Παρίσι, Τετάρτη 18 Μαρτίου 1936, ώρα 10.30 το πρωί. Η καρδιά του Ελευθερίου Βενιζέλου σταματά να κτυπά. Και μαζί «λυγίζει» η καρδιά της Ελλάδας.
Όλα ξεκίνησαν από μία γρίπη, που δεν την πρόσεξε όπως έπρεπε, η οποία εξελίχτηκε σε πνευμονία με αρκετές -στη συνέχεια- παρενέργειες και τραγική κατάληξη την εγκεφαλική συμφόρηση.
Η είδηση του θανάτου του μεταδίδεται αμέσως στην Ελλάδα, με έκτακτες εκδόσεις των αθηναϊκών φύλλων. Η συγκίνηση φυσικά ήταν μεγάλη για τον άνθρωπο που επί σχεδόν πενήντα χρόνια πρωταγωνίστησε στην επαναστατική και πολιτική ζωή της Κρήτης και στη συνέχεια της Ελλάδας.Ο θάνατος τον βρήκε στο κρεβάτι του, στο λιτό διαμέρισμα της οδού Μποζόν.
Στο τραπεζάκι δίπλα του τα τελευταία του αναγνώσματα: Αισχύλος, Ιστορία της Ευρώπης και οι πιο πρόσφατες ελληνικές εφημερίδες που δεν είχε προλάβει να ανοίξει. Στο προσκέφαλό του η σύζυγός του, Έλενα Βενιζέλου, οι δύο γιοι του και ο προσωπικός του γιατρός, Σκουλάς, που είχε κληθεί εσπευσμένα από την Αθήνα για να διαπιστώσει και αυτός πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατός του, επικράτησε θρήνος και σπαραγμός σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Κρήτη.
Η εποχή του θανάτου του Βενιζέλου είναι κρίσιμη για τη χώρα. Διχασμός και πάλι. Μια ακόμη κρίση. Και η δικτατορία Μεταξά προ των πυλών. Για τον κόσμο των φιλελευθέρων η απώλεια ήταν τεράστια, καθώς «έφευγε» ο ιδρυτής και φυσικός ηγέτης της παράταξης. Οι εχθροί του – όχι όλοι- τον σεβάστηκαν την ώρα που βρισκόταν νεκρός πλέον μπροστά τους. Ορισμένες από τις εφημερίδες του αντίπαλου Λαϊκού Κόμματος δημοσίευσαν κείμενα που ταίριαζαν στην περίσταση. Ορισμένες άλλες σχεδόν αποσιώπησαν το γεγονός.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη νεκρική του κλίνη
Οι δικοί του άνθρωποι, εκτός από τον πόνο τους, είχαν να αποφασίσουν και για το μέρος πού θα γινόταν η κηδεία του. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στην Κρήτη, και πράγματι η πρώτη απόφαση που πάρθηκε από τη γυναίκα του και τους δύο γιους του ήταν να μεταφερθεί η σορός του με τρένο μέχρι το Μπρίντεζι και από εκεί με καράβι ως τα Χανιά όπου και θα γινόταν η κηδεία του.
Απόδοση τιμών, στη Γαλλία, στη σορό του Ελευθερίου Βενιζέλου
Η κυβέρνηση, διά στόματος Ι. Μεταξά, που την εποχή εκείνη ήταν αντιπρόεδρος και υπουργός στρατιωτικών, αποφάσισε να αποδοθούν στον νεκρό τιμές πρωθυπουργού εν ενεργεία και επίσης να σταλούν στο Μπρίντεζι δύο αντιτορπιλικά να συνοδεύσουν τη σορό.
Η Έλενα Βενιζέλου λίγο μετά την αποβίβασή της από το πολεμικό πλοίο με το οποίο είχε μεταφερθεί στην Κρήτη η σορός του συζύγου της
Μόλις μαθεύτηκε στην Αθήνα πως απόφαση την οικογένειας ήταν να γίνει η κηδεία στην Κρήτη, ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Γενική απαίτηση ήταν να μεταφερθεί πρώτα η σορός στην πρωτεύουσα για λαϊκό προσκύνημα και ύστερα να κηδευθεί στην Κρήτη. Η οικογένεια δέχτηκε και συμφωνήθηκε από τον Μεταξά να γίνει μια στάση δύο ημερών στην Αθήνα ώστε να αποδοθούν στον Βενιζέλο οι πρέπουσες νεκρικές τιμές.
