Έκθεση - καταπέλτης για τον αντίκτυπο της κρίσης στην Υγεία - Ειδήσεις Pancreta

Αποκαλυπτική είναι η έκθεση για την κατάσταση της υγείας στην Ελλάδα που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην έκθεση καταγράφονται οι καταστροφικές επιπτώσεις των μνημονίων στον τομέα της υγείας στη χώρα (χρησιμοποιείται για ευνόητους λόγους ο όρος «οικονομική κρίση» ...), με αποτέλεσμα η κατά κεφαλή δαπάνη να είναι 1.500 ευρώ έναντι 3.000 ευρώ που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε. 

Επίσης, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις υψηλές άμεσες ιδιωτικές δαπάνες για φάρμακα, στον ρόλο του καπνίσματος και της παχυσαρκίας, ιδίως στα παιδιά, και στην επιδείνωση της ψυχικής υγείας (θεαματική αύξηση των αυτοκτονιών).

Τα βασικά σημεία της έκθεσης έχουν ως εξής:

Κατάσταση της υγείας

Το προσδόκιμο ζωής, στα 81,4 έτη, είναι λίγο υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε· ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ανισότητες όσον αφορά την υγεία ανάλογα με το φύλο καθώς και την κοινωνική θέση. 

Οι θάνατοι από ισχαιμική καρδιοπάθεια και εγκεφαλικό επεισόδιο έχουν μειωθεί, όμως τα ποσοστά ορισμένων μορφών καρκίνου, του διαβήτη και, πιο πρόσφατα, της βρεφικής θνησιμότητας έχουν αυξηθεί. Τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω μπορούν να αναμένουν ότι θα ζήσουν περίπου 40% της ζωής τους χωρίς αναπηρίες, ποσοστό που αντιστοιχεί σε δύο λιγότερα έτη υγιούς ζωής από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Παράγοντες κινδύνου

Ποσοστό λίγο υψηλότερο από το 40% των θανάτων στην Ελλάδα μπορεί να αποδοθεί σε συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου (πάνω από το 39% που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε.), με το κάπνισμα να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα.

Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις ενηλίκους καπνίζουν σε καθημερινή βάση, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Τα υψηλά ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας αποτελούν επίσης πηγή ανησυχίας, όπως και η έλλειψη άσκησης των παιδιών.

Τα σχετικά χαμηλά ποσοστά βλαβών που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ αποτυπώνουν τη χαμηλή κατανάλωση αλκοόλ από τους ενηλίκους, ωστόσο η ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση αλκοόλ στα παιδιά σημειώνει άνοδο.

Σύστημα υγείας 

Οι πολιτικές που αποβλέπουν στη μείωση της σπατάλης και στην ενίσχυση της αποδοτικότητας συνέβαλαν στην ταχεία μείωση των δαπανών υγείας κατά την οικονομική κρίση, με τα επίπεδα δαπανών να σταθεροποιούνται από το 2015 και μετά. Το 2017 η Ελλάδα δαπάνησε 1.623 ευρώ κατ’ άτομο για υγειονομική περίθαλψη, ποσό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ (2.884 ευρώ).

Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 8% του ΑΕΠ, επίσης κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε (9,8 %). Πάνω από το ένα τρίτο των δαπανών υγείας προέρχεται από τα νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένων των άτυπων πληρωμών)· πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ και οφείλεται στις υψηλές άμεσες ιδιωτικές δαπάνες για φάρμακα, εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (ή ανοιχτή νοσηλεία) και νοσοκομειακές υπηρεσίες

Αποτελεσματικότητα 

Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, ενώ υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία σχετικά με την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης. Στη διάρκεια της κρίσης, η θνησιμότητα από θεραπεύσιμες αιτίες παρουσίασε ενδείξεις επιδείνωσης. Ωστόσο, παρά τις ανεπαρκείς προληπτικές πολιτικές, η προλαμβανόμενη θνησιμότητα είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ

Προσβασιμότητα 

Το κόστος αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη, ιδίως για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα. Ένα στα δέκα νοικοκυριά υφίσταται καταστροφικές δαπάνες υγείας και η πρακτική των άτυπων πληρωμών εξακολουθεί να υπάρχει. Άλλα εμπόδια αποτελούν, μεταξύ άλλων, η επιβολή ορίων σε ορισμένες αποζημιούμενες ιατρικές επισκέψεις και η άνιση κατανομή των πόρων.

Ανθεκτικότητα 

Η επαρκής χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας, ιδίως για τη στήριξη της ανάπτυξης του νέου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας, έχει καθοριστική σημασία. Η διακυβέρνηση μπορεί να ενισχυθεί μέσω του σαφέστερου καθορισμού στρατηγικών στοιχειοθετημένων στόχων και ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου.

Προσδόκιμο ζωής

Το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε με βραδύτερο ρυθμό σε σύγκριση με πολλές χώρες της Ε.Ε. Οι κοινωνικές ανισότητες όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής είναι μεγαλύτερες στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες Πέρα από τη διαφορά μεταξύ των φύλων, παρατηρούνται επίσης ανισότητες όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής και λόγω της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης.

Το 2016 η διαφορά όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 30 ετών μεταξύ των ατόμων με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 6 έτη για τους άνδρες και 2,4 έτη για τις γυναίκες, αν και το μέγεθος αυτό είναι μικρότερο από τους μέσους όρους στην ΕΕ (7,6 και 4,1 για τους άνδρες και τις γυναίκες, αντίστοιχα).

