Η αυτοεκτίμηση είναι ιδέα, στάση, συναίσθημα, εικόνα και εξωτερικεύεται με τη συμπεριφορά. Αυτοεκτίμηση είναι η ικανότητα να δίνεις αξία στον εαυτό σου και να τον μεταχειρίζεσαι με αξιοπρέπεια, με αγάπη και αλήθεια.
«Όταν τον εαυτό μου τον εκτιμώ και μου αρέσει, έχω τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσω τη ζωή με αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια, δύναμη, αγάπη και ρεαλισμό». Αυτή είναι η περίπτωση της υψηλής αυτοεκτίμησης. Απ’ την άλλη μεριά, όταν βλέπει κανείς υποτιμητικά τον εαυτό του, με αηδία ή περιφρόνηση ή άλλο αρνητικό συναίσθημα, o εαυτός χάνει τη δύναμή του και γίνεται θύμα, νικημένο από τη ζωή: «Αν δεν μου αρέσει ο εαυτός μου, τον υποτιμάω και τον τιμωρώ. Ξεκινάω για ν’ αντιμετωπίσω τη ζωή από τη βάση του φόβου και της ανημπόριας και δημιουργώ μία κατάσταση στην οποία αισθάνομαι θύμα και φέρομαι σαν θύμα. Τιμωρώ τον εαυτό μου και τους άλλους, χωρίς να βλέπω τι κάνω. Πότε φέρομαι δουλικά και πότε σαν τύρρανος. Θεωρώ τους άλλους υπεύθυνους για τις πράξεις μου». Σ’ αυτήν την ψυχολογική κατάσταση, το άτομο αισθάνεται ότι δεν το λογαριάζουν, ότι συνέχεια απειλείται με απόρριψη και ότι του λείπει η ικανότητα να δει σωστά τον εαυτό του, τους άλλους και τα περιστατικά. Αυτή είναι η περίπτωση της χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Ένας άνθρωπος, που δε δίνει αξία στον εαυτό του, περιμένει από κάποιον άλλον – τη σύζυγο, το σύζυγο, το γιο ή την κόρη – να του δώσει την αξία. Αυτό συχνά οδηγεί σε ατέλειωτη χειραγώγηση, που συνήθως προκαλεί αντίκτυπο ολέθριο και για τους δύο.
Σε πολλούς μπορεί να φανεί ριζοσπαστική ή ακόμα και καταστροφική η άποψη πως είναι ουσιαστικό το να αγαπάει και να δίνει κανείς αξία στον εαυτό του. Για πολλούς ανθρώπους το ν’ αγαπάς τον εαυτό σου σημαίνει εγωισμό και επομένως ενέργεια εναντίον των άλλων – πόλεμο μεταξύ των ανθρώπων.
Για να αποφύγουν να στρέφονται εναντίον των άλλων, οι άνθρωποι διδάσκονται ν’ αγαπάνε τους άλλους αντί ν’ αγαπάνε τον εαυτό τους. Αυτό οδηγεί στην υποτίμηση του εαυτού. Μα γεννιέται και το ερώτημα: αν κανείς δεν έχει μάθει ν’ αγαπάει τον εαυτό του, πώς μπορεί να ξέρει ν’ αγαπάει τους άλλους; Έχουμε πολλές αποδείξεις που μαρτυρούν ότι μόνο αν αγαπάς τον εαυτό σου, θα μπορέσεις ν’ αγαπήσεις και τους άλλους, ότι αυτοεκτίμηση και εγωισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Ο εγωισμός αποτελεί μία μορφή ανωτερότητας, στην οποία το μήνυμα είναι κάποια παραλλαγή του «είμαι καλύτερος από σένα». Το να αγαπάς τον εαυτό σου είναι μία δήλωση, μία θέση αξίας. Όταν δίνω αξία στον εαυτό μου, τότε μπορώ να αγαπώ τους άλλους αναγνωρίζοντας την αξία τους. Όταν ο εαυτός μου δεν μου αρέσει, τότε τα συναισθήματά μου για τους άλλους θα είναι ζήλεια ή φόβος.
