—του Γιώργου Θεοχάρη—
Σαν σήμερα (12 Ιουνίου) γεννήθηκε ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς του 20ού αιώνα. Αγαπήθηκε όσο λίγοι από τρεις γενιές θεατών του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Αποτελεί μοναδική περίπτωση ηθοποιού για πολλούς και διάφορους λόγους. Ας θυμηθούμε μερικούς από αυτούς, μέσα από επιλεγμένα βιογραφικά στοιχεία, δηλώσεις του ίδιου, μαρτυρίες τρίτων και μια κριτική αποτίμηση της μοναδικότητάς του, απαντώντας σε μερικά εύλογα ερωτήματα.
Πότε γεννήθηκε, τέλος πάντων; Άγνωστο. Ξεκίνησα λέγοντας ότι ο Ντίνος Ηλιόπουλος γεννήθηκε πριν από 100+ χρόνια. Η χρονική ασάφεια οφείλεται στο ότι δεν είναι σίγουρο το πότε ακριβώς ήρθε στη ζωή. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, αλλά πότε; Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ως ημερομηνία γέννησης τις 12/6/1915· άλλες τον θέλουν κατά ένα ή δύο χρόνια μεγαλύτερο. Ο Φιλοποίμην Φίνος έλεγε με βεβαιότητα ότι ήταν γεννημένος την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, αλλά μάλλον δεν είχε δίκιο: είναι βέβαιο ότι έβγαλε το γυμνάσιο στη Μασσαλία όπου μετανάστευσε η οικογένεια όταν ο έμπορος πατήρ Ηλιόπουλος χρεοκόπησε στην Αίγυπτο εξαιτίας του κραχ του 1929. Η οικογένεια επέστρεψε στην Αθήνα το 1935. Λίγο δύσκολο να είχε γεννηθεί, λ.χ., το 1905 γιατί τότε θα πρέπει να τελείωσε το γυμνάσιο σχεδόν τριαντάρης. Το πιθανότερο είναι να γεννήθηκε μεταξύ 1913-1915.
Μήπως μικρόδειχνε; Όχι, απλώς έπαιζε καλά. Στην ταινία Ο Ατσίδας (1962, Γιάννης Δαλιανίδης) ήταν περίπου 50 χρονών (+/– δυο-τρία χρόνια). Σ’ εκείνη την ταινία παίζει έναν ρόλο που δεν ταιριάζει με την ηλικία του: του γιου που δυσκολεύεται να παντρευτεί την καλή του γιατί δεν τον αφήνει ο μπαμπάς του. Αφύσικα πράγματα. Τον πατέρα του παίζει ο Παντελής Ζερβός (γεν. 1908), οποίος, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν μόλις εφτά χρόνια μεγαλύτερός του. Και όμως, πείθουν ως πατέρας και γιος γιατί ήταν καλοί ηθοποιοί – υποκρίνονταν: αυτή ήταν η δουλειά τους.
Και γιατί ήταν μοναδικός; Για πολλούς λόγους. Πρώτον, δεν μιμήθηκε κανέναν και δεν τον μιμήθηκε κανείς. Δεύτερον, το παίξιμό του είχε μία φινέτσα που δεν συναντούσες σε κανέναν από τους μεγάλους Έλληνες κωμικούς του 20ού αιώνα. Τρίτον, στην αρχή της κινηματογραφικής του καριέρας δεν δίστασε να παίξει κόντρα ρόλους με μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία: τον μπακάλη Μελέτη στην ταινία Θανασάκης ο Πολιτευόμενος (1954, Αλέκος Σακελλάριος), τον Τζο στην ταινία Τζο ο Τρομερός (1955, Ντίνος Δημόπουλος) και –κυρίως– τον Θωμά στο Δράκο στην εμβληματική για τον ελληνικό κινηματογράφο ταινία Ο Δράκος (1955, Νίκος Κούνδουρος). Τέταρτον, χόρευε με έναν δικό του τρόπο (εξού και η απαραίτητη παρουσία του στα μιούζικαλ του Δαλιανίδη). Πέμπτον, έγραφε (θεατρικά, δοκίμια, αυτοβιογραφία). Έκτον, δούλεψε ασταμάτητα για 55 χρόνια (1944-1999 – συν κάποια χρόνια στην αρχή που έκανε άλλες δουλειές), μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Έβδομον, ήταν ωραίος τύπος (από πολλές απόψεις). Μολονότι διαφορετικός απ’ όλους, άρεσε στους πάντες. Αυτά. Λίγα είναι;
Όταν λέμε «φινέτσα»; Το αντίθετο της χοντροκοπιάς. Χιούμορ, όχι πλάκα. Αυτοσαρκασμός, όχι σαρκασμός. Υπαινικτικά χαμηλοί τόνοι, όχι φανταχτερές αγριοφωνάρες. Αέρινες κινήσεις, απαράμιλλη ευγένεια, ιδιότυπη εκφορά του λόγου. Φινέτσα.
