«Η δική μου γενιά, που την είχαν φιμώσει, είχε μια θέση λιγάκι περίεργη. Δεν είχαμε καμμιά έκφραση κοινοβουλευτική, γι’ αυτό και η θέση μας ήταν κι αυτή άγρια, ανένταχτη. Ποτέ μου δεν μπήκα όμως σε κάποιο κόμμα. Οι αριστεροί με λένε δεξιό και οι δεξιοί κομμουνιστή…»
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 5 Σεπτεμβρίου 2007, πέθανε ο Νίκος Νικολαΐδης.
Το δικό του… Έτσι το ‘λεγε το δικό του φλιπεράκι, ήταν στη γωνιά δίπλα στη τζαμαρία που ‘βλεπε στην Γ΄ Σεπτεμβρίου. Πάνω στο καντράν ήταν ζωγραφισμένη μια παχουλή ξανθιά με τεράστια πράσινα μάτια και μακριές γκρίζες βλεφαρίδες. Είχε κι ένα στοματάκι σαν καρδούλα και φορούσε ένα οριεντάλ κοστούμι. Το θυμάται ακόμα, σουτιέν θαλασσί κεντημένο με κόκκινα αστραφτερά πετραδάκια κι ένα φαρδύ διάφανο παντελόνι που ‘πιανε στους αστραγάλους με τρεις σειρές ροζ πέρλες. Στον αφαλό της είχε ένα αστέρι.
Κάθε φορά που κέρδιζες παρτίδα το καντράν φωτιζόταν, ζωντάνευε κι η ξανθιά και πλάκωνε το χορό κουνώντας πέρα δώθε τους γοφούς της. Μεγάλη φαγάνα η κυρία, και μέχρι να πάρει τα χούγια της, της τα ακούμπησε για τα καλά. Θυμάται ένα Σάββατο, τέτοια εποχή πάνω κάτω μόνο που ‘χε πιο πολλλή ζέστη, γύρω στις εννιάμιση το βράδυ, έκανε μπούκα στο μαγαζί κι άλλαξε ένα εικοσάρικο μάρκες, δραχμές δηλαδή. Διάσχισε έπειτα γρήγορα την πρώτη αίθουσα και τράβηξε για την ξανθιά. Φοβόταν μήπως την είχε πιάσει κανένας άλλος. Πέφταν κάθε τόσο κάτι αλμπάνηδες και την ταλαιπωρούσανε και την κουνούσαν άγαρμπα και το μηχάνημα έκανε ένωση κι έσβηνε. Μάλιστα ένας τύπος κάποιο βράδυ ζοχαδιάστηκε πολύ που δεν την κατάφερε να κουνηθεί και της αμόλησε μια ροχάλα πάνω στο καντράν, ίσα μες στα μάτια, κι ο Φάνης τον πλάκωσε.
Νίκος Γ. Νικολαΐδης, Ο οργισμένος Βαλκάνιος, Κέδρος, Αθήνα 1977
Ακολουθεί ένα σύντομο βιογραφικό και εργογραφία του Νίκου Νικολαΐδη, καθώς και μια συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα. Προέρχονται από το επίσημο site του.
Νίκος Νικολαΐδης (1939 – 2007)
Ο πολυβραβευμένος Έλληνας κινηματογραφιστής, σεναριογράφος και συγγραφέας Νίκος Νικολαΐδης, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1939. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σκηνογραφία στη Σχολή Βακαλό (1962). Βοηθός του Βασίλη Γεωργιάδη από το 1960, πρωτοεμφανίζεται στη σκηνοθεσία το 1962 με τη μικρού μήκους ταινία Lacrimae Rerum. Επίσημο ντεμπούτο στο χώρο του κινηματογράφου κάνει το 1975 με τη μεγάλου μήκους ταινία Ευριδίκη ΒΑ 2037.
Στη δεκαετία του ’70 εργάστηκε, για σύντομο χρονικό διάστημα, σε δισκογραφική εταιρεία. Παράλληλα με την κινηματογραφική του δραστηριότητα εργάστηκε και ως σκηνοθέτης διαφημιστικών, επί 20 χρόνια, υπογράφοντας πάνω από 200 ταινίες.
Είναι ο μόνος Έλληνας σκηνοθέτης που βραβεύτηκε πέντε φορές με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, χωρίς να πάρει ποτέ το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας.
