Έχω σταματήσει εδώ και αρκετά χρόνια να παρακολουθώ μια διοργάνωση όπου κάποτε οι φτωχοί, οι μελαψοί, οι παρακατιανοί, έστεκαν ως ίσοι προς ίσους απέναντι στους χορτάτους, τους «Άριους», τους ισχυρούς, και που τις περισσότερες φορές τους ανάγκαζαν να φεύγουν ταπεινωμένοι από το χορταρένιο παραλληλόγραμμο με τις χορευτικές φιγούρες τους. Σήμερα το Μουντιάλ δεν είναι αυτό που μόλις περιέγραψα, αλλά ένα τουρνουά όπου αντί να αγωνίζονται οι διάφορες ποδοσφαιρικές σχολές, αγωνίζονται οι πολυεθνικές, οι σπόνσορες, η Mastercard εναντίον της Visa.
Κάποτε παρακολουθούσα το Μουντιάλ κι αν με ρωτήσεις τι θυμάμαι από όσα έχω δει, θα σου απαντήσω τη Βραζιλία του 1982: αυτό το σύνολο από χορευτές μπαλέτου που τους έβαλαν μέσα στο γήπεδο κι αυτοί, χωρίς να νοιάζονται για τίποτε άλλο παρά μόνο να χορέψουν, μάγεψαν με τις κινήσεις τους ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτοί, που στο τέλος υπέκυψαν, θύματα της δύναμης και της τακτικής, δίχως να κατακτήσουν τίποτα. Κατέκτησαν όμως καρδιές κι αυτό τους έκανε να είναι οι πραγματικοί νικητές εκείνου του Μουντιάλ.
Ανάμεσα σ’ αυτό το σύνολο χορευτών βρισκόταν ένα ψηλός, όμορφος, μελαχρινός παίκτης με μακρύ μαλλί και μούσι. Ένας παίκτης που έμοιαζε περισσότερο σαν ένοπλος αντάρτης σε κάποια ζούγκλα της Λατινικής Αμερικής, σαν ένας επαναστάτης σε κάποιο οδόφραγμα του Παρισιού το 1968, σαν ένας έκπτωτος άγγελος που διάλεξε τη πλευρά των φτωχών και των καταφρονεμένων, παρά σαν ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που η κάθε του πάσα μετατρεπόταν σε μηδενικό, το οποίο αύξανε έναν τραπεζικό λογαριασμό. Γι’ αυτόν θα σας μιλήσω, τον έλεγαν Μπραζιλέιρο Σαμπάιο ντε Σόουζα Βιέιρα ντε Ολιβέιρα και το μικρό του όνομα, αυτό που τον έκανε παγκόσμια γνωστό, ήταν Σόκρατες.
Γεννημένος το 1954 στο Μπελέμ, την πρωτεύουσα της επαρχίας Παρά στη Βόρεια Βραζιλία, δίπλα στις όχθες του Αμαζονίου, ο Σόκρατες ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας πάμφτωχης οικογένειας. Ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής που συν τοις άλλοις ήταν απόφοιτος της Ιατρικής και μάλιστα με διδακτορικό. Ξεκίνησε την καριέρα του στην Μποταφόγκο πριν μεταγραφεί στην Κορίνθιανς, ενώ και αργότερα θα έπαιζε για ένα χρόνο στο ιταλικό καμπιονάτο με τα χρώματα της Φιορεντίνα. Για το σύντομο πέρασμά του από την Ευρώπη είχε πει: «Ο τρόπος ζωής δεν μου ταίριαζε. Ήμουν για ένα χρόνο στη Φιορεντίνα και κάποιες φορές δεν ήθελα να προπονηθώ. Ήθελα να βρίσκομαι με φίλους, να κάνω πάρτι και να καπνίζω. Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στην ζωή πέρα απ’ το ποδόσφαιρο».