Η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από τα διαφορετικά επίπεδα έκθεσης στους παράγοντες κινδύνου και τον διαφορετικό τρόπο ζωής (όπως υψηλότερα ποσοστά καπνίσματος στους άνδρες με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο). Στην ηλικία των 30 ετών, οι Έλληνες άνδρες με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο αναμένεται να ζήσουν έξι έτη περισσότερα σε σύγκριση με εκείνους που διαθέτουν το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο.

Πολλά έτη ζωής μετά την ηλικία των 65 ετών διάγονται με χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες. Λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και των χαμηλών δεικτών γονιμότητας, περισσότερα από ένα στα πέντε (22%) άτομα στην Ελλάδα είναι ηλικίας 65 ετών και άνω, αναλογία που προβλέπεται να αυξηθεί σε περισσότερο από ένα τρίτο (34 %) έως το 2070.

Ωστόσο, οι Έλληνες αναμένεται να ζήσουν μόνο περίπου 40% από αυτά τα έτη χωρίς αναπηρία, έναντι σχεδόν 50% στην Ε.Ε., που μεταφράζεται σε δύο λιγότερα έτη υγιούς ζωής. Το ποσοστό των Ελλήνων που δηλώνουν ότι δεν πάσχουν από χρόνια νόσο (47%) είναι παρόμοιο με τον μέσο όρο της Ε.Ε. (46%), όμως ένα μικρότερο ποσοστό αναφέρει ότι αντιμετωπίζει περιορισμούς σε βασικές καθημερινές δραστηριότητες, όπως το ντύσιμο και το ντους (ένας στους εννέα Έλληνες ηλικίας 65 ετών και
άνω, έναντι ενός στους έξι στην Ε.Ε.).

Θνησιμότητα 

Τα εγκεφαλικά επεισόδια και η ισχαιμική καρδιοπάθεια αποτελούν μακράν τις κύριες αιτίες θανάτου. Παρά τη σημαντική μείωση των ποσοστών θνησιμότητας από εγκεφαλικό επεισόδιο και ισχαιμική καρδιοπάθεια από το 2000 και μετά, οι δύο αυτές παθήσεις εξακολουθούν να αποτελούν τις κύριες αιτίες θανάτου.

Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο, με ποσοστά που παραμένουν αρκετά σταθερά με την πάροδο του χρόνου· ήταν στην έκτη υψηλότερη θέση στην Ε.Ε. το 2016.

Η θνησιμότητα από καρκίνο του παγκρέατος και ορθοκολικό καρκίνο έχει επίσης αυξηθεί από το 2000 και μετά. Οι θάνατοι από διαβήτη και χρόνιες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος αποτελούν αυξανόμενο πρόβλημα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ενώ τα επίπεδα παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αυτή η αύξηση μπορεί να αποτελεί ένδειξη αδυναμιών στην περίθαλψη όσον αφορά τις χρόνιες παθήσεις.

Με εξαίρεση τους θανάτους από τροχαία ατυχήματα, οι οποίοι μειώθηκαν, η οικονομική κρίση είχε αισθητό αντίκτυπο στην υγεία του ελληνικού πληθυσμού. Ειδικότερα, η ψυχική υγεία, εκπεφρασμένη σε ποσοστά αυτοκτονιών και επίπεδα σοβαρής κατάθλιψης, έχει επιδεινωθεί. Παρότι είναι τα χαμηλότερα μετά την Κύπρο και αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,3 ανά 100 000 κατοίκους το 2016), τα ποσοστά αυτοκτονιών έχουν αυξηθεί κατά 30 % — μέσος όρος 4,3 ανά 100 000 κατοίκους από το
2010 (έναντι 3,3 κατά την προηγούμενη δεκαετία).

Σε σειρά μελετών διαπιστώθηκε αύξηση του επιπολασμού (συχνότητα στον γενικό πληθυσμό) των συμπτωμάτων σοβαρής κατάθλιψης, από 3,3 % το 2008 σε 12,3 % το 2013 .

Η σταθερή μείωση της βρεφικής θνησιμότητας —δείκτη ευαίσθητου τόσο στην ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης όσο και στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες— έχει αντιστραφεί από το τριετές μέσο επίπεδο των 3,1 ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων κατά την περίοδο 2007-2009 σε 3,9 κατά την περίοδο 2015-2017, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της Ε.Ε. (3,6).

Το 2016 η βρεφική θνησιμότητα κορυφώθηκε στους 4,2 θανάτους ανά 1 000 γεννήσεις ζώντων, προτού μειωθεί στους 3,5 (λίγο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ) το 2017.

Δαπάνες 

Πολύ μεγάλο ποσοστό των δαπανών προέρχεται από τα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων των άτυπων πληρωμών Συνολικά, στην Ελλάδα μόνο το 61% των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη προέρχεται από δημόσιες πηγές (σχήμα 8), ενώ το 35% χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά (το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ).

Το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε ανάμεσα στο 28% το 2010, που ήταν το χαμηλότερο σημείο, έως το 37% το 2014, που ήταν το υψηλότερο σημείο. Τα υψηλά επίπεδα επιμερισμού του κόστους πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από την προκλητή ζήτηση (ζήτηση που υποκινείται από την προσφορά) και οφείλονται κυρίως στις συμμετοχές των ασφαλισμένων για τα φάρμακα και στις άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών, επισκέψεις σε ειδικούς ιατρούς, νοσηλευτική περίθαλψη, καθώς και οδοντιατρική περίθαλψη.

Επιπλέον, οι άτυπες πληρωμές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών, γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ισότητα και τα εμπόδια πρόσβασης στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης.

Η προαιρετική ασφάλιση υγείας διαδραματίζει μόνον ήσσονος σημασίας ρόλο και αντιπροσώπευε το 4% των συνολικών δαπανών υγείας το 2017.

Κώστας Μοσχονάς

Πηγή


Πηγή: pancreta.gr