Από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, το ποδόσφαιρο ήταν στη Βραζιλία ένα άθλημα για την άσπρη, κοινωνική ελίτ. Οι Μαύροι ποδοσφαιριστές που ήθελαν να παίξουν σε έναν επίσημο αγώνα, έβαφαν το σώμα τους με άσπρη μπογιά.
Μόνο τη δεκαετία του 50 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, όταν ο θρυλικός Γκαρίντσα, ένας μαύρος βιρτουόζος της μπάλας που θεωρείται πρόδρομος του Πελέ, άρχισε να οδηγεί την εθνική Βραζιλίας σε διεθνείς επιτυχίες. Ο βετεράνος Γκαρίντσα και ο 17άρης Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο, το πραγματικό όνομα του Πελέ, βρέθηκαν να κατακτούν μαζί το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο για τη χώρα τους, το 1958.
Η επιτυχία τους ήταν η αρχή του τέλους για τις φυλετικές διακρίσεις στη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, με τον επόμενο σταθμό να ανήκει αποκλειστικά στον Πελέ: ήταν ο πρώτος έγχρωμος που ορκίστηκε υπουργός στην ιστορία της Βραζιλίας, στην κυβέρνηση του Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο το 1995.
Μέχρι να φτάσει ως εκεί, ο Πελέ είχε γνωρίσει την ακραία φτώχεια που βασάνιζε τη μεγάλη πλειοψηφία των Μαύρων της χώρας. Στην αυτοβιογραφία του διηγείται τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν εφτά άτομα σε δύο δωμάτια:
«Η οροφή ήταν γεμάτη τρύπες, όπως ένα σουρωτήρι, αλλά σε αντίθεση με ένα σουρωτήρι, για κάποιο λόγο, δεν άφησε ποτέ το νερό να στάξει δύο φορές στη σειρά στο ίδιο μέρος, έτσι ώστε να μην είμαστε ποτέ σίγουροι ότι θα τραβήξουμε το στρώμα μας στο σωστό σημείο για μια σχετικά ξηρή νύχτα…
Αλλά η φτώχεια, δεν ήταν αυτή η στέγη.. Η φτώχεια επίσης δεν συνίστατο στο να φοράς ρούχα που σπάνια σου ταιριάζουν ή να μην έχεις παπούτσια ή να κοιμάσαι όλες τις κρύες νύχτες στη μικροσκοπική κουζίνα, σφιχτά γύρω από τη σόμπα ξύλου, προσπαθώντας να μην κοιμόμαστε ο ένας πάνω στο άλλο αλλά κοντά για να ζεσταινόμαστε..
Όχι. Η φτώχεια σήμαινε να αναρωτιόμαστε τι θα συνέβαινε αν δεν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε τα χρήματα για καυσόξυλα. Η φτώχεια σημαίνει να μισείς κάθε κομμάτι ξύλου που εξαφανίστηκε στο πεινασμένο στόμα της σόμπας, αλλά να είσαι αναγκασμένος να την ταΐσεις ούτως ή άλλως. Εν ολίγοις, η φτώχεια σου στερεί τον αυτοσεβασμό και την αυτοπεποίθηση. Η φτώχεια είναι φόβος. Όχι ο φόβος του θανάτου, ο οποίος, όντας αναπόφευκτος, είναι λογικός. Είναι ο φόβος της ζωής».
Αυτόν τον φόβο της ζωής τον παρακίνησε να ξεπεράσει ο ίδιος ο πατέρας του ο Ντοντίνιο, ποδοσφαιριστής μιας ομάδας της Δ κατηγορίας, όταν ο 15χρονος Πελέ είχε δεχθεί την πρόταση να μετακομίσει στο Σάο Πάολο για να παίξει στη θρυλική Σάντος. Παρά τις αντιρρήσεις τις μητέρας του, που θεωρεί ότι είναι πολύ μικρός για να φύγει από το σπίτι, ο Ντοντίνιο, θα του πει: «άδραξε τις ευκαιρίες, όταν παρουσιάζονται. Μην καταλήξεις σαν τον πατέρα σου».
Αν το ξεπέρασμα των ρατσιστικών εμποδίων είναι η μία ιστορική αλλαγή που προκάλεσε ο Πελέ, η άλλη είναι η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου, η μετατροπή του σε ένα παγκόσμιο θέαμα. Μέχρι τότε, το ποδόσφαιρο παίζεται σε κάθε χώρα ξεχωριστά και παραμένει εθνική υπόθεση, οι παίκτες σπάνια φεύγουν από τη χώρα τους για να παίξουν σε μία άλλη.