Θα επιστρέψει στη Βραζιλία για να κλείσει την καριέρα του αγωνιζόμενος διαδοχικά στην Φλαμένγκο, τη Σάντος και τη Μποταφόγκο, ολοκληρώνοντας την παρουσία του ως παίκτης σε επίσημους αγώνες σε ηλικία πενήντα ετών. Αγωνίστηκε εξήντα φορές με τη φανέλα της Εθνική Βραζιλίας πετυχαίνοντας είκοσι δυο τέρματα. Αγωνιζόμενος στη μεσαία γραμμή και παρά το ύψος του (1.93), ήταν ταχύς και σπουδαίος «τεχνίτης» με την μπάλα παίζοντας και με τα δύο πόδια, έχοντας άριστη αντίληψη του χώρου, ένας καταπληκτικός πασαδόρος και σπεσιαλίστας στην εκτέλεση των πέναλτι. Οι απόψεις και οι πράξεις του όμως ξέφευγαν από το στενό τομέα του αθλητισμού καθιστώντας τον ίσως την πιο ενδιαφέρουσα ποδοσφαιρική προσωπικότητα. Αν η υποσημείωση του Πελέ είναι οι τραπεζικοί λογαριασμοί του, αν ο αστερίσκος του Γκαρίντσα είναι η άσωτη ζωή του, ο Σόκρατες, όταν δεν μνημονεύονται τα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα, πρωταγωνιστεί σε ιστορίες κοινωνικών αγώνων με επίκεντρο δυο αγαπημένες του λέξεις: άμεση δημοκρατία. Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουν τον Σόκρατες σαν ένα φοβερό δεκάρι, μια αθλητική ιδιοφυΐα που διέπρεψε σε έναν τομέα όπου ο αυτοματισμός, η μη-σκέψη, η αυστηρή τήρηση της ιεραρχίας και των εντολών θεωρούνται εν γένει επιβεβλημένα, ακόμα περισσότερο και από τον στρατό. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι τη διετία 1982-1984 (δηλαδή κατά την διάρκεια της δικτατορίας), ο Σόκρατες, ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο –που σε κάθε του γκολ συνήθιζε να πανηγυρίζει υψώνοντας χαρακτηριστικά τη γροθιά του στον ουρανό σε έναν επαναστατικό χαιρετισμό προς τους φιλάθλους– πρωτοστάτησε μαζί με τους συμπαίκτες του στην Κορίνθιανς στην ίδρυση της Democracia Corinthiana. Και ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν τί ήταν αυτή. Γιατί, καθώς ακόμα και σήμερα η δημιουργία και η λειτουργία μιας αμεσοδημοκρατικά αυτοδιαχειριζόμενης ποδοσφαιρικής ομάδας θεωρείται κάτι το εξωφρενικό, σκεφτείτε πώς θα μπορούσε να υπάρξει υπό το καθεστώς μιας στυγνής δικτατορίας και μάλιστα λατινοαμερικάνικου τύπου.
Ποδόσφαιρο και αυτοδιαχείριση: η Democracia Corinthiana
Στα πέντε περίπου χρόνια που έπαιξε με την Κορίνθιανς (Sport Club Corinthians Paulista η πλήρης της ονομασία), την ομάδα της εργατιάς στο Σάο Πάουλο, ένα αθλητικό σωματείο που ιδρύθηκε το 1910 από μία ομάδα μεταναστών εργατών, πρόλαβε να αγωνιστεί σε περίπου τριακόσια παιχνίδια και να σκοράρει γύρω στις διακόσιες φορές. Κανένα όμως από τα τρία πολιτειακά πρωταθλήματα τα οποία κατέκτησε με την ομάδα του (1979, 1982, 1983), δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Democracia Corinthiana (Δημοκρατία της Κορίνθιανς), μια δική του πρωτοβουλία.
Η Βραζιλία βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς το οποίο τελούσε υπό κατάρρευση. Οι κοινωνικές εξεγέρσεις έβρισκαν ολοένα και πιο γόνιμο έδαφος και οι έντονα πολιτικοποιημένοι Σόκρατες και Βλάντιμιρ, μαζί με τους Βάλτερ Κασαγκράντε και Ζένον, εκμεταλλεύθηκαν τις διοικητικές ζυμώσεις στην Κορίνθιανς, προκειμένου να συγκροτήσουν ένα ιδεολογικό κίνημα. Ο σύλλογος είχε διανύσει μία άσχημη πορεία στο πρωτάθλημα του 1981 και τον Απρίλιο του 1982 διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη του προέδρου της ομάδας. Ο Βισέντε Ματέους παρέδωσε τη «σκυτάλη» στον Βάλντεμαρ Πίρες, ο οποίος προσέλαβε στη θέση αθλητικού διευθυντή τον κοινωνιολόγο Αντίλσον Μοντέιρο Άλβες. Με αυτό το υπόβαθρο της αριστερής βάσης των φιλάθλων και της φιλελεύθερης διοίκησης, ο Σόκρατες και οι συμπαίκτες του θέσπισαν ένα διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης του συλλόγου, ένα σύστημα που εξέλειπε από τη βραζιλιάνικη κοινωνία, ένα αμεσοδημοκρατικό σύστημα. Οι παίκτες αποφάσιζαν μεταξύ τους πλειοψηφικά για τα πάντα. Συζητούσαν και ψήφιζαν αμεσοδημοκρατικά για τη μέθοδο της προπόνησης, το σύστημα του παιχνιδιού, τη διαχείριση των χρημάτων και για όλα τα υπόλοιπα.
