Η άμεση εισβολή του νέου κορονοϊού στο ανθρώπινο νευρικό σύστημα είναι κάτι που, ενώ μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει, δεν έχει, μέχρι σήμερα, τεκμηριωθεί επαρκώς από τις κλινικές έρευνες. Αυτό που συνήθως καταγράφεται είναι η έμμεση επιρροή των μολύνσεων του εγκεφάλου από τον κορονοϊό, καθώς και μια σειρά από μολυσματικές διεργασίες, σε άλλα σημεία του σώματος, που, αργά ή γρήγορα, επηρεάζουν και τον εγκέφαλο.
Επομένως, η άμεση βλάβη των εγκεφαλικών μας λειτουργιών λόγω της παρουσίας του κορονοϊού, ενώ είναι θεωρητικά εφικτή, δεν καταγράφεται συνήθως από τις σχετικές ιατρικές μελέτες. Αυτό που, αντίθετα, καταγράφεται μετά από έναν χρόνο πανδημίας είναι οι «παράπλευρες απώλειες» και η σοβαρή «πτώση» των ανθρώπινων εγκεφαλικών ικανοτήτων, εξαιτίας των πρωτοφανών βιοπολιτικών που υιοθετούνται και εφαρμόζονται μαζικά, μέσω αμφίβολης αξίας ιατρικών πρακτικών. Αν αυτό ισχύει, τότε αξίζει να εξετάσουμε τι ακριβώς συμβαίνει όταν ο νέος κορονοϊός εισβάλλει στον εγκέφαλό μας.
Ο ιός της νόσου COVID-19 πλήττει πρωτίστως το αναπνευστικό σύστημα, προκαλώντας ενίοτε μια σοβαρή πνευμονοπάθεια, προσβάλλει, όμως, και άλλα όργανα, μεταξύ των οποίων και το νευρικό σύστημα. Στον διαδικτυακό τόπο «PubMed» για τη διεθνή ιατρική ενημέρωση, τους τελευταίους μήνες, έχουν δημοσιευτεί πάνω από 305 ιατρικές μελέτες για διάφορα νευρολογικά συμπτώματα και παθήσεις που σχετίζονται άμεσα με τη μόλυνση ενός οργανισμού από τον κορονοϊό Sars CoV-2.
Αυτές οι νευρολογικές διαταραχές δεν είναι καθόλου αμελητέες ούτε και πρέπει να υποτιμώνται, αφού περιλαμβάνουν κεφαλαλγίες, απώλειες όσφρησης ή\και μνήμης, μέχρι ήπια εγκεφαλικά επεισόδια και μικρο-ισχαιμίες, ενώ σε πιο σπάνιες περιπτώσεις εκδηλώνονται με επιληπτικές κρίσεις.
Ανάμεσα στους πρώτους που διέγνωσαν αυτές τις απρόσμενες νευρολογικές-εγκεφαλικές παθήσεις ήταν μια ομάδα από Ιάπωνες ιατρούς, οι οποίοι τις εντόπισαν στις πιο σοβαρές περιπτώσεις ασθενών με εγκεφαλικά οιδήματα και φλεγμονές λόγω της ανοσιακής απόκρισης του οργανισμού τους στη μόλυνση από COVID-19.
Από την άλλη, αρκεί να εξετάσει κανείς τη σχετική βιβλιογραφία για τη συμπτωματολογία των άλλων μολυσματικών νόσων από κορονοϊούς για να υποψιαστεί ότι και η νόσος COVID-19 θα πρέπει επίσης να προκαλεί κάποιες νευρολογικές επιπλοκές. Πράγματι, τόσο η νόσος SARS όσο και η νόσος MERS προκαλούν εγκεφαλικές διαταραχές, η πρώτη σε ποσοστό 0,004% και η δεύτερη σε ποσοστό 0,2% των ασθενών που έχουν μολυνθεί από τους αντίστοιχους κορονοϊούς.
Πρόκειται αναμφίβολα για σχετικά μικρά ποσοστά, τα οποία, εντούτοις, μπορεί κάλλιστα να αφορούν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ασθενών, αν αναλογιστεί κανείς την πολύ υψηλή μεταδοτικότητα αυτών των δύο προγενέστερων ιογενών ασθενειών ή την ταχύτητα διάδοσης της νέας επιδημίας COVID-19.