Κρητικός κρατάει εφημερίδα με την είδηση του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου
Όμως παράλληλα με τον θρήνο των βενιζελικών, ξεσηκώθηκαν και οι φιλοβασιλικοί, οι οποίοι δεν δέχονταν να μεταφερθεί στην Ελλάδα ο Βενιζέλος με τιμές πρωθυπουργού την ώρα που οι βασιλείς Κωνσταντίνος, Σοφία και Όλγα παρέμεναν θαμμένοι στο εξωτερικό. Δυο μέρες αργότερα διοργανώθηκε μνημόσυνο στη μνήμη των νεκρών βασιλέων και μετά τη λήξη του ο αντιβενιζελικός όχλος ξεχύθηκε στην Ομόνοια με συνθήματα όπως «Έξω ο τρισκατάρατος», «Πετάξτε το πτώμα στη θάλασσα» και άλλα παρόμοια, ενώ στη συνέχεια οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το Σύνταγμα με άγριες διαθέσεις για να διαλυθούν μόνο μετά από επέμβαση της αστυνομίας.
Οπλοφόροι Κρητικοί, που είχανε έρθει στην Αθήνα, για να σχηματίσουν, κατά την κηδεία του Βενιζέλου, τιμητική φρουρά. Ως γνωστόν όμως, η κηδεία, τελικώς, δεν έγινε στην πρωτεύουσα…
Με πρόφαση τον κίνδυνο δημιουργίας νέων επεισοδίων η κυβέρνηση ζήτησε από την Έλενα Βενιζέλου να μη γίνει η προγραμματισμένη στάση στην Αθήνα και έτσι αποφασίστηκε να μεταφερθεί η σορός κατευθείαν στην Κρήτη.
Νεκρικά στεφάνια και πρόσωπα που θρηνούν στην κεντρική είσοδο της αθηναϊκής κατοικίας του ζεύγους Βενιζέλου
Το τρένο με τη σορό του Βενιζέλου έφτασε στο Μπρίντεζι στις 24 Μαρτίου. Εκεί βρίσκονταν ήδη τα αντιτορπιλικά «Κουντουριώτης» και «Ψαρά» που είχε στείλει η ελληνική κυβέρνηση. Το φέρετρο και οι συγγενείς ανέβηκαν στο «Κουντουριώτης» και στη συνέχεια τα δύο πλοία, με μεσίστιες σημαίες, ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής.
Την ίδια ώρα στην Αθήνα, όσοι μπορούσαν έφευγαν για τα Χανιά, ενώ πολλοί περισσότεροι περίμεναν μάταια στην προκυμαία του Πειραιά μήπως βρουν κάποιο πλοίο που θα τους μετέφερε στην Κρήτη. Μαθεύτηκε όμως πως τα δύο πλοία που συνόδευαν τη σορό του Βενιζέλου θα περνούσαν από τον Ισθμό κι έτσι πλήθος κόσμου κατέκλυσε τις δυο πλευρές της διώρυγας με λουλούδια, στεφάνια και κεράκια. Όλοι περίμεναν υπομονετικά με τις ώρες.
Το «Κουντουριώτης» φτάνει στο λιμάνι των Χανίων – Mε τη σορό του Βενιζέλου
Το καραβάκι με τη σορό του Βενιζέλου στο λιμάνι των Χανίων
Ήταν 10 το πρωί όταν τα δύο πολεμικά πλοία έφτασαν επιτέλους στη διώρυγα. Προχωρούσαν αργά αργά ρυμουλκούμενα από ειδικό πλοίο. Ο κόσμος κατάλαβε σε ποιο σημείο του «Κουντουριώτη» βρισκόταν το φέρετρο από τον τεράστιο σωρό των λουλουδιών που το κάλυπτε κι οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα συγκινητικές.
Ο κόσμος υποδέχεται τη σορό του Βενιζέλου
Όλοι άρχισαν να ρίχνουν τα στεφάνια στη θάλασσα και να ανάβουν τα κεράκια, κλαίγοντας με λυγμούς οι οποίοι σταμάτησαν μόνο όταν τα δύο πλοία είχαν απομακρυνθεί από τη διώρυγα.
