο το λιμάνι παρέμενε εγκαταλελειμμένο. Με την παραχώρηση της Κρήτης στον Αιγύπτιο Μεχμέτ Αλή (1830-1840) αναγνωρίζεται η αξία του λιμανιού και πόσο θα μπορούσε να συνεισφέρει στην ενίσχυση της οικονομίας του τόπου. Έχοντας συνειδητοποιήσει αυτό, οι Αιγύπτιοι ξεκινούν διαδικασίες επισκευής και ανακατασκευής του λιμανιού. Κατασκεύασαν τον πρόβολο, ο οποίος αποτελεί τον πύργο πάνω στον οποίο στέκεται ο φάρος μέχρι και σήμερα, και τον στήριξαν πάνω στην ενετική τραπεζοειδή βάση πάνω στο φυσικό βράχο.
Ο πύργος του κτίσματος αποτελείται από τρία τμήματα διαφορετικής διατομής. Το τμήμα της βάσης με οκτάγωνο σχήμα, το μεσαίο τμήμα με δεκαεξαγώνιο σχήμα και το πάνω τμήμα με κυκλικό σχήμα. Η αρχιτεκτονική του είναι ένας συγκερασμός οθωμανικών, νεοκλασικών και παλαιότερων βενετσιάνικων στοιχείων από την τοπική παράδοση. Επειδή τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία μοιάζουν με αυτά των μιναρέδων, ο φάρος δεν κατατάσσεται σε κάποιον από τους τυποποιημένους τύπους των φάρων, οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν μόνο τον πύργο, όπως αυτός των Χανίων, αλλά και κατοικία του φαροφύλακα (ωστόσο στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευάστηκε στη βάση προσαρμοσμένη κατοικία αλλά κατεδαφίστηκε το 1967).
Ο φάρος λειτουργούσε με σύγχρονο για την εποχή του σύστημα φωτισμού. Το 1864 περιήλθε στη δικαιοδοσία της Γαλλικής Εταιρείας Οθωμανικών Φάρων και λειτούργησε με φωτιστικό μηχάνημα.
Στο τέλος της Τουρκικής κατοχής κατασκευάστηκε η σκάλα στην είσοδο του φάρου.
ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Στις αρχές του 20ου αιώνα ζώστηκε το πάνω τμήμα του με σιδερένιες ρέλες, γιατί άρχισε να γέρνει.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, επειδή το μνημείο παρουσίασε επικίνδυνη κλίση, υπέστη εσωτερική επένδυση από σίδερα και μπετόν, για αυτό το λόγο η σκάλα της ανόδου στένεψε πολύ.
Έπειτα από αυτή τη μακρά πορεία του στο πέρασμα των χρόνων, ο φάρος έχει φτάσει στη σημερινή του κατάσταση, όπου στέκεται με επιβλητικότητα στο Παλιό Λιμάνι των Χανίων αντιπροσωπεύοντας την πόλη του μεγαλοπρεπώς.
*Η Άννα Μπούτου, είναι μαθήτρια του Πρότυπου Βαρβακείου Γυμνασίου