Πάντως, μέχρι σήμερα, όλες οι επιστημονικές ενδείξεις επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η νόσος COVID-19 έχει σημαντικές επιπτώσεις και στο νευρικό σύστημα. Για παράδειγμα, ένα τυπικό σύμπτωμα είναι η απώλεια της όσφρησης, λόγω μόλυνσης του οσφρητικού νεύρου από τον κορονοϊό, που αφορά περίπου το 80% όσων νοσούν.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα συμπτώματα, όπως οι ημικρανίες στο 15% όσων νοσούν, οι μνημονικές διαταραχές που σχετίζονται με μικρο-ισχαιμίες στον ιππόκαμπο και, σπανιότερα, επιληπτικές κρίσεις. Νευρολογικές διαταραχές που διαρκούν για κάποιο χρονικό διάστημα, ακόμη κι αν γίνουν αρνητικά τα τεστ ανίχνευσης της παρουσίας του κορονοϊού. Για να μην αναφέρουμε τα πιο σοβαρά αλλά σπανιότερα εγκεφαλοαγγειακά προβλήματα (αιμορραγίες), ισχαιμικά ή και εγκεφαλικά επεισόδια, που αφορούν μόνο το 2,8% των φορέων που υποβάλλονται σε εντατική θεραπεία κατά της νόσου COVID.
Πιο σπάνια, τέλος, εμφανίζονται και κάποιες διαταραχές του περιφερειακού νευρικού συστήματος που οφείλονται στις αυτοάνοσες αντιδράσεις λόγω μόλυνσης από τον κορονοϊό. Οπως π.χ. η «απομυελινωτική αντίδραση» που, επειδή καταστρέφει το προστατευτικό περίβλημα μυελίνης των νευρωνικών ινών, δίνει συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της γνωστής νευρολογικής νόσου «σκλήρυνση κατά πλάκας».
Εν τω μεταξύ, διάφορες ιατρικές έρευνες στη Βρετανία, στην Ιταλία και στις ΗΠΑ έδειξαν, τους προηγούμενους μήνες, ότι οι ασθενείς που ήταν ψυχικά ασταθείς πριν μολυνθούν από τη νόσο COVID-19 μπορεί να παρουσιάσουν, επιπρόσθετα, σοβαρά συμπτώματα σύγχυσης ή, σπανιότερα, ψύχωσης.
«Neurocovid» ή νευρολογικές συνέπειες της νέας επιδημίας
Η μεγαλύτερη δυσκολία με την έρευνα αυτών των νευρολογικών και ψυχιατρικών συμπτωμάτων είναι το να καταφέρουν οι ερευνητές να εντοπίσουν επακριβώς τις εγκεφαλικές δομές που εμπλέκονται, καθώς και τους μηχανισμούς δράσης του νέου κορονοϊού στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Μια δυσκολία που επιτείνεται και από το γεγονός ότι τα νευρολογικά συμπτώματα αποτελούν μια δευτερογενή αντίδραση που δεν οφείλεται, πρωτογενώς, στην άμεση είσοδο του κορονοϊού SARS CoV-2 στον εγκέφαλό μας, αλλά προκύπτουν μόνο μετά τη μόλυνση που προκαλεί η είσοδος του κορονοϊού στα αναπνευστικά όργανα του σώματός μας.
Πάντως, από πολύ νωρίς, ήδη από τις πρώτες έρευνες που έγιναν στην Κίνα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι νοσούντες με COVID-19 εκδηλώνουν με αρκετά υψηλή συχνότητα και κάποια νευροψυχιατρικά συμπτώματα, όπως π.χ. επιληψίες, εγκεφαλικά επεισόδια, σύγχυση. Εξάλλου, όπως είδαμε, σε ένα ποσοστό της τάξης του 80%, οι πιο σοβαρά ασθενείς από τη νόσο COVID ενδέχεται να παρουσιάζουν σοβαρές νευροαισθητηριακές διαταραχές, όπως «ανοσμία» και «αγευσία» (απώλεια της όσφρησης και της γεύσης, αντίστοιχα).
Για να περιγράψουν τις ιδιαίτερες εγκεφαλικές πτυχές, δηλαδή τις νευρολογικές επιπτώσεις της παθογένειας του νέου κορονοϊού και της πανδημίας της νόσου COVID-19, οι ερευνητές επινόησαν τον όρο «Neurocovid» - ένας νεολογισμός που θα μπορούσε να αποδοθεί κυριολεκτικά ως «Νευροκορονοπάθεια», αν και καθόλου δεν αναφέρεται στις νευρωτικές συμπεριφορές και στο υπερβολικό άγχος που γεννούν στους ανθρώπους ο παρατεταμένος εγκλεισμός και οι φοβικές αντιδράσεις λόγω της επιβολής μιας απάνθρωπης «κοινωνικής αποστασιοποίησης».