“Η βασική θέση της Democracia Corinthiana προέβλεπε ψηφοφορία για κάθε απόφαση, ανεξαρτήτως σημασίας. Από την ώρα του γεύματος μέχρι την πρόσληψη ή την απόλυση κάποιου ανθρώπου, απαιτείτο η διαδικασία της ψηφοφορίας όπου συμμετείχαν απαράβατα όλοι οι εργαζόμενοι στο σύλλογο και κάθε ψήφος είχε την ίδια βαρύτητα (από τον «εξωφυλαρούχο» μέχρι τον πρόεδρο)”, όπως ανέφερε ο ίδιος ο Σόκρατες στον Άλεξ Μπέλος, συγγραφέα του βιβλίου Futebol. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό περιστατικό το οποίο θεωρούσε ότι αναδείκνυε σε μέγιστο βαθμό τον αυταρχισμό των διοικήσεων, ήταν το πού θα κατέλυε η αποστολή της ομάδας πριν από τα παιχνίδια: «Οι συγκεντρώσεις ταπεινώνουν τους ανθρώπους. Είναι σαν να λες ‘δεν αξίζεις τίποτα, είσαι ανεύθυνος, πρέπει να σε έχω υπό επιτήρηση’. Είναι ηλίθιο. Όσο πιο καλά είσαι, τόσο καλύτερα αγωνίζεσαι», είχε δηλώσει προς τη διοίκηση του συλλόγου. Προέτρεψε τους συμπαίχτες του να αποφασίζουν οι ίδιοι αν θέλουν να καταλύουν σε ξενοδοχείο πριν τους αγώνες, πράγμα που το πέτυχαν. Δεν έμειναν όμως μόνο σε αυτό. Οι ποδοσφαιριστές τύπωναν μηνύματα και δημοκρατικές προτροπές αντί για χορηγούς στις φανέλες τους, σε μία περίοδο κατά την οποία ακόμα και το άκουσμα της λέξης «δημοκρατία» εγκυμονούσε κινδύνους, ενώ κάποιες φορές τα νούμερα και τα γράμματα στις φανέλες τους ήταν τυπωμένα ανάποδα. Μιλώντας για τον εαυτό του και το πώς πολιτικοποιήθηκε, ο Σόκρατες είχε πει: «Το 1964 πραγματοποιήθηκε ένα πραξικόπημα. Ήμουν δέκα ετών και θυμάμαι τον πατέρα μου να καίει ένα βιβλίο για τους Μπολσεβίκους που είχε στο σπίτι μας, από φόβο μήπως το ανακαλύψουν. Αυτό το γεγονός φούντωσε μέσα μου το ενδιαφέρον μου για την πολιτική. Το ποδόσφαιρο προέκυψε τυχαία. Ήμουν ένα παιδί της δικτατορίας. Πάντα το βλέμμα μου ήταν στραμμένο στις κοινωνικές αδικίες της χώρας και είχα συναδέλφους και συμφοιτητές που έπρεπε να κρύβονται ή να διαφεύγουν στο εξωτερικό. Απλώς, εγώ έτυχε να είμαι καλός στο ποδόσφαιρο».
