Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια που τα τελευταία χρόνια φαίνεται να απασχολεί ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, με πολλούς ειδικούς να κάνουν μάλιστα λόγο για την ασθένεια της γενιάς των millenials. Έτσι, όπως είναι φυσικό, πολλές φορές δημιουργούνται στον κόσμο λανθασμένες εντυπώσεις ως προς το πως είναι ένας καταθλιπτικός άνθρωπος. Οι καταθλιπτικοί, όμως, δεν είναι άτομα που φαίνεται απαραίτητα ότι πάσχουν από κάποια ασθένεια, ούτε και κλαίνε με την πρώτη ευκαιρία.
Το MentalHealth.gov, ένας Αμερικανικός κυβερνητικός ιστότοπος, ορίζει την ασθένεια ως «η τάση του να χάνεται το ενδιαφέρον για σημαντικά κομμάτια της καθημερινής ζωής του ατόμου». Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αύξηση ή μείωση της κατανάλωσης φαγητού ή διαταραχές στον ύπνο, απομακρύνοντας από τους ανθρώπους που νοσούν από τις συνήθεις δραστηριότητές τους. Ένα ακόμα σύμπτωμα αποτελεί η μειωμένη ή ανύπαρκτη ενέργεια, το αίσθημα μουδιάσματος ή το συνεχές αίσθημα ματαιότητας. Οι καταθλιπτικοί άνθρωποι κατακλύζονται από αισθήματα ασυνήθιστα συγκεχυμένα: αισθάνονται ξεχασμένοι, παραγκωνισμένοι, θυμωμένοι, αναστατωμένοι, ανήσυχοι ή και φοβισμένοι. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που γεννώνται σκέψεις ώστε να βλάψουν τον εαυτό τους ή και άλλους.
Μια καλή περιγραφή για να κατανοήσουμε την ασθένεια προέρχεται από την ομάδα που είναι υπεύθυνη για την σχετική καμπάνια του Ηνωμένου Βασιλείου πάνω στην κατάθλιψη, το Mind: «Ξεκινάει ως θλίψη, μετά αισθάνεσαι ότι ο οργανισμός σου σταδιακά καταρρέει, γίνεσαι λιγότερο ικανός να αντιμετωπίσεις την καθημερινότητα. Τελικά, αισθάνεσαι μουδιασμένος και κενός».
Πολλοί άνθρωποι μπερδεύουν συχνά την κατάθλιψη με άλλα προβλήματα υγείας, όπως για παράδειγμα τις μακροχρόνιες ασθένειες, το άγχος, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ή τη σχιζοφρένεια. Ο όρος «δυσθυμία» χρησιμοποιείται επίσης για την ήπια, μακροχρόνια κατάθλιψη - που συνήθως διαρκεί δύο χρόνια ή και περισσότερο.
Πόσος κόσμος υποφέρει από την κατάθλιψη;
Η κλινική κατάθλιψη εξελίσσεται σε επιδημία τις τελευταίες δεκαετίες, και από εκεί που συνδεόταν με τη δυστυχία του να βρίσκεται κανείς στο περιθώριο, πλέον έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που βλέπουμε ακόμα και στις ειδήσεις. Είναι ευρέως διαδεδομένη στις αίθουσες διδασκαλίας και στις εταιρικές αίθουσες συνεδριάσεων, στα στρατόπεδα προσφύγων, στις πόλεις, στα αγροκτήματα και στα προάστια.
Εκτιμάται ότι πάνω από 300 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κατάθλιψη - περίπου το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού - σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 2015. Είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να νοσήσουν σε σχέση με τους άνδρες.
