«Τον Αύγουστο του 1947 με κάλεσαν στο κέντρο βασικής εκπαιδεύσεως. Παρουσιάστηκα. Είχε δοθεί τότε η εντολή από το κόμμα όλοι οι νεοσύλλεκτοι να παρουσιάζονται στα κέντρα τους. Αυτό ήτανε ένα από τα λάθη του Ζαχαριάδη, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο έστειλε τους επονίτες να παρουσιαστούν στα κέντρα και να εξουδετερωθούν...
Πήγα κι εγώ στο κέντρο βασικής εκπαιδεύσεως του Ηρακλείου. Μέχρι να παρουσιαστώ, αμφιταλαντευόμουν. Όλοι ρωτούσαμε: «Να πάμε ή να μην πάμε;» Και η απάντηση ήταν: «Να πάτε». Εμένα μάλιστα μου λέγανε: «Πρέπει να πας, Λεωνίδα, ο πατέρας σου έχει μια δραστηριότητα στην ηγεσία του <ΕΑΜ>, αν δεν πας, θα γεννηθούν ερωτήματα και θα μπει σε κίνδυνο η ίδια η νομιμότητά μας».
Πήγα λοιπόν. Μας εκπαιδεύσανε για σαράντα μέρες, ύστερα μας περάσανε από επιλογή και μας φορτώσανε, καμιά δεκαπενταριά από εμάς, σε ένα καράβι προς άγνωστη κατεύθυνση.Δεν μας είπανε πού πάμε. Μας είχαν εντάξει στο σχηματισμό που λεγόταν «σκαπανείς». Φοιτητές της Νομικής, της Ιατρικής, όπως ήμουνα εγώ, αλλά και άλλοι από άλλες σχολές, κριθήκαμε κατάλληλοι για τα μουλάρια και για το φτυάρι.
Φτάσαμε κάποια στιγμή στο Λαύριο και την επομένη μας πήγανε στο Μακρονήσι. Εκεί όπου μας πρωτοαποβίβασαν ήταν το πιο φρικαλέο από τα τάγματα των στρατιωτών της Μακρονήσου, το περιβόητο Γ΄ Τάγμα Σκαπανέων. Αφού κατεβήκαμε, φορτωθήκαμε τους γυλιούς μας, μπήκαμε στη σειρά για να περάσουμε από διαλογή.Και καθώς μπαίναμε στη σκηνή όπου γινόταν η διαλογή, ακούγαμε οιμωγές και φωνές γεμάτες τρόμο και αγωνία. Και προετοιμαζόμασταν ψυχικά γι’ αυτό που επρόκειτο να αντιμετωπίσουμε.
Ήρθε η σειρά μου, με σπρώξανε, μπήκαμε μέσα. Ήτανε μισοσκόταδο, δεν είχε πέσει ακόμα ο ήλιος, η σκηνή μέσα φωτιζόταν με κεριά. Κάποιος καθότανε στο τραπέζι και έγραφε όνομα και τα λοιπά.
Ειπώθηκαν τα τυπικά: «Κάνεις δήλωση;» «Δεν κάνω δήλωση». Φώναξε: «Ζήτω η μεγάλη Ελλάδα». Είπα: «Δεν φωνάζω». «Δηλαδή δεν είσαι για τη μεγάλη Ελλάδα;» Είπα: «Όχι, δεν είμαι για τη μεγάλη Ελλάδα όπως εσείς την εννοείτε». Αυτό ήτανε το σύνθημα, φαίνεται, και πέσανε απάνω μου οι παριστάμενοι αλφαμίτες* και άρχισαν να με βαράνε όπου μπορούσαν. Στο κεφάλι, στο κορμί, παντού. Έπεσα κάτω, λιποθύμησα, μου ρίξανε νερό για να ανοίξω τα μάτια μου. Πάλι μου είπαν: «Φώναξε ζήτω η μεγάλη Ελλάδα». «Δε φωνάζω η μεγάλη Ελλάδα», είπα εγώ και συνεχίστηκε το ξύλο.
Τελικά με πήρανε και με ρίξανε σε ένα μαντρί με ξερολιθιές γύρω γύρω, χωρίς ταβάνι, με ρίξανε κάτω στο χώμα, χωρίς κουβέρτα ούτε προσκέφαλο. Το σώμα μου πονούσε πολύ αλλά καταλάβαινα ότι το μυαλό μου δούλευε. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο αίματα αλλά ήτανε επιπόλαια τα χτυπήματα, δεν ήτανε σοβαρά.Ανέβηκε το φεγγάρι στον ουρανό κι έριξε εκείνο το χλομό του φως, γύρισα γύρω γύρω, ήμουνα κατάμονος, πέτρες και μικρές ρίζες ολόγυρα μόνο, βόγκαγα, πέρασε κάποιος μέσα στη νύχτα, έριξε μια ματιά με το φανάρι να δει αν βρίσκομαι εκεί αλλά δε μου είπε τίποτα.