Καθώς το καράβι με τη σορό του Βενιζέλου φτάνει στα Χανιά, η εκεί ελληνική σημαία κατεβαίνει μεσίστια
Το επόμενο πρωί τα δύο αντιτορπιλικά έφτασαν στην Κρήτη. Η πόλη των Χανίων, βυθισμένη στα μαύρα, ήταν έτοιμη να υποδεχτεί για τελευταία φορά τον Βενιζέλο. Γύρω στις 10 το πρωί η λευκή βενζινάκατος με το φέρετρο ξεκίνησε από τα πλάγια του «Κουντουριώτη» την ώρα που από το φρούριο ακούγονταν πένθιμοι κανονιοβολισμοί. Όταν η βενζινάκατος έφτασε στην προκυμαία όλοι γονάτισαν.
Μαθήτριες περιμένουν, σε παράταξη, στα Χανιά, να περάσει η σορός του Ελευθερίου Βενιζέλου
Στη συνέχεια η νεκρική πομπή με επικεφαλής βρακοφόρους Κρητικούς, συμπολεμιστές του Βενιζέλου, κατευθύνθηκε προς την Μητρόπολη Χανίων, όπου και τελέστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Μετά η πομπή ξεκίνησε πάλι, αυτή τη φορά για τη Χαλέπα, όπου η σορός εναποτέθηκε στο μικρό εκκλησάκι της Αγίας Μαγδαληνής, κοντά στο σπίτι του Βενιζέλου. Ήταν γύρω στη μία το μεσημέρι όταν ξεκίνησε το λαϊκό προσκύνημα, το οποίο κράτησε μέχρι το επόμενο πρωί.
Η μεταφορά της σορού του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Ακρωτήρι
Στις 11 την άλλη μέρα το λείψανο μεταφέρθηκε στο Ακρωτήρι όπου ήταν η επιθυμία του Βενιζέλου να ταφεί. Στο ίδιο σημείο το 1898, ως πολέμαρχος της Κρήτης, αντιμετώπιζε τα κανόνια των ξένων στόλων, έγραφε την ιστορική διαμαρτυρία του για τον βομβαρδισμό της Κρήτης και σήκωνε λίγο αργότερα, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, την ελληνική σημαία. Όσοι από εκείνους τους οπλαρχηγούς ήταν ακόμη εν ζωή βρίσκονταν τώρα μαζί του συνοδεύοντας το λείψανό του μέχρι την τελευταία του κατοικία. Φυσικά η πομπή ήταν τεράστια. Το πλήθος του κόσμου αμέτρητο. Ακριβώς στη μία το μεσημέρι το φέρετρο εισήλθε για πάντα στην κρητική γη, ενώ ο κόσμος έριχνε από πάνω μύρα, δάφνες και λουλούδια.
Ο κόσμος συνοδεύει, στην Κρήτη, τη σορό του Βενιζέλου
Η πλάκα που στήθηκε έγραφε:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ 1864-1936
Κλείνουμε με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο οποίος -μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη- ήταν στην κηδεία του Βενιζέλου:
Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να διηγηθώ ένα περιστατικό που έζησα πριν από σαράντα χρόνια έξω από το λιμάνι των Χανίων, τη μέρα που γινότανε η κηδεία του Βενιζέλου.