Πέθανε στην Αθήνα στις 5 Σεπτεμβρίου του 2007.
Ταινίες
1962 Lacrimae Rerum (μικρού μήκους)
1968 Άνευ Όρων (μεσαίου μήκους)
1975 Ευριδίκη ΒΑ 2037
1979 Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα
1983 Γλυκιά Συμμορία
1987 Πρωινή Περίπολος
1990 Singapore Sling
1993 Το Κορίτσι Με Τις Βαλίτσες (τηλεταινία)
1999 Θα Σε Δω Στην Κόλαση Αγάπη μου
2002 Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα
2005 The Zero Years
Βιβλία
1964 Οι Τυμβωρύχοι (διηγήματα)
1977 Ο Οργισμένος Βαλκάνιος (μυθιστόρημα)
1980 Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα (σενάριο)
1984 Γλυκιά Συμμορία (σενάριο)
1992 Γουρούνια Στον Άνεμο (μυθιστόρημα)
2003 Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα (σενάριο)
2007 Μια Στεκιά Στο Μάτι Του Μοντεζούμα (μυθιστόρημα)
Θέατρο
1996 Τα 7 Κουτιά Της Πανδώρας, του Βασίλη Ζιώγα
Συνέντευξη του Νίκου Νικολαΐδη στον Θανάση Λάλα
Κατεβαίνεις συχνά στην Αθήνα;
Έχω να κατέβω γύρω στους έξι μήνες. Κατεβαίνω μια φορά το χρόνο, κάνω πέντε-έξι δουλειές μαζεμένες και εξαφανίζομαι.
Δε σου λείπει η ζωή της πόλης;
Η αλήθεια είναι ότι από μικρό παιδί απεχθανόμουν την πολυκοσμία. Είχα την ευτυχία να ζήσω την παλιά, καλή, Αθήνα, του ’50 και του ’60. Ήταν πραγματικά πολύ ωραία πόλη.
Είσαι Αθηναίος, γέννημα-θρέμμα;
Εξαρχειώτης. Εκεί γεννήθηκα, εκεί ήταν το πατρικό μου. Μεγάλωσα στην Καλλιδρομίου. Έζησα μέχρι οκτώ χρονών εκεί κι έπειτα για εφτά χρόνια στην Ηπείρου. Ήταν μια πολύ ωραία εποχή…
Πώς σου φάνηκε η «Συμμορία» στην τηλεόραση;
Καλή. Σαν κινηματογραφική δουλειά είναι πάρα πολύ σοβαρή. Αλλά επιμένω, δεν είναι η ταινία που με αντιπροσωπεύει περισσότερο.
Ποια ταινία σου σε αντιπροσωπεύει περισσότερο;
Μάλλον τα «Κουρέλια» και ίσως η τελευταία. Έχω μεγαλύτερο συναισθηματικό δέσιμο με τα «Κουρέλια». Είναι πιο κοντά σε μένα η υπόθεση. Είναι πολύ πιο προσωπική ιστορία. Βέβαια, και η «Συμμορία» ήταν προσωπική ιστορία αλλά…
Όλες σου οι ταινίες είναι αυτοβιογραφικές;
Δεν μπορώ να κάνω ταινίες που να μην είναι προσωπικές. Γι’ αυτό δεν μπορώ να δανειστώ σενάρια άλλων.
Υπάρχουν στιγμές που νοσταλγείς την ανασύσταση της παρέα των «Κουρελιών»;
Αν τη νοσταλγούσα θα είχα κάνει αυτή την ανασύσταση. Αυτή η υπόθεση ξεκίνησε για εντελώς εσωτερικούς λόγους. Δεν είχε σκοπό να μεταδοθεί ούτε να γίνει νοσταλγία, τη ζούσαμε αυτή την υπόθεση. Αυτός μας ενδιέφερε. Απλώς αργότερα έπρεπε να μιλήσω για πράγματα εκείνης της εποχής απαγορευμένα – που ίσως παραμένουν απαγορευμένα ακόμα και σήμερα.
Πώς ασχολήθηκες μ’ όλα αυτά τα πράγματα στη ζωή σου;
Πέρασα από περίεργα λούκια. Διαλυμένο ’50, ροκ εν ρολ, γκόμενες, δεκαεφτά χρονών με τα μυαλά εδώ και κει.
Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σου;
Ο πατέρας μου ασχολιόταν με το Υπουργείο Συντονισμού.
(γέλια)…
Γιατί γελάς;
…για το «ασχολιόταν». Ακριβώς. Ασχολιόταν. Δεν υπήρξε ποτέ δημόσιος υπάλληλος. Ήταν φευγάτος. Η μητέρα μου, ευτυχώς ή δυστυχώς, πέθανε όταν ήμουν τεσσάρων χρονών. Μείναμε λοιπόν δυο μπαγάσηδες, ο αδελφός μου, κι εγώ μαζί με τον πατέρα μου.
Γιατί τον λες φευγάτο;
Δεν έκανε για δουλειά ο άνθρωπος. Σηκώνονταν το πρωί να πάει στη δουλειά και σερνότανε. Τσακωνότανε μονίμως με όλους. Τον διώχνανε. Περνούσε Συμβούλιο Επικρατείας και τον ξαναπροσλάμβαναν.
Πώς και δεν τον διώχνανε μια και καλή;
Εκείνη την εποχή ήταν ο μόνος που μιλούσε δυο γλώσσες στο Υπουργείο – ούτε οι διευθυντές ούτε και κανείς άλλος ήξερε γλώσσες. Ο πατέρας μου έκανε τα πάντα στο τότε Υπουργείο Συντονισμού που μόλις είχε ιδρυθεί. Ήταν γενικώς πολύ τζόρας. Τους έμπαινε. Είχε μια γενική γαλλική κουλτούρα και με κυνηγούσε από τα 7 – 8 μου χρόνια να διαβάζω Μπερκσόν. Εγώ, όμως, όπως καταλαβαίνεις, δεν καθόμουν με τίποτα. Αυτός για τιμωρία με έβαζε να μαθαίνω ποιήματα απ’ έξω. Εμένα όμως μ’ αρέσανε τα ποιήματα. Η τιμωρία ήταν η αιτία να έρθω σε πρώτη επαφή με την ποίηση σε ηλικία τεσσάρων χρονών.
Πιστεύεις ότι η εποχή που ζούμε είναι αντιποιητική;
Δεν ξέρω. Θα πρέπει να δούμε τους ποιητές που θα βγουν.
Δηλαδή πιστεύεις ότι υπάρχουν ποιητές που δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα, αλλά κάπου βρίσκονται και γράφουν;
Ναι, πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή γράφονται εκπληκτικά πράγματα, που εμείς μπορεί και να μην τα δούμε ποτέ.
Κάτι το εκπληκτικό μπορεί να χαθεί;
Και βέβαια. Εγώ έχω ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα μέσα στο συρτάρι μου. Τι θα γίνει; Θα εκραγεί και θα βγει μόνο του έξω; Θα περπατήσει και θα πάει να χτυπήσει την πόρτα του εκδότη; Δεν γίνεται. Αν από την άλλη με πιέσεις να το βγάλω, δεν πρόκειται να το κάνω. Βαριέμαι.
Η σκέψη σου έχει περισσότερη σχέση μ’ όλα που έχεις ζήσει στη ζωή σου ή μ’ όσα δεν έχεις γνωρίσει ακόμα;
Δεν υπάρχουν πράγματα που να ήθελα να γνωρίσω και δεν γνώρισα, είτε στην πραγματική μου ζωή είτε στην ονειροφανταστική.
Ποτέ δε σκέφτηκες το κόστος από μια σου κίνηση;
Πάντα ξεκινούσα να γνωρίσω ό,τι μ’ ενδιέφερε χωρίς να υπολογίζω το κόστος. Νομίζω ότι αν αξίζει η ζωή είναι για να ικανοποιούμε την περιέργειά μας σε όλα τα επίπεδα.
Έμμονες ιδέες έχεις;
Πάρα πολλές.
Υπάρχει μια που κυριαρχεί σ’ όλες σου τις ταινίες;
Βέβαια. Υπάρχει η εμμονή να προφυλάξω τον προσωπικό μου χώρο, από τις έξω βίαιες επιθέσεις ή επεμβάσεις. Αν έχεις προσέξει όλες μου οι ταινίες έχουν ένα σπίτι, το οποίο πολιορκείται συνήθως.
Στην «Ευρυδίκη», αλλά και στα «Κουρέλια» το σπίτι δεν πολιορκείται.