Αυτός ο Δράκος είναι τόσο φοβερός όσο λένε; Εξαρτάται με ποιον μιλάς. Για κάποιους (και για μένα) είναι μέσα στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες μέχρι στιγμής. Το θέμα είναι ότι ο Ηλιόπουλος εκεί δίνει ρέστα. Δείχνει ότι μπορεί να παίξει τα πάντα. Βέβαια, δεν ξανατόλμησε κάτι τόσο εκτός πεπατημένης στον κινηματογράφο [αν εξαιρέσουμε μερικές ταινίες προς το τέλος της καριέρας του, όπως Ο Μελισσοκόμος (1986, Θόδωρος Αγγελόπουλος) και Ράδιο Μόσχα και Το Παλτό (1995 και 1997 αντίστοιχα, και οι δύο του πρόσφατα χαμένου Νίκου Τριανταφυλλίδη). Αντίθετα, στο θέατρο τόλμησε να κάνει τα δικά του στη δεκαετία του ’60 με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσει και μετά να τρέχει (μέχρι την Αμερική) και να μη φτάνει. Πριν απ’ αυτό, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, εξαιτίας του Δράκου μπήκε στη μαύρη λίστα του Φίνου και άργησε ακόμα περισσότερο να παίξει σε μεγάλες παραγωγές. Στην ταινία Οι κυρίες της Αυλής (1966, Δημόπουλος) ο Ηλιόπουλος ως Πίπης ο ζωγράφος εκμυστηρεύεται στον Νώντα Μπόσικο (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος): «Ήθελα να παίξω στον κινηματογράφο. Από μικρός είχα κλίση, είχα μεγάλο ταλέντο. Ήθελα να βγω να παίξω σε μία ταινία, αλλά δε μ’ αφήνανε». «Ποιοι, οι δικοί σου;» ρωτάει ο Νώντας. «Όχι, ο παραγωγός, ο Φίνος», απαντάει ο Πίπης. Απ’ τη ζωή βγαλμένο – σχεδόν.
Είχε σπουδάσει χορό; Όχι, αυτοδίδακτος ήταν. Εδώ τρόμαξε να βρει δραματική σχολή να σπουδάσει ηθοποιός. Στη σχολή του Εθνικού δεν τον δέχτηκαν. Στις εξετάσεις είχε επιλέξει να απαγγείλει ένα ποίημα του Καβάφη· δεν τον άφησαν να πει παρά μόνο τους πρώτους στίχους. Εκείνο τον καιρό έπρεπε να έχεις τον στόμφο του Θάνου Κωτσόπουλου για να γίνεις δεκτός στο Εθνικό. Όσο για τον χορό, ο Ηλιόπουλος έλεγε ότι έκλεβε φιγούρες από τους αγαπημένους του Φρεντ Αστέρ και Τζιν Κέλι, και τις μετέτρεπε σε «σαχλαμαρίτσες» (δικός του ο χαρακτηρισμός). Δεν ήταν όμως καθόλου έτσι. Είχε δική του τεχνική, δουλεμένη με κόπο και σκέψη. Ο χορός του ήταν προέκταση της κινησιολογίας του, απόλυτα ταιριαστός με τον τύπο του, σωματικά και υποκριτικά. Πίσω από τις «σαχλαμαρίτσες» κρυβόταν σκληρή δουλειά. «Χόρευε» κι όταν δεν χόρευε – αρκεί να παρατηρήσει κανείς τον τρόπο που περπατούσε. Ο Ηλιόπουλος ήταν κίνηση.
