Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από την κυκλοφορίας μίας από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Μια βαθιά, πολύ προσωπική ταινία που μιλάει για όλα όσα έχει ανάγκη η εποχή μας μέσα από ένα πρίσμα καλλιτεχνικά φιλόδοξο, πρωτότυπο και ταυτόχρονα οικείο.
H ιστορία, η οποία αποτελεί διασκευή από ένα διήγημα της Ελισσάβετ Χρονοπουλου, το οποίο περιέχεται στην συλλογή «Φοράει Κοστούμι» αναφέρεται σε δύο νέους, που γνωρίζονται και ερωτεύονται με διαφορετικό τρόπο. Ο καθένας φέρνει τα δικά του τραύματα, μέχρι που τελικά τα τραύματα αυτά οδηγούν τον έναν στο νοσοκομείο και τον άλλο στη φυλακή. Μια απλή και καθημερινή ιστορία, η οποία όμως κρύβει μέσα της όλες τις ιδιότητες του έρωτα: την στοργή, στην ασφάλεια, την ίαση, αλλά ταυτόχρονα και τον κίνδυνο, το πάθος που μπορεί να γίνει αρρωστημένο. Η Χρονοπούλου μας δείχνει με έναν πανέμορφο τρόπο πως μια σχέση δεν είναι ποτέ απλά το άθροισμα των μερών της, αλλά μια καινούργια, τελείως διαφορετική οντότητα από αυτούς που την απαρτίζουν, οι ρίζες της οποία μπλέκονται και είναι πιθανό να δημιουργήσουν καρπούς δηλητηριώδεις…
Ταυτόχρονα, η απλή αυτή ιστορία, θίγει έξοχα και το θέμα των προσωπικών δεδομένων. Πόσο «εσύ» μπορείς να παραμείνεις όταν κάποιος διεκδικεί όλη την ζωή; Πόσο κομμάτια σου μπορείς να κρατήσεις όταν διαρκώς υπάρχει ένας Άλλος που ζητά τα πάντα; Όταν μάλιστα και εσύ θέλεις να του τα δώσεις, αλλά δεν ξέρεις αν μπορείς; Αναρωτιέσαι τι θα σκεφτεί, φοβάσαι, πιέζεσαι και επαναστατείς, ή το αποδέχεσαι; Και ποιος είναι ο κίνδυνος στην κάθε επιλογή; Εμβαθύνοντας και αυτό το ζήτημα, η ταινία θέτει και το θέμα κακοποίησης των γυναικών, όταν μάλιστα αυτές αποτυγχάνουν να ακολουθήσουν τα πρότυπα που θέλουν οι άλλοι για αυτές, αυτοί που προσπαθούν να τις αλλάξουν.
Ίσως όλα τα παραπάνω να ακούγονται σαν την φόρμα για μια μεταφεμινιστική ταινία, και ως ένα βαθμό, να θεωρήσουμε ότι ισχύει. Αυτό όμως που κάνει ξεχωριστή την Ursa Minor είναι η τεράστια επένδυση που έχει γίνει σε καλλιτεχνικό βαθμό από την ίδια την σκηνοθέτιδα Ελισσάβετ Χρονοπούλου (Ενα Τραγούδι δεν Φτάνει, Ο Αννίβας Προ των Πυλών). Εγκαταλείπει πλήρως την κλασσική φόρμα και, μεταχειριζόμενη την κάμερα ως στυλό, προσπαθεί να ξαναβρεί αυτή την ελευθερία που προσφέρει ο γραπτός λόγος, δυνατότητα που πολύ συχνά η εικόνα αλλοιώνει με τις δικές της συμβάσεις. Η ταινία είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου με POV (point of view ή αλλιώς υποκειμενικά) πλάνα, και μάλιστα από την οπτική του θύτη, σε μια προσπάθεια να προσεγγιστεί αναλυτικά ο ψυχισμός κάποιου που βλάπτει τον άνθρωπο που αγαπά. Αυτή η επιλογή της μορφής αφήγησης μας προσφέρει μια έντονα λυρική, σχεδόν ποιητική ταινία, με σκληρό περιεχόμενο, όπου οι εικόνες μεταφράζονται απόλυτα σε συναισθήματα: έρωτας, πάθος, θλίψη, μίσος, όλα υπάρχουν και κυριαρχούν σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατον να νιώσει ο θεατής να τραβιέται σε αυτό το γοητευτικό σύμπαν της Χρονοπούλου.
Επιπλέον, αυτή η έλξη έχει και μια άλλη πηγή. Στα πλάνα της ταινίας, εκτός από το πρωταγωνιστικό ζεύγος, κυριαρχεί και η Αθήνα: Μια πόλη ανθρώπινη και εχθρική ταυτόχρονα, μια σύγχροχη Βαβυλώνα μας δίνεται με μια σειρά πανέμορφων traveling, γενικών και κοντινών. Και δεν αναφερόμαστε στα κεντρικά της αξιοθέατα, κάθε άλλο. Στην ταινία κυριαρχούν τα μικρά σοκάκια, τα μικρά διαμερίσματα στο κέντρο,οι γωνιές και οι πλατείες που αποτελούν το σκηνικό για τις ζωές όλων μας. Και όλα αυτά δοσμένα με ένα πανέμορφο ασπρόμαυρο φως, μια επιλογή που καλεί τον θεατή να εστιάσει στα σχήματα και την καθοριστική δύναμη του φωτός, μακριά από τον εντυπωσιασμό του χρώματος…
Η μεγαλύτερη όμως αρετή της ταινίας, και ταυτόχρονα της σκηνοθέτιδας, είναι η χρήση των ηθοποιών της. Όλο το βάρος αυτού του δράματος πέφτει σε ένα ζευγάρι, από τους οποίους μάλιστα εμείς βλέπουμε μόνο τον έναν! Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Σοφία Γεωργοβασίλη («Μαύρο Λιβάδι») είναι το λιγότερο συγκλονιστική. Ο κυκεώνας της ερμηνείας της ανακατεύει δεκάδες συναισθήματα, εμπειρίες και καταστάσεις και τα αποδίδει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η πιο δύσκολη όμως δουλειά ανήκε στον «θύτη» Γιάννη Κοκιασμένο, ο οποίος, μεταχειριζόμενος μόνο την φωνή και κάποιες φορές τα χέρια του κατάφερε να έχει μια στιβαρή παρουσία και να αποδώσει όλο το βάθος που λαβυρίνθου που βίωνε ο ήρωας του…
Καταλαβαίνω πως είναι αργά, όμως πραγματικά, ψάξτε και δείτε την Μικρή Άρκτο. Είναι μία από τις καλύτερες περιπτώσεις του σινεμά που αξίζουμε σαν χώρα, μια γνήσια καλλιτεχνική έκφραση που μιλά για θέματα σύγχρονα, που μας αφορούν όλους.
Πηγή: pancreta