Η κατάθλιψη είναι αυτή τη στιγμή η νούμερο ένα ασθένεια σε παγκόσμιο επίπεδο, και η μονοπολική (σε αντίθεση με τη διπολική) κατάθλιψη υπολογίζεται πως είναι η 10η κύρια αιτία πρόωρου θανάτου. Η σύνδεση μεταξύ αυτοκτονίας, της δεύτερης δηλαδή αιτίας θανάτου για τους νέους ηλικίας 15-29 ετών, και της κατάθλιψης είναι σαφής, και κάθε λεπτό που περνά, δύο άνθρωποι αυτοκτονούν.
Ενώ τα ποσοστά για την κατάθλιψη και άλλες κοινές ασθένειες σχετιζόμενες με την ψυχική υγεία ποικίλλουν σημαντικά, οι ΗΠΑ είναι η «πιο καταθλιπτική» χώρα στον κόσμο, ακολουθούμενη στενά από την Κολομβία, την Ουκρανία, τη Ολλανδία και τη Γαλλία. Στον αντίποδα βρίσκεται η Ιαπωνία, η Νιγηρία και η Κίνα.
Γιατί υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές;
Οι έντονες αντιθέσεις που παρατηρούνται μεταξύ των στοιχείων που έχουμε για διάφορες χώρες του κόσμου, οδήγησαν ορισμένους επιστήμονες στο να αναφέρονται στην κατάθλιψη ως πρόβλημα των ανεπτυγμένων χωρών του Δυτικού κόσμου. Η λογική πίσω από αυτό εξηγείται καθώς ένας άνθρωπος δεν έχει χρόνο για τέτοια ενδοσκόπηση, όταν βρίσκεται σε μια εμπόλεμη ζώνη ή δεν γνωρίζει πότε θα είναι η επόμενη φορά που θα έχει πρόσβαση σε φαγητό και πόσιμο νερό.
Πρόσφατες έρευνες επισημαίνουν πολλούς λόγους και πολλοί από αυτούς αλληλοεπικαλύπτονται: ιδιαίτερα οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες συχνά στερούνται την υποδομή για τη συλλογή στοιχείων σχετικά με την κατάθλιψη και είναι λιγότερο πιθανό να την αναγνωρίσουν ως ασθένεια. Επίσης, οι άνθρωποι σε αυτές τις χώρες είναι πιο πιθανό να αισθάνονται ένα κοινωνικό στίγμα κατά τη συζήτηση για το πως αισθάνονται και είναι απρόθυμοι να ζητήσουν επαγγελματική βοήθεια.
Οι στατιστικές είναι επίσης λιγότερο απλοϊκές από το εύκολο συμπέρασμα ότι οι πλούσιοι είναι καταθλιπτικοί, ενώ οι φτωχοί όχι. Μια επιστημονική δημοσίευση στο περιοδικό Plos Medicine υποστηρίζει ότι, πέρα από ακραίες περιπτώσεις, η πλειοψηφία των κρατών έχει παρόμοια ποσοστά κατάθλιψης. Διαπίστωσε επίσης ότι οι περιοχές που πλήττονται περισσότερο είναι η Ανατολική Ευρώπη, η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή. Αν εξετάσουμε δε ανά χώρα τα υπάρχοντα στοιχεία, το υψηλότερο ποσοστό των ετών που χάνει ένα άτομο από τη ζωή του λόγω κατάθλιψης παρατηρείται στο Αφγανιστάν και το χαμηλότερο στην Ιαπωνία.
Ποια είναι τα αίτια της κατάθλιψης;
Τα πράγματα με την πάροδο του χρόνου έχουν βελτιωθεί, καθώς τα άτομα με ψυχικές ασθένειες στο παρελθόν θεωρούνταν δαιμονισμένα ή κατηγορούνταν για μαγεία. Σε κάθε περίπτωση, προβληματικές αντιλήψεις γύρω από την ψυχική αυτή ασθένεια διατηρούνται, ιδιαίτερα της επιμονής ότι οι άνθρωποι με κατάθλιψη πρέπει απλώς να «ξεσηκωθούν» ή «να βγαίνουν περισσότερο».