Όταν λέμε «δουλειά»; Είπαμε, 55 χρόνια. Χρειάζονται κι άλλα νούμερα; Περίπου 100 ταινίες. Κάπου 200 θεατρικές παραστάσεις. Καμιά 20αριά βιντεοταινίες. Και στην τηλεόραση: 2 τηλεταινίες, περίπου 10 θεατρικά (Θέατρο της Δευτέρας), συμμετοχή σε δεκάδες σειρές, εορταστικές εκπομπές κ.λπ. – μέχρι και σε τηλεπαιχνίδι είχε παίξει. Βέβαια, μπορεί να πεις κανείς ότι σπαταλήθηκε. Ιδιαίτερα από τον Δράκο μέχρι τις μεγάλες του επιτυχίες στη Φίνος Φιλμ, και από τη χρεοκοπία του μέχρι το τέλος (με κάποιες εκλάμψεις, εννοείται). Ειδικά εκείνες οι βιντεοταινίες της δεκαετίας του’80 δεν βλέπονται. Αλλά όλα εξηγούνται. Μετά τον Δράκο, ο οποίος καλλιτεχνικά έσκισε αλλά εμπορικά πάτωσε, ο Φίνος τον έβαλε στη μαύρη λίστα ως αντιεμπορικό, κι έτσι αναγκάστηκε να παίζει σε ταινίες μικρών εταιριών, που κατά κανόνα ήταν χαμηλής ποιότητας (αν και ο ίδιος συχνά διασώζεται). Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Φίνος άλλαξε γνώμη, πήρε στροφή και η καριέρα του. Έπαιξε σε μεγάλες παραγωγές (κυρίως μεταφορές θεατρικών επιτυχιών) που είχαν εμπορική επιτυχία (και οι οποίες βλέπονται ακόμα ευχάριστα), έγινε θιασάρχης, πήρε τα πάνω του. Το 1964 παντρεύτηκε την αυστριακής καταγωγής Χίλντεγκαρντ και έκαναν δύο κόρες (την Εβίτα –το νήπιο που εμφανίζεται ως κόρη του στις Κυρίες της αυλής– και τη Χίλντα). Στη συνέχεια, ως θιασάρχης πάντα, ανέβαζε πολυέξοδα ή/και αντιεμπορικά έργα, με αποτέλεσμα να φαλιρίσει. Ήταν, λένε, υπόδειγμα εργοδότη: πλήρωνε καλά και αμέσως (συνήθως από την τσέπη του). Παρότι είχε σπουδάσει οικονομικά (σε κάποιο κολέγιο στην Αθήνα μετά το 1935 και μέχρι τον πόλεμο), ήταν απίστευτα κακός στην διαχείριση. Όταν έπιασε πάτο, αναγκάστηκε το 1974 να κάνει περιοδεία σε 60 πόλεις στις ΗΠΑ για ενάμιση χρόνο. Έτσι ξεχρέωσε. Αλλά συνέχισε να ζορίζεται. Σε αυτή την ανασφάλεια (και στην εργασιομανία του) οφείλεται μάλλον η συμμετοχή στις διαβόητες βιντεοταινίες και κάποιες συμμετοχές σε καταγέλαστες θεατρικές παραστάσεις. Αναμφίβολα, αδίκησε σε πολλές περιπτώσεις τον εαυτό του.