Γίνεται όμως μια μάζωξη. Κλείνονται μέσα. Υπάρχει πάντα ένας χώρος που προσπαθώ να διασώσω με κάθε τρόπο. Ακόμα και η «Περίπολος», που είναι μια ταινία εξωτερικού χώρου, πρόκειται στην ουσία για ένα μεγαλύτερο κλειστό χώρο. Μια πόλη πολιορκημένη.
Στην πραγματικότητα τι θες να προφυλάξεις μέσα σ’ αυτούς τους προσωπικούς χώρους;
Ιδέες που θέλουν προστασία.
Κάποιος σκηνοθέτης, μεγάλος σκηνοθέτης, δε θυμάμαι τώρα το όνομά του, έλεγε «Καλές ταινίες γίνονται μόνο οι έμμονες ιδέες».
Ταινίες γίνονται μόνο οι έμμονες ιδέες κι αυτά που χάθηκαν και θα θέλαμε να τα ξαναζήσουμε. Δηλαδή τα δικά μας πράγματα.
Πες μου ένα πράγμα που έκανες πριν κάνεις ταινίες…
Χόρευα ροκ εν ρολ και πήγαινα και σ’ ένα σχολείο γιατί έπρεπε να το τελειώσω.
Κάποιος που χορεύει ροκ εν ρολ κάνει κάτι;
Τότε που χόρευα εγώ γίνονταν σημαντικά πράγματα με το χορό – ό,τι δεν γίνεται τώρα όταν χορεύουμε.
Γιατί αλλάξανε αυτά τα πράγματα;
Κοίταξε, εγώ δεν είμαι τόσο σοβαρό άτομο για να σου απαντήσω σ’ όλα αυτά. Όταν βλέπω κάτι να μην είναι όπως ήταν, δεν το ψάχνω, λέω απλώς «Αυτό δε με αφορά πια». Αν ήταν κάτι σημαντικό για μένα αυτό που χάθηκε θα βρω τρόπο να μιλήσω γ’ αυτό μέσα από μια ταινία. Δεν κάθομαι να συλλογιστώ γιατί άλλαξε – άλλωστε είμαι πολύ τεμπέλης σ’ αυτά. Η αλήθεια είναι ότι δε με νοιάζει και πολύ το γιατί. Το μόνο που μ’ απασχολεί είναι να μην αλλάξω εγώ, να μην τους αφήσω να με αλλάξουν.
Ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος ζωής;
Όχι ο μόνος. Υπάρχουν δύο τρόποι να ζήσεις τα πράγματα. Ο όρθιος και ο ξαπλωτός. Η πραγματικότητα και το όνειρο που λένε. Και οι δύο επιφυλάσσουν πολύ δυνατές εμπειρίες.
Μερικές φορές όμως αυτοί οι δύο δρόμοι ανακατεύονται μεταξύ τους.
Επιβάλλεται άλλωστε. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο τρόπους δεν πρέπει να βάζουμε όρια. Ανάμεσα δηλαδή στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Μήπως στο ανακάτεμα αυτών των δύο βρίσκεται η επιτυχία;
Ίσως. Κανείς βέβαια δεν ξέρει τη σωστή δόση στο ανακάτεμα. Ως συνήθως το ανακάτεμα αυτών των δύο τρόπων προκαλεί αντρικές κρίσεις, υστερίες γυναικείες και λίγες τρυφερές στιγμές. Άλλωστε, όλες αυτές οι λειτουργίες δεν είναι εργαστηριακές. Μάλλον περί τρελάδικου πρόκειται.
Εσύ σαν άτομο πιστεύεις ότι είσαι επιτυχημένος;
Σαν άτομο είμαι διαλυμένος, πολύ χυμένος. Μπορεί να καθίσω δύο μέρες σ’ έναν κήπο, έχοντας συνείδηση ότι βρίσκομαι στον κήπο, αλλά να μην κοιτάζω τίποτα γύρω μου, να μη μου δημιουργείται η παραμικρή εικόνα. Επειδή είχα πολλές τέτοιες φάσεις, πίεσα από μικρός τον εαυτό μου, του φέρθηκα πολύ άγρια, γιατί ήξερα ότι, άμα αφεθώ, ξεφορμάρομαι και δεν κάνω τίποτα.