Μια αντίθετη γνώμη εκφράζεται από τον ψυχίατρο, Dr Tim Cantopher, και συγγραφέα του βιβλίου "Depressive Illness: The Curse of the Strong". Ο επιστήμονες υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα μέρος του εγκεφάλου, που ονομάζεται λιμβικό ή μεταιχμιακό σύστημα, και λειτουργεί σαν ένας θερμοστάτης, ελέγχοντας διάφορες λειτουργίες του σώματος - συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης - και την αποκατάσταση της ισορροπίας μετά τα αναμενόμενα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Το λιμβικό σύστημα είναι ένα κύκλωμα των νευρώνων, που μεταδίδουν σήματα μεταξύ τους μέσω δύο χημικών, της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης ή νορεπινεφρίνης, στα οποία τα άτομα με κατάθλιψη παρουσιάζουν έλλειψη. Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή, η καταθλιπτική νόσος είναι κατά κύριο λόγο μια σωματική και όχι ψυχική ασθένεια.
Ο Cantopher αναφέρει ότι, όταν αγχώνονται, οι αδύναμοι ή τεμπέληδες άνθρωποι ενδίδουν γρήγορα. Αντίθετα, οι ισχυροί άνθρωποι συνεχίζουν να δουλεύουν, να διπλασιάζουν τις προσπάθειές τους, να καταπολεμούν κάθε πίεση να εγκαταλείψουν και έτσι φτάνουν το λιμβικό σύστημα στα όριά του. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία, καθώς είναι αδύνατο να πειραματιστεί κανείς σε ζωντανό εγκέφαλο.
Άλλες κοινώς αποδεκτές αιτίες είναι ένα ψυχολογικό τραύμα ή η κακοποίηση του ατόμου στο παρελθόν. Αιτία μπορεί να σταθεί και μια γενετική προδιάθεση για κατάθλιψη, όπως και τα οικονομικά προβλήματα, ο χρόνιος πόνος ή ασθένεια. Το ίδιο ισχύει και για τη λήψη ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της κάνναβης, του ecstasy και της ηρωίνης. Υπάρχει επίσης μια σχολή σκέψης που υποστηρίζει ότι το σοβαρό στρες ή ορισμένες ασθένειες μπορεί να προκαλέσει μια υπερβολική ανταπόκριση από το ανοσοποιητικό σύστημα, προκαλώντας φλεγμονή στον εγκέφαλο, η οποία με τη σειρά της προκαλεί κατάθλιψη.
Θεραπεία της κατάθλιψης
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι λιγότεροι από τους μισούς ανθρώπους με κατάθλιψη λαμβάνουν θεραπεία για την ασθένεια. Πολλοί περισσότεροι από αυτούς θα λάβουν ανεπαρκή βοήθεια, συχνά επικεντρώνοντας στην φαρμακευτική αγωγή, επενδύοντας πολύ λίγο στην θεραπεία λόγου με τη βοήθεια γιατρού, που θεωρείται ένας κρίσιμος σύμμαχος.
Μεταξύ των φαρμακολογικών θεραπευτικών αγωγών για την κατάθλιψη, τα συνηθέστερα συνταγογραφούμενα αντικαταθλιπτικά είναι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) οι οποίοι μειώνουν την απορρόφηση της σεροτονίνης από τον οργανισμό, αυξάνοντας τα συνολικά της επίπεδα. Μια άλλη δημοφιλής τάξη φαρμάκων είναι ο αναστολέας επαναπρόσληψης νορεπινεφρίνης σε σεροτονίνη (SNRIs), ο οποίος λειτουργεί τόσο στη σεροτονίνη όσο και στη νοραδρεναλίνη.