Τι έγραψε; Την αυτοβιογραφία του (Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος, Άγκυρα 1999), δύο συλλογές με σατιρικά δοκίμια (Προσδεθείτε και Ο Ντίνος στη χώρα των θαυμάτων) και δύο θεατρικά έργα. Το πρώτο, το Κονσέρτο για τρομπόνι, βασιζόταν στους Μέναιχμους του Λατίνου κωμωδιογράφου Πλαύτου (π. 254-184 π.Χ.). Το δεύτερο, με τίτλο Γιάννης, Τζώννυ και Ιβάν, βασιζόταν στον Υπηρέτη δύο αφεντάδων του Γκολντόνι. Τα ανέβασε στο θέατρο Γκλόρια στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και πήγαν άπατα. Ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να δει τον Ηλιόπουλο αλλιώς. Το δεύτερο δεν το έχω δει, αλλά είχα την τύχη να παρακολουθήσω το Κονσέρτο για τρομπόνι στην τηλεοπτική του μεταφορά, στο Θέατρο της Δευτέρας, το 1977. (Να υπάρχει άραγε το βίντεο στο αρχείο της ΕΡΤ ή έγραψαν, όπως το συνήθιζαν, από πάνω του καμιά υπερπαραγωγή του Μπιρσίμ;) Πρόκειται για τρελή κωμωδία με σουρεαλιστικό χιούμορ. Ο Ηλιόπουλος έπαιζε φορώντας ξανθή περούκα με μπούκλες. Ο ίδιος δήλωνε για το έργο εκ των υστέρων, το 1988: «Ήταν ένα ανέβασμα που ξάφνιασε για την εποχή εκείνη. Περηφανεύομαι γι’ αυτό το πείραμα γιατί έγινε πριν καν εμφανιστούν ο Μελ Μπρουκς και οι Monty Python που καλλιέργησαν το είδος αυτό. Εδώ οι κριτικοί, οι μισοί με αποκάλεσαν τρελό και οι άλλοι μισοί το χαιρέτισαν σαν σταθμό στο ελληνικό θέατρο».
Στην προσωπική του ζωή πώς ήταν; Ευγενέστατος, διακριτικός, αυτοσαρκαστικός. Κακός επιχειρηματίας αλλά καλός εργοδότης. Κανείς δεν έχει πει κακό λόγο γι’ αυτόν, είχε μόνο φίλους στη δουλειά. Ξεχώριζε τον Μίμη Φωτόπουλο και τον κολλητό του, τον Βαγγέλη Πλοιό. Λέγεται ότι άρεσε πολύ στις γυναίκες, πράγμα που δεν τον άφηνε αδιάφορο, για να το θέσω διακριτικά. Κλασικά ωραίος δεν ήταν —στο Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος (1960, Δαλιανίδης) η Καρέζη τον ρωτάει αν ξέρει γιατί τον αγαπάει· εκείνος της απαντάει: «Γιατί σε τράβηξε η ομορφιά μου» κι εκείνη του λέει: «Α, όχι, ωραίος δεν είσαι, σαν σπίνος είσαι»—, αλλά το τραβηχτικό του το είχε. Είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες, δεν υπάρχει αμφιβολία: άρεσε. Εντούτοις, δεν είχε έντονη κοινωνική ζωή. Ούτε ανακατεύτηκε ποτέ σε σκάνδαλα. Η Χίλντα, η κόρη του, έχει δηλώσει σε συνέντευξη: «Ο μπαμπάς μου έλεγε: Ακόμα και αν δεν μιλάς και απλώς ακούς μια συζήτηση, είναι σαν να κουτσομπολεύεις». Κύριος.
Τι το ιδιαίτερο είχε σαν ηθοποιός; Δίνω τον λόγο στον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο: «Καλλιέργησε ένα φανταιζίστικο ύφος, γεμάτο φαντασία, ποιητική αίσθηση, ονειροπόληση και παιδική αφέλεια. Κάτοχος μιας χορευτικής τεχνικής και διαθέτοντας την ικανότητα του αυτοσχεδιασμού χωρίς να φτηναίνει το στιλ, ο Ηλιόπουλος δεν έχει προγόνους ούτε μιμητές. Δημιούργησε κωμικούς χαρακτήρες με φινέτσα, αγαθό χιούμορ και εύθραυστη επιφάνεια. Ήταν ένας κλόουν, ένας πιερότος, γεμάτος καλές προθέσεις, που συνεχώς έσπαζε τα μούτρα του επάνω στη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα από τη συνεχώς έκπληκτη μάσκα του διέκρινες μια δακρυσμένη ωριμότητα και μια φιλοσοφημένη αποδοχή τού μοιραίου». Και αλλού, συνεχίζει ο ίδιος: «Η κωμική του τέχνη ξεκινάει από την κομέντια ντελ άρτε, όχι τόσο γιατί ακολουθεί κάποιον συγκεκριμένο τύπο αυτής της υποκριτικής παράδοσης, αλλά γιατί οικοδομεί τους ρόλους με τον ίδιο τρόπο. Ο Ηλιόπουλος παίζει ένα ρόλο και ταυτόχρονα τον τύπο του μέσα στον ρόλο. Είναι ο κατ’ εξοχήν ηθοποιός με τα τυποποιημένα τερτίπια, με τη διαφορά πως δεν είναι ένας τυποποιημένος ηθοποιός. Έχει κατασκευάσει έναν κωμικό κώδικα τελείως προσωπικό, ύστερα από μελέτη των προσόντων του και των ελαττωμάτων του. Μεγάλοι κωμικοί είναι εκείνοι που, κωδικοποιώντας τα μέσα τους, εξαίρουν –υπερτονίζοντας, υπογραμμίζοντας– το ελάττωμά τους. Αυτή η μέθοδος απαιτεί ένστικτο και μεγάλη φαντασία, δύο προσόντα που διαθέτει αφειδώλευτα ο Ηλιόπουλος».