Οι καλές ανθρώπινες σχέσεις και η κατάλληλη και τρυφερή συμπεριφορά πηγάζουν από ανθρώπους που έχουν αυξημένη αυτοεκτίμηση. Για να το πούμε απλά, όσοι αγαπάνε και εκτιμούν τον εαυτό τους είναι ικανοί να αγαπήσουν και να εκτιμήσουν τους άλλους και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα κατάλληλα. Η συναίσθηση της αξίας του εαυτού είναι το κλειδί, ο δρόμος για να γίνεις περισσότερο ανθρώπινος, να αποκτήσεις υγεία και ευτυχία, να δημιουργήσεις και να συντηρήσεις ικανοποιητικές σχέσεις και να είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος, αποδοτικός και υπεύθυνος.
Όταν νοιάζεται κανείς για τον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να κάνει κάτι για να τον πληγώσει, να τον υποτιμήσει, να τον ταπεινώσει ή να τον καταστρέψει, αυτόν ή κάποιον άλλον και ποτέ δεν θα θεωρήσει τους άλλους υπεύθυνους για τις πράξεις του. Για παράδειγμα, όσοι νοιάζονται για τον εαυτό τους, δεν θα τον καταστρέψουν με ναρκωτικά και δεν θα επιτρέψουν ποτέ στους άλλους να τους κακομεταχειριστούν σωματικά ή ψυχικά.
Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν αξίζουν, είναι σίγουροι πως οι άλλοι θα τους ξεγελάσουν, θα τους παραγκωνίσουν και θα τους υποτιμήσουν. Έτσι προετοιμάζουν τον δρόμο για να γίνουν θύματα. Καθώς περιμένουν το χειρότερο, το προκαλούν και συνήθως το παθαίνουν. Για να προστατευθούν, κρύβονται πίσω από έναν τοίχο δυσπιστίας και βουλιάζουν μέσα σ’ ένα τρομακτικό συναίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης. Έτσι, απομονωμένοι από τους άλλους, γίνονται απαθείς, αδιαφορούν για τον εαυτό τους και για τους άλλους γύρω τους. Είναι δύσκολο γι’ αυτούς ν’ ακούσουν, να δουν και να σκεφτούν καθαρά και επομένως έχουν την τάση να παραγκωνίζουν και να υποτιμούν τους άλλους. Όσοι αισθάνονται έτσι, χτίζουν τεράστιους ψυχολογικούς τοίχους και κρύβονται πίσω τους και ύστερα, για να αμυνθούν, αρνιούνται πως αυτό έκαναν. Ο φόβος είναι φυσικό επακόλουθο αυτής της δυσπιστίας και της απομόνωσης. Μας περιορίζει και μας τυφλώνει. Μας εμποδίζει να διακινδυνεύσουμε με νέες λύσεις στα προβλήματά μας. Αντίθετα, μας σπρώχνει πάντα σε τρόπους συμπεριφοράς εκ των προτέρων καταδικασμένους σε αποτυχία.
Όσο πιο δυνατή η αυτοεκτίμηση, τόσο πιο εύκολα παίρνει κανείς κουράγιο για ν’ αλλάξει η συμπεριφορά. Όσο πιο πολύ εκτιμάει κανείς τον εαυτό του, τόσο πιο λίγα απαιτεί από τους άλλους. Όσο λιγότερα απαιτεί, τόσο περισσότερο τους εμπιστεύεται. Όσο πιο πολύ εμπιστεύεται τον εαυτό του και τους άλλους, τόσο πιο πολύ μπορεί ν’ αγαπάει. Όσο πιο πολύ αγαπάει, τόσο πιο λίγο φοβάται τους άλλους. Όσο περισσότερα οικοδομεί μαζί με τους άλλους, τόσο πιο πολύ τους γνωρίζει. Όσο πιο πολύ τους γνωρίζει, τόσο πιο στερεοί είναι οι δεσμοί και οι γέφυρες ανάμεσα σ’ αυτόν και τους άλλους. Η συμπεριφορά της αυτοεκτίμησης βοηθάει λοιπόν να μπει τέλος στην απομόνωση και την αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους και τις ομάδες.
Προσαρμογή από το βιβλίο της Virginia Satir, «Πλάθοντας Ανθρώπους» – εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
Πηγή: pancreta