Ο πόνος των ανθρώπων δεν βραβεύεται - Ειδήσεις Pancreta

Με το που βγήκαν οι προτεινόμενες για Όσκαρ ταινίες, μέσα στις λίστες υπήρξε και ένα ελληνικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «4.1 miles». Τόσα είναι τα ναυτικά μίλια, από τις τουρκικές ακτές ως τα παράλια της Λέσβου, τα μίλια που χρειάζονται για να «σωθούν» οι άνθρωποι από τις βόμβες και το μακελειό που έχουν επιφέρει τα οικονομικά συμφέροντα του ιμπεριαλισμού στην Συρία. Να σωθούν από τον «εφιάλτη» όπως λέει ο Κυριάκος, ο λιμενικός που «πρωταγωνιστεί» στη ταινία, διασώζοντας τους συνανθρώπους του, δίχως να λογαριάζει τον χρόνο του, την ζωή του, το συναίσθημα του. Μόλις ενημερώθηκα, λοιπόν, για αυτό το έργο, θεώρησα πως πρέπει να παρουσιαστεί μια τέτοια προσπάθεια. Μετά όμως από σοβαρή παρακολούθηση και θέτοντας στο χαρτί τις κινηματογραφικές και νοηματικές αναφορές της ταινίας, με προβλημάτισε κάτι που έμοιαζε να αντίκειται στις απόψεις μου, ηθικές, πολιτικές, αισθητικές. Και αν μοιάζει με κριτική μέσα από ένα υποκειμενικό πρίσμα, δύναται κι αυτή προς κρίση. Η ουσία του έργου, όμως είναι δημόσια, εμφανέστατη, ξεκάθαρη και μπορεί να κριθεί ξανά και ξανά και ως προς τον στόχο της και ως προς την λειτουργία της.

Η ταινία ή ίσως το «αδιαμεσολάβητο» τούτο ρεπορτάζ – μιας και δεν παρεμβάλλεται φαινομενικά τίποτα ανάμεσα στη κάμερα και τη πραγματικότητα, πέραν του μοντάζ και της… «ύπουλης» αφηγηματικής του δυναμικής -, καταγράφει, με μια πολύ ρεαλιστική και βαθιά σκληρή απεικόνιση, αποτυπώνοντας on camera μέχρι και θανάτους βρεφών και παιδιών, την τραγωδία των ανθρώπων. Αυτούς που έχουν βρει τον θάνατο ή την «αμφίβολη» λύτρωση στην χώρα μας. Τούτο το άρθρο όμως δεν αξιώνει να αποτελέσει πολιτική ανάλυση της αλήθειας, μα στόχος του είναι να τοποθετηθεί στο πως προσεγγίζεται από την παρούσα ταινία και εν γένει από την εικόνα, ένα τέτοιο μεγάλο κοινωνικό ζήτημα. Επίσης δεν θέτω προς αρνητική κρίση, κάθε άλλο μάλιστα, την μεγαλοψυχία και την αλληλεγγύη που υπάρχει στο πρόσωπο και τις ενέργειες του Κυριάκου, των άλλων ανθρώπων που βοηθάνε άμεσα τους διασωθέντες και της πλειοψηφίας των κατοίκων των νησιών. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν ήδη έμπρακτα βοηθήσει στο ύψος των δυνατοτήτων και των περιστάσεων τους συνανθρώπους τους, κάτι που ελάχιστοι κάνανε και δίχως καμιά κρατική στήριξη. Κρίνω την ταινία, γιατί μια ταινία είναι εργαλείο μετάδοσης ιδεών και η συγκεκριμένη αξιώνει, από την φύση του θέματος της, κάτι τέτοιο.

fourpointone_landscape21-thumb-large

Είναι άτοπο να θεωρήσουμε πως η συγκεκριμένη ταινία, μιας και είναι ντοκιμαντέρ, δεν έχει άποψη γιατί αποτελεί μια ανόθευτη καταγραφή της αλήθειας. Και η ίδια η δήλωση της δημιουργού που δηλώνει πως «η ταινία καταγράφει […] ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις» αποτελεί σαφή πολιτική θέση. Κάθε έκφραση ανθρώπου και ακόμα περισσότερο, μια καλλιτεχνική έκφραση, εξάλλου, είναι άποψη και μάλιστα πολιτική. Το «4.1 miles», μιας και το ίδιο το περιεχόμενο το απαιτεί, όφειλε να δομήσει μια τέτοια, με περισσότερο σεβασμό, με περισσότερη ευθύνη, περισσότερη ειλικρίνεια. Ωστόσο, επέλεξε να προτάξει έναν ανώδυνο συμβιβασμό, έναν κούφιο «ανθρωπισμό» και δυστυχώς μια βραβευτική λογική τύπου «εφόσον πουλάει ο θάνατος, θάνατο θα δώσω».