Δε μου τα λες με τα δικά σου λόγια; Μέσες άκρες, συμφωνώ με τον ειδικό. Ήταν ένας σπουδαίος κλόουν. Ο Βασίλης Λογοθετίδης όταν είδε τον Ηλιόπουλο για πρώτη φορά επί σκηνής, όταν δεν είχε παίξει ακόμα στον κινηματογράφο, είχε δηλώσει: «Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!» Ένα χαρακτηριστικό που τον έκανε να ξεχωρίζει είναι ότι σου έδινε την εντύπωση ότι διαρκώς έχανε τα λόγια του, ότι τα μπέρδευε. Αυτό δεν προέκυψε τυχαία: το είχε δουλέψει πολύ το στιλ του. Ο τέλειος συγχρονισμός του στο punch line είναι προϊόν μόχθου. Είχε επενδύσει στο «ελάττωμά του», τρόπον τινά. Φαίνεται παράδοξο που το κοινό ταυτιζόταν με τους ήρωες που υποδυόταν αυτός ο τόσο λεπτεπίλεπτος και χαμηλών τόνων κωμικός. Φαίνεται, αλλά δεν είναι. Είχε μια αδιόρατη μελαγχολία στο παίξιμό του, μια αίσθηση της ματαιότητας, του ανεκπλήρωτου, της αναπόδραστης συντριβής· ήταν ο κωμικός της ήττας. Αυτό πιστεύω ήταν που τον έκανε τόσο αγαπητό. Ο θεατής ταυτίζεται μαζί του περισσότερο (ή, καλύτερα, διαφορετικά) απ’ ό,τι με τους σαφώς πιο χαρακτηριστικά ελληνικούς τύπους του Λογοθετίδη, του Βέγγου ή του Χατζηχρήστου. Μία ταινία που προσφέρεται για εύκολες συγκρίσεις είναι Οι κληρονόμοι (1964, Δαλιανίδης) γιατί εκεί παίζουν μαζί οι Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος και Βουτσάς, δηλαδή ηθοποιοί τριών διαφορετικών υποκριτικών προσεγγίσεων. Και οι τρεις σωματικοί ηθοποιοί, αλλά τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους. Αν μου επιτρέπεται μία χορευτική αναλογία, ο Βουτσάς χόρευε χασαποσέρβικο, ο Χατζηχρήστος τσιφτετέλι και ο Ηλιόπουλος βαλς. Ίσως το γεγονός ότι ο Ηλιόπουλος πέρασε τα καθοριστικά για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα χρόνια της εφηβείας στη Μασσαλία να σφράγισε τον ψυχισμό του· ίσως στις εγκύκλιες σπουδές του (με πρώτη γλώσσα τα γαλλικά) να οφείλεται ο «ευρωπαϊκός» αέρας που είχε ως ηθοποιός. Ο Ηλιόπουλος είναι ένας από εμάς ακριβώς επειδή δεν μας μοιάζει σε οτιδήποτε άλλο πέρα από τον συναισθηματικό του πυρήνα.
