Συμφωνία, με την οποία ο Σουλτάνος παραχώρησε μία σειρά προνομίων στους χριστιανούς υπηκόους του στην Κρήτη, σε συνέχεια του Οργανικού Νόμου του 1868, τα οποία ουσιαστικά ισοδυναμούσαν με την παροχή καθεστώτος ημιαυτονομίας στη Μεγαλόνησο. Υπογράφτηκε στις 3 Οκτωβρίου 1878 στο προάστιο των Χανίων, Χαλέπα.
Η έκρηξη του ρωσοτουρκικού πολέμου τον Απρίλιο του 1877 ήταν μια καλή ευκαιρία για την οργάνωση επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη και προς αυτήν την κατεύθυνση άρχισαν να στρέφονται οι υπόδουλοι κάτοικοι του νησιού.
Τα μέσα του Ιουλίου 1877 στις περιοχές της Δυτικής Κρήτης είχαν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες, για να καταστρώσουν κοινά σχέδια πολιτικής και ένοπλης δράσεως. Για τον σκοπό αυτόν εκλέχτηκε μια 24μελής Επιτροπή, για να συντονίζει τις ενέργειες σε ολόκληρη τη Μεγαλόνησο. Στην Αθήνα ιδρύθηκε «το Κρητικόν Κέντρον» με πρόεδρο τον τραπεζίτη Μάρκο Ρενιέρη και μέλος του τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη και άρχισε η συγκέντρωση όπλων και εφοδίων για την Κρήτη, όπου είχαν ήδη δημιουργηθεί τρία επαναστατικά κομιτάτα, στον Βάμο, στα Χανιά και το Ρέθυμνο.
Τον Αύγουστο του 1877 το επαναστατικό κομιτάτο των Χανίων εξέλεξε μια Μεταπολιτευτική Επιτροπή με έδρα την Κράπη και αργότερα οι αντιπρόσωποι όλων των κομιτάτων αποφάσισαν να συγκαλέσουν Παγκρήτια Επαναστατική Συνέλευση στο χωριό Φρε Αποκορώνου για την εκλογή Προεδρείου.
Η διαφαινόμενη ωστόσο ήττα της Τουρκίας κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο προσδιόρισε και τη στάση της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, Υπουργός Εξωτερικών στην Οικουμενική Κυβέρνηση Κουμουνδούρου, δήλωσε στις 27 Δεκεμβρίου 1877 ότι η Ελλάδα θα υποστήριζε ενεργώς την κρητική επανάσταση.
Στο μεταξύ η ταχεία κατάρρευση του τουρκικού μετώπου έδωσε το σύνθημα της καθόδου στην Κρήτη των εξόριστων οπλαρχηγών. Πρώτος κατέφθασε ο Χατζη-Μιχάλης Γιάνναρης, ο οποίος ανέλαβε ως γενικός αρχηγός Κυδωνίας και ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί της Δυτ. Κρήτης Γ. Κορκίδης, Λεων. Μπογιαντζόγλου, Κ. Κριάρης, Α. Σκαλίδης, ο ιερομόναχος Παρθένιος Περίδης και άλλοι. Ανάλογες κινητοποιήσεις παρατηρήθηκαν και στις ανατολικές επαρχίες, κάτω από τη Γενική Αρχηγία του Μιχ. Κόρακα.
Στις αρχές του Ιανουαρίου 1878 όλα πλέον ήταν έτοιμα για την εξέγερση, οπότε και συγκροτήθηκε στον Φρε «η Παγκρήτιος Επαναστατική Συνέλευσις» με πλήθος αντιπροσώπων.
Από την τουρκική πλευρά οι κλιμακούμενες επαναστατικές κινήσεις είχαν ανησυχήσει σοβαρά την Υψηλή Πύλη. Απασχολημένη η Τουρκία στον πόλεμο με τη Ρωσία δεν ήταν σε θέση να στείλει δυνάμεις στην Κρήτη και προτίμησε με υπόδειξη της Αγγλίας να καταφύγει στην πολιτική του συμβιβασμού και των υποσχέσεων.
Στα μέσα Δεκεμρίου του 1877 η Τουρκία αποφάσισε να στείλει στη Μεγαλόνησο δύο απεσταλμένους της, τον Χριστιανό Κωστή Αδοσίδη Πασά, άλλοτε διοικητή του Λασιθίου, και τον Τουρκοκρητικό Σελήμ Εφέντη, οι οποίοι ανέλαβαν να διαπραγματευτούν με τους Κρήτες και να προτείνουν νέες παραχωρήσεις και προνόμια στον Οργανικό Νόμο του 1868. Ύστερα από μακρές διαβουλεύσεις η Συνέλευση των Κρητών απέρριψε τις τουρκικές προτάσεις και ανέθεσε στον Ι. Τσουδερό να συντάξει την απάντηση, η οποία περιελάμβανε τους ακόλουθους όρους:
1) Να κηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία φόρου υποτελής στον Σουλτάνο.
2) Ο διοικητής να είναι Χριστιανός και να εκλέγεται με την εγγύηση των Μ. Δυνάμεων.
Ο Αδοσίδης ζήτησε δεκαήμερη προθεσμία να διαβιβάσει στην Κωνσταντινούπολη τις προτάσεις των Κρητών, προθεσμία που παρήλθε χωρίς απάντηση.
Έτσι, άρχισε η επανάσταση του 1878 πρώτα στη Δυτ. Κρήτη και σύντομα επεκτάθηκε και στις ανατολικές επαρχίες. Οι Τούρκοι της υπαίθρου άρχισαν να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να καταφεύγουν στα φρούρια. Μέχρι τα τέλη Μαρτίου 1878 ολόκληρη η Κρήτη βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των επαναστατών, εκτός από τα φρούρια της Ιεραπέτρας, της Σπιναλόγκας, του Ηρακλείου, του Ρεθύμνου, του Ιτζεδίν των Χανίων, της Κισάμου και της Γραμβούσας.