Την άλλη μέρα το πρωί με ξύπνησε ένα τραγούδι. Οι σύντροφοί μου είχαν μάθει ότι βρισκόμουνα εκεί και το πρωί που τους στέλνανε στην αγγαρεία, ξέκοψαν λίγο για να περάσουνε από τον λιθαρένιο χώρο όπου βρισκόμουνα. Τραγουδούσανε ένα τραγούδι της Βέμπο που το λέγανε «Κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου».Ήταν ένα τραγούδι της εποχής, ένα τραγούδι αντοχής, καρτερίας και αισιοδοξίας.Έστησα λοιπόν το αυτί μου, τους άκουσα, και νομίζω ότι ξεχώρισα και τη φωνή που κυριαρχούσε. Ήταν του Γιώργη Μπακάλμπαση, του γνωστού «Αχιλλέα» την περίοδο της Κατοχής, σπουδαστή τότε του Πολυτεχνείου, ο οποίος σήμερα έχει μια από τις πιο γνωστές εταιρείες μηχανημάτων καλοριφέρ και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων. Ακούγοντας το τραγούδι σκέφτηκα ότι δεν είμαι μοναχός και ξεχασμένος, ότι υπάρχουνε κι άλλοι εδώ ολόγυρά μου. Με ευγνωμοσύνη θα θυμάμαι πάντα αυτή τη φωνή και αυτό το τραγούδι.
Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το Μακρονήσι. Το Γ΄ Τάγμα ήτανε το πρώτο πειραματικό πεδίο για το πώς μπορείς να λυγίσεις την αντίσταση του ανθρώπου και να κυριέψεις την ψυχή του μέσα από τη διαδικασία του τρόμου.
Έμεινα εκεί για λίγο διάστημα, αρκετό όμως για να δω αυτή τη διαδικασία. Όταν έπεφτε η νύχτα, άκουγες ξαφνικά ουρλιαχτά και έβλεπες ομάδες σαν αγέλες λύκων που χύνονταν μέσα στα αντίσκηνα, βαράγανε όπου ήταν δυνατόν να βαρέσουνε, άφηναν αλαφιασμένους ανθρώπους, ξαναφεύγανε και σε λίγο ξανάρχονταν. Να μη σε αφήσουνε πέντε λεπτά να ηρεμήσεις, να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς, αλλά να ζεις μέσα στην αγωνία και στον τρόμο της επανάληψης αυτής της διαδικασίας. Αυτή ήτανε μια από τις πτυχές της διαδικασίας του τρόμου.
Η άλλη ήτανε η προετοιμασία της λαοσυνέλευσης. Σε ένα χώρο που είχε ειδικά διαρρυθμιστεί, μαζεύονταν 1.000, 2.000, ίσως και περισσότεροι από τους φαντάρους στο τάγμα,όλοι αυτοί που από τα βασανιστήρια είχαν σπάσει , και έβγαινε ο επικεφαλής λοχαγός και έλεγε: «Είστε παιδιά της Ελλάδας και θα έρθει η στιγμή που θα πάρετε όπλα». Και από κάτω ακούγονταν η φωνή: «Όπλα θέλουμε, όπλα θέλουμε».Και έλεγε ο λοχαγός: «Ναι, αλλά δεν είστε έτοιμοι ακόμα, και δεν είστε έτοιμοι γιατί υπάρχουν αυτοί που δεν έχουν κάνει το βήμα που κάνετε οι περισσότεροι από εσάς. Είναι αυτοί που δεν αγαπούν την Ελλάδα, δεν αποκηρύσσουν το συμμοριτοκομμουνισμό, είναι αυτοί που σας τυραννούν, και απ’ αυτούς να ζητήσετε την ευθύνη γιατί υποφέρετε όσα υποφέρετε. Εμείς θα σας δώσουμε τα όπλα αλλά πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσετε τους λογαριασμούς σας με αυτούς». Αυτή ήταν η λαοσυνέλευση.
Και τότε, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι είχανε αποξενωθεί από τον εαυτό τους και είχαν αρχίσει να προσεγγίζουν και την ψυχή του λύκου, ξεχύνονταν και πολλές φορές προπηλάκιζαν τους άλλους, τους λιάνιζαν, με εκείνο το «όπλα θέλουμε». Ήταν ένα εφιαλτικό σύνθημα που μένει στο αυτί μου και σαν τραγούδι.Το τραγούδι ήταν το «Τι ζητάν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία, τι ζητάν οι άτιμοι στα ελληνικά χωριά. Το λέμε με καμάρι, το λέμε με καμάρι, μεγάλη Ελλάδα θέλουμε και Κώτσο βασιλιά». Ή Γιώργο βασιλιά, ή Παύλο βασιλιά, ανάλογα, με το ποιος είχε διαδεχθεί.
Το Μακρονήσι ήταν μια εφιαλτική δοκιμασία. Αναρωτιέμαι μήπως ήτανε και ένα παγκόσμιο πείραμα για τα όρια της αντοχής της ανθρώπινης συνείδησης, όχι σε ατομικό επίπεδο αλλά σε ομαδικό. Για το πώς μπορείς να έχεις μπροστά σου 3.000 ανθρώπους και να τους μετατρέψεις σε θηρία, σε λύκους.Κοντά στους αλφαμίτες που δέρνανε απάνθρωπα, υπήρχε και κάποιος που κρατούσε σημειώσεις, οι οποίες θα χρησιμοποιούνταν αργότερα ως ψυχολογικές για να ανασυνθέσουν όλη αυτή τη διαδικασία. Δεν θέλω να αναφέρω τα ονόματα αυτών που εκτελούσαν τις εντολές, μπορεί να ζούνε τα παιδιά τους και δεν είναι σωστό το στίγμα του πατέρα τους να ακολουθεί τα παιδιά.
* Αλφαμίτες: άνδρες της Α.Μ. (Αστυνομία Μονάδων).
Απόσπασμα από την μαρτυρία του Λεωνίδα Κύρκου στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την ελληνική αριστερά» (Εκδόσεις Εστία)
Πηγή: pancreta