Κουσούρια δεν είχε; Όλοι έχουν. Είχε ένα κόλλημα με τη φαλάκρα του (όπως και ο Λογοθετίδης). Η αλήθεια είναι ότι άρχισε να χάνει τα μαλλιά του νωρίς. Αυτό είναι εμφανές ήδη από την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση στις Εκατό χιλιάδες λίρες (1948, Αλέκος Λειβαδίτης – η πρώτη και τελευταία του κινηματογραφική σκηνοθεσία). Ως ένα σημείο, κατανοητό: τα μαλλιά είναι εργαλείο για τον ηθοποιό. Δυστυχώς, από το 1967 άρχισε να παίζει φορώντας κάτι αστείες, αφύσικες περούκες που αποσπούσαν την προσοχή του θεατή. Λάθος του. Αλλά το μεγαλύτερο κουσούρι του ήταν η εργασιακή αμετροέπεια. Έπρεπε να είχε κάνει καλύτερες επιλογές. Έπρεπε οι οικείοι του να τον προστατέψουν, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Έπρεπε τα στερνά να τιμήσουν τα πρώτα.
Αξιοσημείωτες έξεις είχε; Κάπνιζε μόνο. Δεν έπινε. Ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου που έχει το κλασικό αθηναϊκό μπαρ Au Revoir, το αγαπημένο στέκι του Ηλιόπουλου, έχει δηλώσει ότι ένα ποτό έπινε, κι αυτό με το ζόρι. Πήγαινε εκεί σκαστός από κάποιο γύρισμα ή μετά την παράσταση, συνήθως με τον επιστήθιο φίλο, τον Πλοιό, για καμιά ομελέτα ή μακαρονάδα. Απλά πράγματα. Εκτός κι αν στις έξεις συμπεριλαμβάνονται και οι γυναίκες. Ήταν όντως a ladies man. Αλλά σωστός οικογενειάρχης. Ο έρωτας της ζωής του ήταν η (καλλονή) σύζυγός του. Δεν ακούστηκε τίποτα από τον γάμο του και πέρα. Αλλά του άρεσαν οι γυναίκες· δεν το έκρυβε. Και προφανώς τους άρεσε κι εκείνος. Το χιούμορ, η ευγένεια και οι αέρινες κινήσεις του ήταν τα θέλγητρά του. (Γιατί, κατά τα άλλα, δίκιο είχε η Καρέζη: ήταν όντως σαν σπίνος μ’ εκείνη την αστεία του μύτη.) Δεν είναι τυχαίο το ότι ο ίδιος ζήτησε να χαραχτεί στον τάφο του η φράση: «Με συγχωρείτε, κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ». Χιούμορ και αστική ευγένεια μέχρι την ύστατη στιγμή. Είναι φανερό ότι έτσι ήθελε να τον θυμόμαστε. Και έτσι έγινε.
Πολιτικά πού έστεκε; Δεν ασχολήθηκε. Το μόνο αξιομνημόνευτο περιστατικό είναι παραπολιτικό. Στα μέσα στης δεκαετίας του ’60, στην επίσημη πρεμιέρα της μεγάλης του επιτυχίας Το έκτο πάτωμα (θεατρικό έργο του Άλφρεντ Γκέχρι, στο οποίο βασίστηκε και το σενάριο της ταινίας Οι κυρίες της αυλής) παραβρέθηκε και ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος. Μετά την παράσταση, ο μονάρχης πήγε στα παρασκήνια για τα συνήθη συγχαρητήρια. Ο χαρακτήρας που έπαιζε στο έργο ο Ηλιόπουλος, ο ακαμάτης ζωγράφος Πίπης Καθιστός, έλεγε αρκετές φορές την ατάκα «Βάζω τα σπίρτα, βάζετε τα τσιγάρα;» Ο Κωνσταντίνος πέτυχε στο καμαρίνι τον Ηλιόπουλο να κρατά τσιγάρο που δεν το είχε ανάψει ακόμα. Ο Ηλιόπουλος, άνετος μέσα στη φαινομενική του αφέλεια, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη: «Βάζω το τσιγάρο, βάζετε τα σπίρτα;» του είπε. Ο Κοκός δεν είχε σπίρτα (αλίμονο!), αλλά του άναψε με τον αναπτήρα του. Οι φωτογράφοι απαθανάτισαν τη σκηνή: ο βασιλιάς των κλόουν κάνει τράκα φωτιά από τον κλόουν των βασιλιάδων.
