Η πλειοψηφία των λοιμώξεων από κοροναϊό και επομένως η εξάπλωση του ιού ενδεχομένως να οφείλεται στα ασυμπτωματικά κρούσματα, δηλαδή σε ανθρώπους που έχουν πρόσφατα κολλήσει τον ιό και δεν έχουν αρχίσει ακόμη να εκδηλώνουν συμπτώματα. Μια μελέτη των λοιμώξεων στη Σιγκαπούρη και την Τιαντζίν στην Κίνα αποκαλύπτει ότι τα δυο τρία και τα τρία τέταρτα των ανθρώπων φαίνεται ότι έχουν κολλήσει από ανθρώπους που επώαζαν τον ιό αλλά εξακολουθούσαν να μην έχουν συμπτώματα.
Το εύρημα αυτό, όπως αναφέρει ο Guardian έχει απογοητεύσει τους ερευνητές αφού σημαίνει ότι η απομόνωση των ανθρώπων μόλις αρχίσουν να αισθάνονται άρρωστοι είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική στην επιβράδυνση της πανδημίας από οτι θα ελπίζαμε.
«Αυτό ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που μας ανησυχούσαν όταν ξεκίνησε το ξέσπασμα της επιδημίας», δηλώνει ο Στίβεν Ρίλεϊ, καθηγητής λοιμωδών νοσημάτων στο Imperial College London. «Σίγουρα δεν ελπίζαμε σε κάτι τέτοιο. Αυτό είναι ένα πράγμα που πραγματικά δεν θέλαμε να εξελιχθεί έτσι».
Ερευνητές από το Βέλγιο και την Ολλανδία μελέτησαν τα δεδομένα από τις εστίες επιδημίας σε Σιγκαπούρη και Τιαντζίν για να καταλήξουν στο «χρονικό διάστημα παραγωγής» για τον Covid-19. Το διάστημα παραγωγής είναι ο χρόνος μεταξύ της μόλυνσης ενός ατόμου και τη μόλυνση ενός δεύτερου. Πρόκειται για ένα στοιχείο πολύτιμο για την εκτίμηση της ταχύτητας με την οποία θα εξελιχθεί η επιδημία.
Το μέσο διάστημα παραγωγής ήταν 5,2 ημέρες στην εστία μόλυνσης στη Σιγκαπούρη και 3,95 ημέρες σε αυτή της Κίνας, σύμφωνα με την ανάλυση που δημοσιεύεται σε μία επιθεώρηση για λοιμώδεις νόσους. Οι επιστήμονες στη συνέχεια υπολόγισαν ποιο ποσοστό των μολύνσεων ήταν πιθανό να εξαπλωθεί από από ανθρώπους που εξακολουθούν να επωάζουν τον ιό και δεν έχουν αναπτύξει συμπτώματα.
Το ποσοστό αυτό είναι αβέβαιο καθώς οι επιστήμονες δεν είχαν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποιος μόλυνε ποιον στις δυο εστίες μόλυνσης. Ωστόσο, ακόμη και οι χαμηλότερες εκτιμήσεις δείχνουν ότι υπήρξε σημαντική μετάδοση του κοροναϊού από ανθρώπους που δεν είχαν ακόμη αρρωστήσει. Έτσι στην εστία της Σιγκαπούρης, περίπου το 45% έως και 84% των λοιμώξεων φάνηκε να προέρχεται από άτομα που επώαζαν τον ιό. Στην Κίνα, το ποσοστό αυτό κυμαινόταν μεταξύ 65% και 87%.
Ένας από τους ερευνητές της ομάδας, ο Ταπίγουα Γκανιάνι δήλωσε ότι τα νούμερα αυτά υποδηλώνουν ότι η απομόνωση των ασθενών δεν θα είναι αρκετή για να καταστείλει την επιδημία. «Είναι απίθανο αυτά τα μέτρα από μόνα τους να αρκούν για τον έλεγχο της επιδημίας του κοροναϊού. Απαιτούνται πρόσθετα μέτρα, όπως η κοινωνική απόσταση».
Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τα πρόσφατα σχόλια της Μαρία Βαν Κερχόουβ, επικεφαλής της μονάδας αναδυόμενων νόσων και ζωονόσων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που ανέφερε ότι τα προκαταρκτικά στοιχεία δείχνουν ότι οι ασθενείς μεταδίδουν τον ιό στα πρώτα στάδια της νόσου και σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι ασυμπτωματικοί. Παράλληλα μια ξεχωριστή μελέτη που βασίστηκε στην παρακολούθηση εννέα ασθενών στη Γερμανία διαπίστωσε ότι τα επίπεδα του ιού μπορεί να ήδη σε ύφεση όταν εμφανιστούν συμπτώματα.
Ο Ρίλεϊ εξηγεί ότι το ποσοστό που προκύπτει από την καινούργια έρευνα «μας βοηθά να εκτιμήσουμε πόσο πιθανό είναι να λειτουργήσουν ορισμένα είδη παρεμβάσεων στη δημόσια υγεία». «Αν ζητάτε από τους ανθρώπους να μείνουν σπίτι όταν αισθανθούν άρρωστοι κι αυτοί έχουν μολύνει τους μισούς από τους ανθρώπους που πρόκειται να μολύνουν πριν αισθανθούν άρρωστοι, τότε ξέρετε ότι δεν πρόκειται να απαλλαγείτε από αυτές τις μεταδόσεις». Ωστόσο, σημειώνει ότι και πάλι εξακολουθεί να είναι σημαντικό να απομονώνονται όσοι έχουν συμπτώματα, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι αρκετό για να σταματήσει η επιδημία.
Ο Γκανιάνι τονίζει ότι η ανάλυση έγινε επί περιοχών όπου εφαρμόστηκαν καραντίνα και άλλα μέτρα περιορισμού, κάτι που αυξάνει τα ποσοστά των λοιμώξεων από τους ασυμπτωματικούς. «Αν τα μέτρα ελέγχου ήταν λιγότερο αυστηρά, αναμένεται ότι αυτή η εκτίμηση θα ήταν χαμηλότερη αλλά ο αριθμός των δευτερογενών περιπτώσεων θα ήταν υψηλότερος κατά μέσο όρο».
Ο Ρόλαντ Κάο, ερευνητής λοιμωξιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου λέει σχετικά: «Ένας από τους παράγοντες που διακρίνει την πανδημία του κοροναϊού από την επιδημία του Sars το 2003 είναι ότι ο Sars ήταν μολυσματικός μόνο μετά την ανάπτυξη κλινικών συμπτωμάτων και επομένως ήταν πιο εύκολο να ελεγχεί. Για την τρέχουσα πανδημία, από πολύ νωρίς υποπτευόμασταν ότι υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός μεταδόσεων που γινόταν πριν την εμφάνιση κλινικών συμπτωμάτων».
Πηγή: pancreta.gr