Πάντως, ήδη από το 1889, όταν ανακάλυψαν τον πρώτο ιό της οικογένειας Orthomyxoviridae, στην οποία ανήκουν τόσο ο κορονοϊός SARS CoV-1, που ευθύνεται για την προηγούμενη επιδημία της νόσου SARS, όσο και ο τωρινός SARS CoV-2, ήταν γνωστό ότι αυτοί οι ιοί του αναπνευστικού προκαλούσαν συχνά και εγκεφαλίτιδες. Κάτι που, εξάλλου, ισχύει και για τον ιό που προκάλεσε την επιδημία της ισπανικής γρίπης το 1918, κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους πάνω 50 εκατομμύρια άνθρωποι και προκάλεσε τουλάχιστον ένα εκατομμύριο εγκεφαλίτιδες παρκινσονικού τύπου!
Μετέπειτα έρευνες σχετικά με την πρόσφατη επιδημία SARS, από το 2002 μέχρι το 2004, έδειξαν ότι τέσσερα χρόνια μετά την εκδήλωση της ασθένειας, περίπου το 40% των ατόμων που είχαν νοσήσει βαριά παρουσίαζαν μόνιμες νευρολογικές και ψυχιατρικές διαταραχές, όπως απώλεια μνήμης, κατάθλιψη, ιδεοληπτικές εμμονές, ψυχαναγκασμούς. Τότε, όμως, απέδιδαν αυτά τα συμπτώματα αποκλειστικά στο μεγάλο ψυχολογικό στρες που είχε προκαλέσει στους ανθρώπους η ιογενής απειλή.
Σήμερα, αντίθετα, θεωρείται επιβεβαιωμένο ότι οι πιο σοβαρές μολύνσεις από τον κορονοϊό της νόσου COVID-19 πλήττουν όχι μόνο τους πνεύμονες αλλά και τον εγκέφαλο, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, μάλιστα, με πολύ δραματικές νευρολογικές και ψυχιατρικές συνέπειες. Τέτοια σοβαρά νευροψυχιατρικά συμπτώματα, εάν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως, μπορεί να εξακολουθήσουν, για πολλά χρόνια, να ταλαιπωρούν όσους ή όσες νόσησαν από τον κορονοϊό. Γι’ αυτό και είναι αναγκαία η διάγνωση των νευρολογικών συμπτωμάτων όταν η νόσος είναι ακόμη στην πρώτη και πιο οξεία φάση.
Πώς ο κορονοϊός υπονομεύει τις εγκεφαλικές λειτουργίες;
Σύμφωνα με μια πρόσφατη εργαστηριακή έρευνα που δημοσιεύτηκε τον προηγούμενο μήνα στο έγκυρο αμερικανικό περιοδικό Ιολογίας «Viruses», ο νέος κορονοϊός μπορεί να παραμένει κρυμμένος στις μικροδομές του εγκεφάλου ορισμένων ασθενών που είχαν μολυνθεί από τη νόσο COVID-19 και πίστευαν ότι έχουν αποθεραπευτεί πλήρως. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, αυτό δεν συμβαίνει πάντα και ίσως έτσι εξηγείται γιατί ορισμένοι ασθενείς, μολονότι απέκτησαν ανοσία στον κορονοϊό, εντούτοις εξακολουθούν να εκδηλώνουν κάποιες σοβαρές παθήσεις.
Στη συγκεκριμένη ιολογική έρευνα, όταν μόλυναν κάποια ποντίκια με τον κορονοϊό SARS CoV-2, τον οποίο εισήγαγαν σε αυτά τα πειραματόζωα μέσω του αναπνευστικού τους συστήματος, διαπίστωσαν ότι αρκετά από αυτά εξακολουθούσαν να νοσούν σοβαρά ή και να πεθαίνουν από μολυσματικές παθήσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος, μολονότι ο κορονοϊός δεν υπήρχε πια στους πνεύμονές τους!