Με τον κόσμο πώς ήταν; Συνεσταλμένος. Δεν έκανε σταριλίκια. Έλεγε ότι χαιρόταν με την αγάπη του κόσμου, του άρεσε η οικειότητα με την οποία τον χαιρετούσαν άγνωστοι στον δρόμο. Με τα δικά του λόγια: «Οι στενοί μου άγνωστοι του δρόμου, ο φοιτητής, το κοριτσόπουλο, ο φορτηγατζής, ο μηχανόβιος που ανάμεσα στο γέρασες που τους ξεφεύγει και στο δεν το έκανα επίτηδες που τους απαντάω, με φέρνουν στην ηλικία τους και με προσφωνούν Ντίνο, Ντινάκο, Ντινάρα». Δεν το έκανε επίτηδες! Ωραίος τύπος.
Τον ενδιέφερε η δημόσια εικόνα του; Ασφαλώς. Ηθοποιός ήταν, έδινε συνεντεύξεις κατά το δοκούν. Αλλά όχι με την υστερία των σταρ (με ή χωρίς εισαγωγικά). Φυσιολογικά πράγματα, μετρημένα. Είναι δύσκολο να είσαι ψώνιο για 55 χρόνια, κανένας άνθρωπος δεν θα άντεχε (ούτε θα αντεχόταν). Προς το τέλος, το είχε φιλοσοφήσει κιόλας. Στην τελευταία ίσως συνέντευξή του (στην Έλενα Χατζηιωάννου, δημοσιευμένη στην εφημερίδα Τα Νέα στις 23/10/2000), δήλωσε: «Το γέλιο κάνει τον άνθρωπο –προς στιγμήν– να γίνεται καλύτερος. Αυτό που μου ’μαθε η ζωή είναι πόσο πολύτιμη είναι η υγεία. Αυτό που μου ’μαθε η τέχνη είναι πόσο πολύτιμη είναι η αισθητική. Όταν το γέλιο τα γεφυρώνει, αυτά τα δύο είναι ευλογία».
Ποιες ταινίες του ξεχωρίζουν; Έπαιξε σε πολλές από μέτριες έως κακές ταινίες, αλλά ευτυχώς και σε μερικές από καλές έως πολύ καλές. Το δικό μου Top-10 (με χρονολογική, όχι αξιολογική σειρά): Θανασάκης ο Πολιτευόμενος, Ο Δράκος, Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος, Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες (1960, Σακελλάριος), Ζητείται ψεύτης (1961, Δαλιανίδης), Η κυρία του κυρίου (1962, Δαλιανίδης), Ο ατσίδας (1962, Δαλιανίδης), Ο φίλος μου ο Λευτεράκης (1963, Σακελάριος), Οι κυρίες της αυλής, Το παλτό.
Αγαπημένη ατάκα; Μόνο μία; Δύσκολο. Θα διαλέξω μία από τις αγαπημένες μου στις Κυρίες της αυλής που είναι ό,τι πρέπει για τον επίλογο. Ο Τάσος ο υδραυλικός κολακεύει τον Πίπη τον ζωγράφο ότι μια μέρα θα πάει πολύ μπροστά κι εκείνος του απαντάει: «Ε, μη λέμε και υπερβολές. Δε βαριέσαι. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης είμαι και τίποτα παραπάνω».
***
ΠΗΓΕΣ:
Βιογραφίες – Ντίνος Ηλιόπουλος
Ντίνος Ηλιόπουλος, ένας φινετσάτος αντιήρωας
Χίλντα Ηλιοπούλου: «Εύχομαι ο γιος μου να μη γίνει Ντίνος Ηλιόπουλος»!
Ιάσων Τριανταφυλλίδης, Οι ηθοποιοί που έγραψαν ιστορία, Το Βήμα, 2015.
Φωτογραφίες από το google. Η φωτογραφία από τον τάφο του Ντίνου Ηλιόπουλου είναι του Δημήτρη Καμάρα, από το flickr
Πηγή: pancreta