Ο «ανθρωπισμός» όμως που κυριαρχεί σε όλη την αφήγηση της ταινίας, ως έννοια εμπεριέχει σχετικότητα, ανάλογα με τις ιδεολογικές αφετηρίες του καθενός. Ανθρωπιστές υπάρχουν και ανάμεσα στους συστημικούς ανθρώπους που θέτουν τον ανθρωπισμό τους στα πλαίσια της διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και όχι φυσικά της αναχαίτησης των αιτιών που τον παράγουν. Ανοίγοντας παρένθεση, πρέπει να μελετηθεί και το πόσο λεπτή είναι η γραμμή μεταστροφής της ιδεολογίας ενός ανθρώπου, όπου με αφετηρία τους πρόσφυγες και του τρόπου απεικόνισης τους από τα ΜΜΕ και τις διάφορες στρεβλές απόψεις που έχουν σαφή πολιτική χροιά αποσιώπησης ή αποπροσανατολισμού (δες εθελοντισμό, ΜΚΟ κτλ), ο οποιοσδήποτε μπορεί να πέσει θύμα των ιδεολογικών, ηθικών και πολιτικών αναγκών του συστήματος. Είτε δηλαδή, παραμελώντας τις αιτίες και μένοντας σε έναν γλυκανάλατο ανθρωπισμό που ξεπέφτει στην αγκαλιά της ελεημοσύνης ή αντιθέτως να σκληροπετσιάσει σε τέτοιο βαθμό αδιαφορώντας για τον άνθρωπο και την οδύνη του αλλά εμμένοντας μόνο σε μια πολιτική εκμετάλλευση των γεγονότων. Και τα δυο πάντως αποκλείουν την σωστή ηθικά, πολιτικά και «ανθρωπιστικά» αντιμετώπιση της σκληρής τούτης πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης ακόμα περισσότερο, μετέχοντας εκ φύσεως στο δημόσιο διάλογο και την πολιτική ζύμωση, οφείλει να βρει την θέση του, να μην παλαντζάρει, ειδικά όταν καταπιάνεται με σοβαρά ζητήματα. Και οι ζωές των προσφύγων, είναι στο επίκεντρο της πολιτικής σοβαρότητας.

«Το να ζεις με φωτογραφικές εικόνες της δυστυχίας δεν ενισχύει απαραίτητα την συνείδηση και την ικανότητά μας να συμπονάμε. Μπορεί και να διαφθείρει. Μόλις κάποιος βλέπει τέτοιες εικόνες, θέλει να βλέπει όλο και περισσότερες. Οι εικόνες καθηλώνουν. Οι εικόνες αναισθητοποιούν», είχε δηλώσει η Susan Sontag. Μια άποψη που με βρίσκει σύμφωνο και φωτογραφικά (για παράδειγμα αυτή την λειτουργία είχαν οι βραβευμένες με Pulitzer φωτογραφίες προσφύγων όπως και η πληθώρα των φωτογραφικών εκθέσεων με προσφυγικά «καδράκια») και προχωρώντας το – με αφορμή το «4.1 miles» – και κινηματογραφικά. Με την κινούμενη εικόνα, την αφήγηση και το μοντάζ, οι εικόνες (και) του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ, μετατρέπονται δυναμικά σε κάτι πολλαπλάσια πιο σκληρό και οδυνηρό, προσπαθώντας παράλληλα να επιβληθούν πιο έντονα και άμεσα, όχι στην νόηση, αλλά στο εύθραυστο συναίσθημα του κοινού. Και έτσι καθηλώνοντας το και αναισθητοποιώντας το. Διότι, αν και προκαλεί σοκ, αν και συγκλονίζει και μας κάνει μάρτυρες μιας πραγματικότητας που δεν έχουμε την δυνατότητα να ζήσουμε, αυτό το, «ως τρίτος», αποστασιοποιημένο, βίωμα είναι πλήρως διαχειρίσιμο, δίχως διάρκεια, δίχως ποιότητα, μη ανεξίτηλο, αδυνατώντας να δομήσει «ανθρωπιστικό», και κυρίως, πολιτικό χαρακτήρα και κριτήριο στο κοινό, δίνοντας μονάχα ένα ανώδυνο μικρό συναισθηματικό ταρακούνημα. Η ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας, – διότι μιλάμε ξεκάθαρα για ντοκιμαντέρ και όχι για μυθοπλασία που έχει άλλες αφηγηματικές δυνατότητες -, και η νατουραλιστική απεικόνιση δηλαδή του θανάτου των ανθρώπων, δεν μπορεί να αποτελεί a priori μέρος μιας ωραιοποιημένης εργασίας, μιας αφηγηματικής τεχνικής, μιας καλλιτεχνικής πρότασης.