«Ο εγκέφαλος είναι μία από τις περιοχές του σώματος όπου στον κορονοϊό αρέσει περισσότερο να κρύβεται», όπως δήλωσε ο δρ Μουκές Κουμάρ (Mukesh Kumar), ο ινδικής καταγωγής νευροψυχίατρος που σχεδίασε και πραγματοποίησε αυτήν την ενδιαφέρουσα έρευνα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Γεωργίας, στις ΗΠΑ. Με τις έρευνές τους, ο ίδιος και οι συνεργάτες του έδειξαν ότι ο αριθμός των νέων κορονοϊών που εντοπίζονται στον εγκέφαλο είναι χίλιες φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των κορονοϊών που υπήρχαν σε άλλα μέρη του σώματος. Εδειξαν, μάλιστα, ότι ο αριθμός των κορονοϊών, δηλαδή το «ιικό φορτίο» στους πνεύμονες, έτεινε να μειώνεται μετά από τρεις ημέρες, ενώ παρέμενε αρκετά υψηλός στις δομές του εγκεφάλου την πέμπτη και την έκτη ημέρα μετά τη μόλυνση.
Απ’ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, αν ο κορονοϊός καταφέρει να μολύνει τα κύτταρα του εγκεφαλικού ιστού, τότε η καταστροφική παρουσία του εκεί επηρεάζει τη φυσιολογική λειτουργία και των άλλων οργάνων του σώματος που συνδέονται με τον εγκέφαλο. Ετσι λοιπόν, αν ο κορονοϊός έχει μολύνει τον εγκέφαλο των ανθρώπων που έχουν αρρωστήσει και επιβιώσει από τη νόσο COVID-19, σύμφωνα με τον δρα Κουμάρ, είναι πολύ πιθανό, μετά τη θεραπεία τους, να εμφανίσουν μια σειρά από σοβαρές ή και μοιραίες νευρολογικές ασθένειες.
«Και αυτός είναι ο λόγος που, πολύ συχνά, βλέπουμε σε ασθενείς που έχουν νοσήσει από την COVID-19 να εκδηλώνουν αυτές τις σοβαρές παθήσεις και αυτά τα περίεργα νευρολογικά συμπτώματα, όπως π.χ. τα καρδιακά ή τα εγκεφαλικά επεισόδια, την απώλεια όσφρησης και γεύσης. Παθήσεις, δηλαδή, που σχετίζονται περισσότερο με τον εγκέφαλο παρά με τους πνεύμονες», όπως υποστηρίζει ο Κουμάρ.
Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα κλινική έρευνα σχετικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί η μόλυνση του εγκεφάλου των ασθενών που νοσούν από την COVID-19 πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ και δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο κορυφαίο ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine».
Σύμφωνα με αυτήν την έρευνα, στις πιο σοβαρές περιπτώσεις της νόσου COVID-19, ο υπαίτιος για τις σοβαρές εγκεφαλικές αλλοιώσεις μετά τη μόλυνση ίσως να μην είναι άμεσα ο ίδιος ο κορονοϊός, αλλά η υπερβολική ανοσιακή απόκριση του οργανισμού απέναντι στην πιεστική ιογενή απειλή. Μια άμετρη αντίδραση του ανοσιακού μας συστήματος, το οποίο, στην προσπάθειά του να εξαλείψει τον κορονοϊό, δημιουργεί τελικά μια υπερβολικά καταστροφική φλεγμονή!
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι ερευνητές, αφού ανέλυσαν λεπτομερώς -μέσω μαγνητικής τομογραφίας- τους εγκεφάλους 19 ασθενών -οι περισσότεροι μέσης ηλικίας- οι οποίοι είχαν μολυνθεί από τον κορονοϊό και τελικά έχασαν τη μάχη με τη νόσο COVID-19. Από αυτούς, οι 14 έπασχαν από χρόνιες ασθένειες, όπως διαβήτη, υπέρταση, ενώ οι 11 πέθαναν ξαφνικά και με κλινικά απρόσμενο τρόπο.
Η λεπτομερής έρευνα αυτών των εγκεφάλων και ειδικότερα των οσφρητικών βολβών και του εγκεφαλικού στελέχους -δύο εγκεφαλικές δομές που μολύνονται περισσότερο από τους κορονοϊούς- δεν αποκάλυψε κανένα ίχνος φλεγμονής λόγω της παρουσίας των κορονοϊών σε αυτούς τους εγκεφαλικούς ιστούς, ούτε καν βρέθηκε γενετικό υλικό (RNA) του κορονοϊού ή, έστω, ίχνη πρωτεϊνών από τις ακίδες του. Συνεπώς, οι μοιραίες εγκεφαλικές βλάβες δεν θα πρέπει να προήλθαν (τουλάχιστον άμεσα) από τον ίδιο τον SARS CoV-2, αλλά μάλλον από την υπερβολική ανοσιακή απόκριση που πυροδότησε η εισβολή του κορονοϊού στους εγκεφαλικούς ιστούς.
Πηγή: efsyn.gr