Όσο για την αιτία που προχώρησε μαζί με τους υπόλοιπους παίκτες σε αυτό το κίνημα μέσω της Κορίνθιανς: «Οι σύλλογοι επιθυμούσαν ολοκληρωτικό έλεγχο ενώ εμείς αισθανόμασταν ότι θα έπρεπε να συμβουλεύονται τους ποδοσφαιριστές και να μην τους συμπεριφέρονται σαν να είναι παιδιά. Δεν αντιδράσαμε μόνο στα απλά προβλήματα, αντιδράσαμε στην ευρύτερη πολιτική εικόνα». Το 1982 η “Timão” [κοινώς «Ομαδάρα», το παρατσούκλι της Corinthians] κατακτά το [πολιτειακό] πρωτάθλημα “Παουλίστα”, με τους ποδοσφαιριστές στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν να φορούν φανέλα με τη λέξη ‘Δημοκρατία’ στην πλάτη. «Ίσως ήταν η πιο τέλεια στιγμή που έχω βιώσει. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο ισχύει για το 95% των συμπαικτών μου. Ήταν η σπουδαιότερη ομάδα που έχω αγωνιστεί ποτέ, επειδή επρόκειτο για κάτι περισσότερο από ποδόσφαιρο. Οι πολιτικές νίκες μου είναι πιο σημαντικές από αυτές ως επαγγελματίας παίκτης. Ένα παιχνίδι τελειώνει σε ενενήντα λεπτά αλλά η ζωή συνεχίζεται».
Οι πιέσεις του φασιστικού στρατιωτικού καθεστώτος ωστόσο ήταν ανυπόφορες. Ο ταξίαρχος Ζερόνιμο Μπάστος αντιλήφθηκε τη δυναμική του κινήματος και προειδοποίησε το σύλλογο ότι ξέφευγε από τα όρια του αθλητικού του ρόλου, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Σε αγωνιστικό επίπεδο όμως, η περίοδος 1982-1984, όταν παντού ηχούσε το σλόγκαν «νίκη ή ήττα αλλά πάντα δημοκρατικά», η Κορίνθιανς γνώρισε «άνθιση» και έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του εθνικού πρωταθλήματος την πρώτη σεζόν, ενώ κατέκτησε τον πολιτειακό τίτλο το 1982 και το 1983. Σε αυτό το διάστημα μάλιστα αποπλήρωσε όλα τα χρέη της και δημιούργησε αποθεματικό. Μέσα σε δύο χρόνια όμως οι παράγοντες που είχαν εκδιωχθεί ξαναπήραν τα ηνία και σταμάτησαν τα πάντα. Όσο όμως διήρκεσε η αυτοδιαχείριση του συλλόγου από τους ανθρώπους του, η Κορίνθιανς πρόσφερε το πιο τολμηρό και φαντασμαγορικό ποδόσφαιρο σε όλη τη χώρα, συγκέντρωσε το μεγαλύτερο πλήθος στα γήπεδα και κατέκτησε δύο φορές το πρωτάθλημα.
«Το να κερδίσεις δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Το ποδόσφαιρο είναι μία τέχνη και πρέπει να είσαι δημιουργικός».
Ο Σόκρατες εξακολούθησε να ασχολείται με τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών και όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, σε σημείο μάλιστα να προκαλεί ανησυχία στο αριστερό εργατικό κόμμα της Βραζιλίας, το οποίο δεν ήθελε να αποδεχθεί τους ποδοσφαιριστές ως εργαζομένους και όχι μόνο ως αθλητές. Ανέκαθεν ένας πολιτικός ακτιβιστής, συμμετείχε σε καμπάνιες υπέρ των ελεύθερων προεδρικών εκλογών την εποχή της δικτατορίας, έδινε το «παρών» σε δημοσίους διαλόγους, ενώ αργότερα επέκρινε τα κακώς κείμενα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ήρθε σε σύγκρουση με το «σοσιαλισμό» του μεταδικτατορικού προέδρου Λούλα: «Αγωνιστήκαμε για να αντικαταστήσουμε το σκοτάδι της δικτατορίας με το φως της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και δεν αντέχω να βλέπω όλα τούτα τα κοινωνικά και οικολογικά εγκλήματα». Δεν κατέβηκε στον στίβο της πολιτικής και η