Ο Μεταξάς δεν είχε αντίρρηση να τιμηθεί ο Βενιζέλος. Είχε όμως απαγορεύσει τη στάθμευση της σορού στην Αθήνα από το φόβο μήπως δώσει αφορμή σε λαϊκές αντικυβερνητικές εκδηλώσεις. Τότε μερικοί πήγαν στον Ισθμό να δουν να περνάει το αντιτορπιλικό που έφερνε το φέρετρό του από την Ιταλία. Οι περισσότεροι αποφάσισαν να πάνε στα Χανιά, για να παραστούν στην κηδεία του, που θα ξεκινούσε από εκεί για να φτάσει στον τόπο της ταφής, στο Ακρωτήρι. Δύσκολα όμως βρισκότανε θέση, έστω και στο κατάστρωμα, αν και όλα τα διαθέσιμα καράβια έκαναν έκτακτα δρομολόγια, για να φτάσει ο κόσμος τη στιγμή που θα αποβιβαζόταν το φέρετρο στην κρητική γη. Τότε, μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη, καταφύγαμε στον κοινό μας φίλο, τον «Καπετάνιο» όπως τον ονομάζαμε, τον Δημήτρη Αντωνίου, που ήταν δεύτερος πλοίαρχος στο επιβατικό «Ακρόπολις». Χάρις σ’ αυτόν ξεκινήσαμε παραμονή βράδυ. Λίγο μετά την ανατολή αράξαμε σε μικρή απόσταση από τα τρία πολεμικά. Ανεβήκαμε στη γέφυρα του πλοιάρχου και από εκεί αντικρίσαμε στην πρύμνη του μεγαλύτερου το φέρετρο σκεπασμένο με την ελληνική σημαία και τους τέσσερις αξιωματικούς που στέκονταν τιμητική φρουρά γύρω του. Το λιμάνι, όλη η πολιτεία ήταν σκεπασμένη με μαύρα σεντόνια. Μονάχα πέρα ο Ψηλορείτης διατηρούσε ατάραχος τα χιόνια της κορυφής του.
Ένας κόμπος λύθηκε στο λαιμό μου και άρχισα να κλαίω. Ο Γιώργος πλάι μου έκλαιγε και αυτός και η απόγνωση ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του. Έκλαιγε το Γένος, την ώρα εκείνη, όπως το κλαίει σε όλη του την ποίηση. Μια στιγμή με τράβηξε από το μανίκι. «Σε κλαίει ο λαός… Θυμάσαι;» -Λόγια ενός άλλου ποιητή για έναν άλλο ήρωα. –«Θυμάμαι». Και τι δε θυμόμουνα! Τόσων χρόνων τραγικές συγκρούσεις, δόξες και καταστροφές. Τον Βενιζέλο, εύθυμο και χαριεντιζόμενο, στο πατρικό μου. Τον Βενιζέλο στο Παρίσι. Τον Βενιζέλο μετά την απόπειρα. –Πλάι μας έκλαιγε, σιωπηλά και αυτή, μια τιμημένη δέσποινα της εποχής, η κυρία Έλλη Αδοσίδη, γυναίκα του Γενικού Διοικητού της Μακεδονίας επί Κυβερνήσεως Βενιζέλου.
Όταν βγήκε το φέρετρο στην προκυμαία και επρόκειτο να το σηκώσουν στους ώμους των Έλληνες αξιωματικοί, όρμησαν οι γέροι συμπολεμιστές του οπλαρχηγοί και το άρπαξαν κυριολεκτικά από τα χέρια της τιμητικής φρουράς και κρατώντας το σαν τρόπαιο το σήκωσαν απάνω από την ανθρωποθάλασσα βαδίζοντας προς το Ακρωτήρι. Μακρύς ο δρόμος. Ανθόσπαρτος, λιβανισμένος από την πόλη ως το Ακρωτήρι. Αυτό που σημαίνει «Πάνδημος κηδεία» τότε το ένιωσα. Κλαίγαν όλοι. Όλοι κλαίγαν τον νεκρό και ο καθένας ένα κομμάτι μαζί της ζωής του. Ο καθένας ένα όνειρο, ένα όραμα της Ελλάδας.
Ο Σεφέρης όλο και μου μιλούσε για τη μικρασιατική καταστροφή, το σημαδιακό για τη ζωή του γεγονός, από το οποίο ποτέ του δεν απομακρύνθηκε. Ήμαστε της γενιάς της αναστημένης με τη Μεγάλη Ιδέα, μα που ήταν μοίρα της και χρέος της να την θρηνήσει και να τη θάψει.
Στο Παρίσι η ταρίχευση δεν είχε γίνει σωστά και το πρόσωπο του νεκρού ήταν μελανιασμένο και κάπως παραμορφωμένο.
Δεν θυμάμαι πιο τίποτα από την επιστροφή μας. Μόνο τούτο: πως ήμαστε σαν αδειασμένοι. Χρειάστηκε καιρός για να ξαναχτίσουμε τον μέσα μας κόσμο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ
Από το βιβλίο «Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΗΜΕΡΑ» ΤΕΤΡΑΔΙΑ «ΕΥΘΥΝΗΣ»
Πηγή: Αγώνας της Κρήτης
Πηγή: pancreta