Η πιο συνηθισμένη θεραπεία λόγου είναι η γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία, η οποία κατανέμει τα προβλήματα σε καταστάσεις, σκέψεις, συναισθήματα, σωματικά συναισθήματα και ενέργειες που προσπαθούν να σπάσουν έναν κύκλο αρνητικών σκέψεων. Άλλοι τύποι θεραπείας είναι η διαπροσωπική θεραπεία, η ενεργοποίηση της συμπεριφοράς, η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία και η θεραπεία ζευγαριών. Όλες οι θεραπείες μπορούν να γίνονται σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή. Εκτός από την ιατρική προσέγγιση, οι γιατροί μπορούν να συνταγογραφήσουν φυσική δραστηριότητα ή εργοθεραπεία και ενασχόληση με την τέχνη, ενώ ορισμένοι ασθενείς επιλέγουν εναλλακτικές ή συμπληρωματικές θεραπείες, με πιο δημοφιλή την κατανάλωση βοτάνων και τη γιόγκα.
Τάσεις
Ενώ υπάρχουν όλο και περισσότερες θεραπείες για την κατάθλιψη, το πρόβλημα εντείνεται συνεχώς. Από το 2005 έως το 2015, τα κρούσματα κατάθλιψης αυξήθηκαν σχεδόν κατά 20%. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν μετά το 1945 είναι 10 φορές πιο πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη. Αυτό αντικατοπτρίζει τόσο την αύξηση του πληθυσμού όσο και την αναλογική αύξηση του ποσοστού κατάθλιψης στις πιο επικίνδυνες ηλικίες, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ωστόσο, τα ποσοστά αυτοκτονίας έχουν μειωθεί παγκοσμίως, κατά περίπου 25%. Το 1990, ο αριθμός τους ανερχόταν σε 14,55 ανά 100.000 άτομα, ενώ το 2016 ήταν 11.16 ανά 100.000.
Ένας βασικός λόγος για τη συνεχιζόμενη αύξηση της κατάθλιψης είναι ότι τα φάρμακα δεν «θεραπεύουν» απαραιτήτως τον ασθενή και άλλες θεραπείες που μπορούν να κάνουν τη διαφορά συνήθως δεν είναι επαρκείς. Άλλοι λόγοι για τη συνεχιζόμενη αύξηση της κατάθλιψης περιλαμβάνουν τη γήρανση του πληθυσμού (τα άτομα ηλικίας 60-74 ετών είναι πιθανότερο να υποφέρουν σε σχέση με άλλες ηλικιακές ομάδες) και η αύξηση του στρες και της απομόνωσης, ή η οικονομική κρίση.
Τι έπεται;
Τα τελευταία 25 χρόνια δεν έχουν αναπτυχθεί νέα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, γεγονός που αναγκάζει τους ψυχιάτρους να αναζητήσουν αλλού βοήθεια. Ωστόσο έχουν υπάρξει θετικά πειράματα τόσο με την κεταμίνη όσο και με την ψιλοκυβίνη, το ενεργό συστατικό στα μαγικά μανιτάρια. Περαιτέρω ελπίδες για μια νέα γενιά θεραπειών γεννώνται από τις πρόσφατες ανακαλύψεις 44 γονιδιακών παραλλαγών που οι επιστήμονες πιστεύουν ότι αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης. Ένας άλλος αμφιλεγόμενος τομέας της έρευνας είναι η θεραπεία για τη χαμηλή ανοσία και τις πιθανές σχέσεις μεταξύ της κατάθλιψης και της φλεγμονής.
Αναγνωρίζεται επίσης όλο και περισσότερο η ανάγκη εκπαίδευσης περισσότερων ψυχολόγων που θα αντικαταστήσουν ή θα συμπληρώσουν τις υπάρχουσες θεραπευτικές αγωγές. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι το γεγονός ότι δημιουργείται σιγά σιγά ένα πολιτιστικό κίνημα που στοχεύει στο διευκολύνει τους ανθρώπους στο να ζητούν βοήθεια και να μιλούν για την ασθένειά τους.
Πληροφορίες από Guardian
Πηγή: tvxs.gr