Αν αφηνόσουνα τι θα σ’ άρεσε να κάνεις όλη μέρα;
Να έχω δέκα οθόνες να παίζουν ταινίες, να ακούω μουσική, να τρώω κάποιες ώρες, να κοιμάμαι, να ξυπνάω, να μην είναι απαραίτητα πρωί, μεσημέρι, βράδυ, και να μεταφέρομαι μεμιάς –όπως στο σινεμά– από αυτόν το χώρο σε άλλους, χιλιόμετρα μακριά.
Τώρα τι σου λείπει;
Αυτό που μου έλειπε πάντα. Χρήματα να κάνω ταινίες έτσι όπως θέλω. Όλες μου τις ταινίες τις έκανα ξεκινώντας με το τι δεν έχω. Για παράδειγμα, δεν έχω χρήματα, δεν έχω ντεκόρ, δεν έχω συνεργάτες, δεν έχω βρει χώρους. Άρα φτιάχνω ένα σενάριο που να μην έχει ανάγκη όλα αυτά. Όλες μου οι ταινίες έγιναν από τις ελλείψεις τους και όχι μέσα από αυτά που χρειαζόντουσαν για να γίνουν. Γι’ αυτό και οι ταινίες μου είναι ένα τρέιλερ από τις ταινίες που θα έκανα αν είχα τα μέσα.
Έστω και λίγα, μια ταινία για να γίνει θέλει χρήματα. Εσύ πού τα βρίσκεις;
Η μια ταινία μου χρηματοδοτεί την άλλη. Όλες οι ταινίες μου έχουν αφήσει κέρδη. Όχι πολλά, αλλά μου φτάνουν να ζήσω ένα-ενάμιση χρόνο.
Λίγο πριν μου είπες ότι οι ταινίες που φτιάχνεις είναι μια προσωπική υπόθεση. Θα έπαιρνες χρήματα από κάποιον για να πραγματοποιήσεις ένα προσωπικό σου όραμα;
Εάν βρεθεί ένα κορόιδο που να δώσει χρήματα να κάνω την προσωπική μου τρέλα, γιατί όχι.
Το Κέντρο Κινηματογράφου δηλαδή είναι κορόιδο;
Και βέβαια είναι κορόιδο, δεν το ξέρεις; Και μερικές φορές τυχερό κορόιδο, παίρνει και χρήματα πίσω.
Υπάρχουν ταινίες άλλων που σου αρέσουν;
Και βέβαια.
Πες μου μερικές.
Μ’ αρέσουν περίεργες ταινίες. Υπάρχει ένας σκηνοθέτης που έχει κάνει καταπληκτικά πράγματα. Ο Όλντριτζ. Τον θαυμάζω απεριόριστα. Έχει κάνει μεγάλες ταινίες.
Ποιον κινηματογραφιστή θα ήθελες να συναντήσεις από κοντά;
Θα ήθελα να γνωρίσω όλους αυτούς που έκαναν μια μεγάλη ταινία κι έπειτα χάθηκαν ή μετά γύρισαν μια σειρά από σαχλαμάρες. Θα ήθελα να γνωρίσω τον Πίτερ Κόλινς, δυστυχώς πέθανε. Είχα δει το Penthouse και ήμουν απ’ αυτούς που το θεωρούσαν φοβερή ταινία. Και τον Πέκινπα θα ήθελα να έχω γνωρίσει. Όπως κι όλους αυτούς τους αποτυχημένους που έχουν χιλιάδες πράγματα να πουν και δεν έχουν τον τρόπο.
Υπάρχουν άνθρωποι του κινηματογράφου που δεν θα ήθελες να γνωρίσεις;
Τον Καζάν. Τι να τον κάνω; Ή τον Αντονιόνι. Μπορεί αν τους συναντούσα να πεθαίναμε από πλήξη, παρόλο που τους θεωρώ μεγάλους σκηνοθέτες. Θα ήθελα όμως να γνωρίσω από κοντά τον Κουροσάβα, γιατί είναι ο μεγάλος αποτυχημένος. Δεν έχει πλάνα, δεν έχει υλικό δεν έχει τραβήξει ποτέ αυτά που ήθελε. Μοντάρει πάντα μ’ έναν ετοιματζίδικο τρόπο. Ποτέ δεν του δώσανε τη δυνατότητα να γυρίσει την ίδια σκηνή από δεκαπέντε διαφορετικές γωνίες. Παρά τις δυσκολίες όμως κατόρθωσε κι έκανε εκπληκτικές ταινίες.