απάντησή του σε όσους τον παρότρυναν ήταν: «Είμαι ήδη πολιτικοποιημένος». Από την εποχή ακόμα που ήταν ποδοσφαιριστής πήγαινε στην Αμαζονία και βοηθούσε τους Ινδιάνους, ενώ αγωνίστηκε ενάντια στην καταστροφή του δάσους του: «Η φύση δεν μπορεί να γίνει σπέκουλα κανενός αριστερού αριβίστα ούτε κτήμα οποιουδήποτε αδηφάγου γαιοκτήμονα». Σημαντική ίσως είναι και η δήλωσή του, ένα φτύσιμο στα μούτρα κάθε πατριώτη: «Δε μου αρέσει αυτή η Βραζιλία που έρχεται να αντικαταστήσει τους Γιάνκηδες στη Νότιο Αμερική». Απέρριψε επίσης την πρόταση να γίνει πρέσβης του ποδοσφαίρου όπως ο Πελέ, επειδή τον απωθούσε «η εμπορευματοποίηση και όλες αυτές οι αηδίες». Στην ζωή του όμως είχε δυο ακόμα δυνατές αγάπες εκτός από την μπάλα: τον καπνό και το αλκοόλ. «Είμαι αυτός που είμαι. Καπνίζω από τα δεκατρία μου. Μόνο ένα φιλοσοφικό θέμα υπάρχει για εμένα. Γιατί να υποκριθώ ότι είμαι κάτι που δεν είμαι; Ναι, καπνίζω. Θα πεθάνω από καρκίνο του πνεύμονα ή από εμφύσημα», εξομολογήθηκε σε μία από τις συνεντεύξεις του, αποκαλύπτοντας ότι κάπνιζε δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα, ακόμα και τον καιρό που αγωνιζόταν στο υψηλότερο επίπεδο. Όσο για το ποτό, δεν δυσκολευόταν να παραδεχθεί ότι ήταν αλκοολικός και το έδειχνε σε κάθε περίσταση. Το 2001 κατέπληξε την Κίρστι Λανγκ, την απεσταλμένη του BBC στη Βραζιλία, με την ποσότητα μπύρας που μπορούσε να καταναλώσει μέσα σε μία βραδιά. Όταν συναντήθηκαν σε ένα μπαρ του Ριμπεϊράο Πρέτο, μολονότι πιωμένος, ήταν αρκετά νηφάλιος ώστε να εκφέρει ορισμένες ριζοσπαστικές απόψεις. «Νομίζω ότι ο ομοσπονδιακός προπονητής πρέπει να εκλέγεται από τον λαό. Πρέπει να εκδημοκρατίσουμε το ποδόσφαιρο και όταν το κάνουμε τότε θα εκδημοκρατίσουμε και τη Βραζιλία. Αυτό που χρειάζεται είναι μία επανάσταση στο ποδόσφαιρο και για να συμβεί αυτό πρέπει το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο να υποστεί μια καταστροφή», της είπε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του, λέγοντας: «Στην υγειά της επανάστασης!»
Τα ξημερώματα της 4 Δεκεμβρίου του 2011, μία Κυριακή όπου και πάλι η ομάδα του χρειαζόταν μία ισοπαλία για να πανηγυρίσει το πρωτάθλημα, ο Σόκρατες διακομίστηκε εσπευσμένα στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου «Άλμπερτ Άινσταϊν». Αιτία δεν ήταν η κατανάλωση αλκοόλ αλλά μια τροφική δηλητηρίαση που είχε υποστεί. Ο εξουθενωμένος οργανισμός του δεν κατάφερε να ξεπεράσει ήπια την κρίση με αποτέλεσμα να ξαναβρεθεί στο κρεβάτι του νοσοκομείου, αυτή τη φορά με μηχανική υποστήριξη. Λίγες ώρες πριν η Κορίνθιανς είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα και οι φίλαθλοί της φώναζαν «Οbrigado» (Σε ευχαριστούμε!) στο σπουδαιότερο παίκτη που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της ομάδας τους.
Ο Σόκρατες εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο στις 4 Δεκεμβρίου 2011. Έμεινε όμως για πάντα στην μνήμη αυτών που έχουν το κακό συνήθειο να μην ξεχνούν την ομορφιά, όσο κι αν η λήθη του χρόνου προσπαθεί να την ξεθωριάσει.
Γράφει ο Αντώνης Ζήβας | Αναδημοσίευση από το merlin’s music box.
Πηγή: toperiodiko.gr