goya2

Όταν ο Godard έλεγε πως «η φωτογραφία είναι αλήθεια και το σινεμά είναι αλήθεια 24 φορές το δευτερόλεπτο» δεν εννοούσε να πάρουμε μια κάμερα και να τραβάμε ό,τι βλέπουμε δίχως να εισερχόμαστε στην ουσία, δεν εννοούσε την φαινομενική πραγματικότητα, την επίπλαστη αληθοφάνεια που μας σερβίρεται αλλά την αλήθεια ως εσωτερική δομή, ως κατάσταση των πραγμάτων. Την βαθιά αλήθεια. Την βαρβαρότητα, για παράδειγμα, και όχι την ασχήμια. Και αυτό, θα έπρεπε να είναι μάθημα ζωής και ηθικής στάσης, για κάθε κινηματογραφιστή, φωτογράφο, καλλιτέχνη και άνθρωπο στο πώς προσεγγίζει, πώς προσλαμβάνει και πώς αφηγείται την πραγματικότητα. Και εφόσον μιλάμε για βραβεία Όσκαρ – δηλαδή για μια λαμπρή και κατοχυρωμένη στην κουλτούρα προώθηση των αμερικάνικων αξιών – θεωρώ παραλογισμό, αν όχι πράξη αθέμιτη και ανήθικη, να βραβεύεται ο πόνος των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στην ίδια τους την οδύνη.

Η «χρήση» και «χρησιμοποίηση» του όλου προσφυγικού ζητήματος από την εικόνα (δεν μιλώ για το σκίτσο, την ζωγραφική αλλά για τις αληθοφανείς τεχνικές) μεταφράζει την ανθρωπιά μας εν τέλει σε στατιστική λόγω της δράσης της συνήθειας να βλέπουμε πτώματα, να βλέπουμε θάνατο, να βλέπουμε και να παρατηρούμε τον πόνο του άλλου, αποστασιοποιημένοι, μη κοινωνοί, παρατηρητές και όχι δρώντες. Από την άλλη φυσικά, είναι λανθασμένη, η θεώρηση πως η απεικόνιση του πόνου του ανθρώπου, με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο – για παράδειγμα δείχνοντας νεκρούς, διαμελισμένους, υποσιτισμένους, αλλά πάντα ωραιοποιημένους μέσα από την λειτουργία μιας στρεβλής αισθητικής -, αποτελεί πολιτική πράξη, απόδειξη και μομφή προς τη σαπίλα του συστήματος. Αντιθέτως, αποτελεί, παραδοχή του. Αυτή η παραδοχή επιβεβαιώθηκε δυστυχώς και με όρους μη ηθικούς και προσβλητικούς προς τους πρόσφυγες (ο εύρωστος δυτικός με την κάμερα μπρος στον απελπισμένο ανατολίτη που θρηνεί). Η στάση πολλών φωτορεπόρτερ, «καλλιτεχνών», κινηματογραφιστών, που με το που ξεκίνησαν οι καραβιές των προσφύγων, το είδαν ως ευκαιρία για δουλειά, είναι μια τέτοια επιβεβαίωση. Αλλά δουλειά με νεκρούς, δεν γίνεται. Το να ξαπλώσεις στην παραλία σαν τον μικρό Αϊλάν που είχε πνίγει, όπως έκανε ο, αμφιβόλου ηθικού αναστήματος και ποιότητας, performer Wei Wei, δεν αποτελεί τέχνη, δεν αποτελεί performance, αποτελεί καπηλεία. Και ως εκ τούτου, όταν τόσοι και τόσοι, ρίχτηκαν με τα μούτρα να απεικονίσουν τον πόνο δίχως να εμβαθύνουν στην αλήθεια του, το σύστημα μοιάζει να χαμογελάει που κατάφερε να μας κάνει όλους να παίζουμε με τον θάνατο ανθρώπων ή και να εμπορευόμαστε επιτυχία. Θυμίζει τον μικροεπιχειρηματία αποτεφρωτή στη τσέχικη ταινία «The Cremator» που έτριβε τα χέρια του όταν μπήκαν οι ναζί στην χώρα του, γιατί επιτέλους θα είχε δουλειά… Αισχρότητα.

Χρήστος Σκυλλάκος

πηγή

Δείτε ολόκληρη την ταινία


Πηγή: pancreta