Μετά την ήττα της Τουρκίας στον ρωσοτουρκικό πόλεμο με το άρθρο 15 της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου, Φεβρουάριος 1878, η Υψηλή Πύλη υποχρεωνόταν σε πλήρη εφαρμογή του Οργανικού Νόμου του 1868. Τον Ιούλιο του 1878 οι Πρόξενοι των Μ. Δυνάμεων στην Κρήτη επέβαλαν ανακωχή, με την υπόσχεση ότι το Κρητικό Ζήτημα θα απασχολούσε το Συνέδριο του Βερολίνου. Με το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878) η Τουρκία: «υπεχρεούτο να εφαρμόσει ανελλιπώς τον Οργανικό Νόμον μετά την τροποποίησιν των διατάξεων εκείνων, αίτινες ήθελον κριθεί δίκαιαι.»
Η Σύμβαση της Χαλέπας
Αμέσως μετά τον τερματισμό των εργασιών του Συνεδρίου του Βερολίνου η Αγγλική διπλωματία κινήθηκε ταχύτατα, για να πετύχει την ειρήνευση της Κρήτης. Στα μέσα Αυγούστου του 1878 η Τουρκία κατά σύσταση της Αγγλίας έστειλε δυο απεσταλμένους στην Κρήτη, τον Γαζή Αχμέτ Μουχτάρ Πασά και τον Σελήν Εφέντη, οι οποίοι μαζί με τον Γενικό Διοικητή Κρήτης Κωστή Αδοσίδη Πασά και τον Άγγλο Πρόξενο στα Χανιά Σάνδουιθ έπειθαν τη Γενική Συνέλευση των Κρητών να υποδείξει αντιπροσώπους για συνομιλίες, με αντικείμενο την τροποποίηση του περίφημου Οργανικού Νόμου του 1868. Μετά από διαπραγματεύσεις σκληρές και επίμονες, που κράτησαν δύο μήνες, υπογράφτηκε τελικά στις 3 Οκτωβρίου 1878 η γνωστή σύμβαση της Χαλέπας (από το ομώνυμο προάστιο των Χανίων), η οποία επικυρώθηκε με σουλτανικό φιρμάνι στις 9 Νοεμβρίου 1878.
Η Σύμβαση αποτελούνταν από 16 άρθρα και 6 ειδικές διατάξεις. Οι κυριότερες διατάξεις της είναι οι ακόλουθες:
1) Ο Γενικός Διοικητής Κρήτης θα μπορούσε να είναι και Χριστιανός και η θητεία του οριζόταν για πέντε χρόνια με δυνατότητα όμως ανανέωσης.
2) Ο Γενικός Διοικητής θα είχε και ένα σύμβουλό του από το αντίθετο θρήσκευμα
3) Οι Χριστιανοί Πληρεξούσιοι στη Γενική Συνέλευση ορίζονταν σε 49 έναντι 31 Μουσουλμάνων.
4) Ιδρυόταν Κρητική Χωροφυλακή.
5) Αναγνωριζόταν η Ελληνική ως επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων και της Γενικής Συνέλευσης. Μόνο τα επίσημα πρακτικά, οι αποφάσεις των δικαστηρίων και η επίσημη αλληλογραφία θα συντάσσονταν και στις δύο γλώσσες.
6) Για να επικρατήσουν ειρηνικές συνθήκες διαβίωσης, δόθηκε γενική αμνηστία.
7) Προβλεπόταν προσωρινή απαλλαγή από ορισμένους φόρους.
8) Επιτρεπόταν η ίδρυση Φιλολογικών Συλλόγων και η έκδοση εφημερίδων.
Χωρίς αμφιβολία η Σύμβαση της Χαλέπας απείχε πολύ από τους στόχους που είχαν θέσει οι Κρητικοί, όταν άρχιζαν τον ένοπλο αγώνα τους. Παρόλο που το νέο κείμενο δεν παραχωρούσε καθεστώς αυτονομίας ούτε διασφάλιζε τους Χριστιανούς στη διοίκηση ανάλογα με την αριθμητική τους ισχύ, εντούτοις αποτελούσε ένα θετικό βήμα προς τη σταδιακή διαμόρφωση ενός καθεστώτος αυτοδιοίκησης.
Βιβλιογραφία
1) Βασιλείου Ψιλλάκη: Ιστορία της Κρήτης, τόμος IV, εκδόσεις Μινώταυρος.
2) Γεωργίου Κ. Μυλωνογιάννη: Η επανάσταση του 1878 στην Κρήτη και η Σύμβαση της Χαλέπας, Χανιά 2002.
3) Θεοχάρη Δετοράκη: Ιστορία την Κρήτης, 1990.
4) Γιάννη Κορδάτου: Ιστορία την Νεώτερης Ελλάδας, τόμος IV, 1958.
5) Ιωάννη Μουρέλου: Ιστορία της Κρήτης, τόμος Γ’
6) Γεωργίου Ρούσσου: Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Δ’, 1975.
7) Τάσου Βουρνά: Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, 1997.
8) Ελευθέριου Πρεβελάκη: Το καθεστώς της Χαλέπας και το Φιρμάνι του 1889.
9) Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 5ος τόμος, Ελληνικά Γράμματα.
10) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ’.
Μιχ. Καβουλάκης, φιλόλογος, πρ. λυκειάρχης patris
Πηγή: pancreta