Το 1960, με τον Πελέ ως κράχτη -κάτι σαν τον Γιάννη Αντετοκούμπο σήμερα αλλά για το πιο δημοφιλές άθλημα στον πλανήτη- η Σάντος ξεκινάει παγκόσμιες τουρνέ. Στη Μαύρη Αφρική οι θεατές κατακλύζουν τα γήπεδα μια μέρα πριν την έναρξη του αγώνα για να δουν τον Θεό που έχει το ίδιο χρώμα.
Στην Αφρική το ποδόσφαιρο διαδόθηκε χάρις στον Πελέ, που στο βιβλίο του περιγράφει την ξέφρενη περιοδεία της ομάδας και στην Ευρώπη: «Έπρεπε να παίζουμε σχεδόν κάθε μέρα και σε διαφορετικές χώρες. Mε την εθνική ομάδα της Βουλγαρίας δύο συνεχόμενες ημέρες Στη συνέχεια, μετά από ένα ταξίδι μιας ημέρας, τρεις αγώνες σε τρεις βελγικές πόλεις σε τρεις ημέρες ...
Προλαβαίναμε μόνο να παίξουμε, να φάμε, να κοιμηθούμε, να πιάσουμε ένα τρένο, από όπου μερικές φορές έπρεπε να κατεβούμε στη μέση της νύχτας κατά τη διάρκεια των δύο λεπτών που σταματούσε σε ένα σταθμό, σκοντάφτοντας στην πλατφόρμα μιας ξένης πόλης, μισό ξύπνιοι, με τις αποσκευές μας στο ένα χέρι και πολύ συχνά με το παντελόνι μας στο άλλο, κάτω από το ανυπόμονο βλέμμα του οδηγού που περίμενε αυτούς τους ξένους που δεν μιλούσαν γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά να κατέβουν. Έμενε να βρεθούν έξι ταξί για λίγες ώρες ξεκούρασης σε ένα ξενοδοχείο, πριν κατέβουμε στο γκαζόν για να παίξουμε ξανά και ξανά ».
Κάπως έτσι το 1961 στην Αθήνα, αφού είχαν προηγηθεί δύο ακόμη παιχνίδια της Σάντος στην Ελλάδα, κόντρα σε ΑΕΚ και Παναθηναϊκό, όταν οι δύο ελληνικές ομάδες νικήθηκαν με 3-0 και 3-2 αντίστοιχα, ακολούθησε το ξακουστό παιχνίδι, στο οποίο η βραζιλιάνικη ομάδα «υποκλίθηκε» στον Ολυμπιακό με σκορ 3-1.
Απόστολος της παγκοσμιοποίησης, ο Πελέ - στον οποίο η στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας θα απαγορεύσει για ένα διάστημα να παίξει στο εξωτερικό με το επιχείρημα ότι επρόκειτο για «εθνικό θησαυρό»- θα είναι και ο πρώτος που θα λανσάρει τη διαφήμιση των ποδοσφαιριστών σε συνεργασία με διεθνείς εταιρείες. Και αυτός που θα τελειώσει την καριέρα του παίζοντας σε ανούσια πρωταθλήματα, όπως των ΗΠΑ το 1977, απλώς για τα χρήματα. «Αδραξε τις ευκαιρίες, όταν παρουσιάζονται », του είχε πει ο πατέρας του.
Ιδίως στη Λατινική Αμερική, όπου η στρογγυλή θεά λατρεύεται όσο πουθενά αλλού στον κόσμο, κάθε ποδοσφαιρόφιλος που σέβεται τον εαυτό του επιχειρηματολογεί για τον αν ο Πελέ ή ο Μαραντόνα υπήρξε ο καλύτερος παίκτης. Αν το καλύτερο γκολ του Πελέ, το 1959 εναντίον της Esporte Clube Juventude (βίντεο στο τέλος), είναι της ίδιας αξίας με αυτό του Μαραντόνα το 1986, όταν η Αργεντινή πήρε τη ρεβανς από τους Αγγλους, για την ήττα της Αργεντινής στον πόλεμο των Φώκλαντς.
Το βέβαιο είναι ότι τον Νοέμβριο του 2020, την ημέρα του θανάτου του Ντιέγκο Μαραντόνα, ο Πελέ έγραψε: «τι θλιβερό νέο. Έχασα έναν μεγάλο φίλο και ο κόσμος έχασε έναν θρύλο. Υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα να πω, αλλά προς το παρόν, ο Θεός ας δώσει δύναμη στην οικογένειά του. Μια μέρα, ελπίζω να παίξουμε μαζί στον ουρανό».
Πηγή: tvxs.gr