Υπάρχει κάποιος Έλληνας που θαυμάζεις;
Για να είμαι ειλικρινής θαυμάζω «μέρη» από τις δουλειές Ελλήνων σκηνοθετών. Δηλαδή εν μέρει θαυμάζω τον Πανουσόπουλο. Από την άλλη μεριά τον βρίζω. Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει σπουδαία πράγματα. Ανεξάρτητα απ’ αυτά όμως είναι ο πιο ολοκληρωμένος κινηματογραφιστής στη χώρα μας. Μπορεί να κάνει τα πάντα. Σκηνοθετεί καλά, είναι πολύ καλός φωτογράφος, καλός μοντέρ, φοβερά οργανωτικός και καλός διαχειριστής χρημάτων τελευταία!! Τον κατηγορώ για μερικά πράγματα επειδή μ’ ενδιαφέρει πολύ η περίπτωσή του. Το «Ταξίδι Του Μέλιτος» είναι ένα παραλίγο αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου. Επίσης θεωρώ καταπληκτική ταινία την «Παραγγελιά» του Τάσιου. Ξέρω ότι αν είχε τα χρήματα και την ηρεμία να προχωρήσει στο δεύτερο μέρος με τον τρόπο που προχώρησε στο πρώτο, θα είχαμε μια εκπληκτική ταινία. Επίσης είδα κομμάτια από την τελευταία ταινία του Ψαρά και τον θαύμασα. Τα είκοσι πρώτα λεπτά της ταινίας είναι πολύ δυνατά. Και ο Κουτσομύτης έχει στήσει σε μια ταινία του, μια σκηνή επαρχιακής πόλης του ΄50 καταπληκτική. Είχε πλησιάσει πολύ την ατμόσφαιρα της εποχής, πράγμα φοβερά δύσκολο αν το κάνεις σήμερα στον κινηματογράφο. Γενικά πιστεύω ότι στην Ελλάδα υπάρχει κινηματογραφική ματιά. Ίσως κάτω από άλλες συνθήκες παραγωγής θα μπορούσαν να γίνουν πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες.
Ο Αγγελόπουλος γιατί δεν σ’ αρέσει;
Υπάρχει μια ταινία του που μ’ αρέσει πολύ «Οι Κυνηγοί». Την θεωρώ ένα πολύ φιλόδοξο κι ανολοκλήρωτο πείραμα. Από κει και πέρα κάνει έναν κινηματογράφο που δεν μ’ αγγίζει.
Ο κινηματογράφος που έκανε το Ταρκόφσκι σου άρεσε;
Ο Ταρκόφσκι μου άρεσε στα «Παιδικά Χρόνια του Ιβάν» και στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ». Μετά άρχισε να μη μ’ αρέσει. Έπαψα να πηγαίνω στις ταινίες του. Όταν ένα πράγμα δε μ’ αρπάξει από την αρχή, παύω να ασχολούμαι. Ούτε θα κάτσω να το σκεφτώ, να δω τι δεν μ’ αρέσει, τι θα έπρεπε να γίνει.
Υπάρχουν ταινίες που φεύγεις στη μέση;
Αυτό μου συμβαίνει μόνο με τις ταινίες του Βέντερς. (γέλια)
Δεν σ’ αρέσουν;
Ο Βέντερς είναι ένας άνθρωπος που αγαπά πού τον κινηματογράφο, ειδικά τον αμερικάνικο. Αυτό όμως δεν φτάνει για να κάνεις καλό κινηματογράφο. Με εκνεύρισε τρομερά, θα του έδινα φοβερό ξύλο αν τον είχα μπροστά μου, τότε που είδα την ταινία που καταγράφει τις τελευταίες στιγμές του Νίκολας Ρέι. Αντίθετα έχω τρελαθεί με εκείνη την ταινία του Χέρτσοκ με το καράβι που περνάει πάνω από το βουνό. Το «Φιντζγκαράλντο» αν δεν κάνω λάθος. Όπου τη βρω να παίζεται μπαίνω και την ξαναβλέπω.
Υπάρχει μια ταινία που θα ήθελες να είχες κάνει;
Αυτή που δήθεν υπογράφει η Έλεν Μέι. Μάλλον την έχουν σκηνοθετήσει ο Φολκ με τον Κασσαβέτη. Το Miky And Miky.
Σ’ άρεσε ο Κασσαβέτης;
Πάρα πολύ. Με πολλές αδυναμίες, αλλά μέσα απ’ τις αδυναμίες του είχε μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο «Οργισμένος Βαλκάνιος» τώρα πώς σου φαίνεται;
Δεν μπορώ να κάνω κριτική σε δικά μου πράγματα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι γράφτηκε για το σινεμά και τελικά βγήκε βιβλίο.
Γιατί ο «Βαλκάνιος» δεν έγινε ταινία;
Θέλει πολλά λεφτά. Δεν γίνεται να περπατάει ο Φάνης μόνος του και να μην είναι όλα τα Εξάρχεια έρημα, από την Καλλιδρομίου ως τη Θεμιστοκλέους. Έχει κάτι τέτοια κομμάτια που δεν γίνεται να μην τα κρατήσεις. Αφού δεν γίνονται άστα, ας κάνουμε άλλες σαχλαμάρες.
Η τελευταία σου ταινία, το Singapore Sling, είναι μια σαχλαμάρα;
Είναι ένα σενάριο που γράφτηκε μετά την «Ευρυδίκη». Είχα κάνει τότε μια προσπάθεια να το γυρίσω, αλλά δεν είχα βρει τους ανθρώπους που θα μπαίνανε σε μια τέτοια αυτοέκθεση που χρειαζόταν για να γυριστεί σωστά ή ταινία.
Και πώς στου ξανάρθε τώρα;
Υπήρχε κάτι στον πυρήνα του υλικού που έγραψα το σενάριο απ’ την αρχή. Ήταν μια ταινία που χρωστούσα. Έπρεπε να την κάνω.
Ως συνήθως πού χρωστάς τις ταινίες σου;
(γέλια). Στους φίλους μου που έχω χάσει χρόνια. Τις χρωστάω επίσης σε μένα, σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα, σ’ εκείνη την εποχή, σ’ εκείνα τα όνειρα, σ’ εκείνες τις προσδοκίες. Και σε κάποιους τρελούς που εννοούν να με περιμένουν και να με παρακολουθούν…
Στο Κέντρο Κινηματογράφου χρωστάς καμιά ταινία;
Το Κέντρο μάλλον μου χρωστάει. Αλλά το έχω πάρει απόφαση: Κανείς δεν μπορεί να μου απαγορεύσει να κάνω ταινίες. Ούτε το Κέντρο, ούτε το ελληνικό κράτος, ούτε μια παρέα που ελέγχει τον πνευματικό χώρο της χώρας. Όταν θέλω να κάνω μια ταινία θα την κάνω.
Συνεχίζεις να γυρίζεις διαφημιστικά όσο φτιάχνεις την ταινία;
Όχι. Μου είναι αδύνατον. Για μένα η διαφήμιση είναι ένα γεγονός κινηματογραφικό. Από τη στιγμή που θα σταματήσω να το βλέπω έτσι, μάλλον θα πεθάνω της πείνας.
Από τη διαφήμιση ζεις;
Ουσιαστικά από τη διαφήμιση.
Γιατί ξαναπήγες στο Φεστιβάλ ενώ είχες πει ότι δεν θα ξαναπατούσες;
Είμαι ο πρώτος που έχω πει εδώ και χρόνια ότι το Φεστιβάλ πρέπει να κλείσει. Υπήρχαν όμως κάποιοι συνεργάτες μου που θέλαν να δείξουν τη δουλειά τους στο Φεστιβάλ. Πολλοί απ’ αυτούς δούλεψαν σχεδόν δωρεάν, με ποσοστά πάνω στα κέρδη της ταινίας. Σίγουρα ήθελαν να δείξουν τη δουλειά τους, να πάρουν και κάποιο βραβείο που πιστεύουν ότι ο κινηματογράφος τους το χρωστάει.
Δόξα τω Θεώ το Singapore Sling τα σάρωσε τα βραβεία.
Δε μ’ ενδιαφέρουν τα βραβεία. Ενδιαφέρουν βέβαια την εταιρία εκμετάλλευσης.
Γιατί δε σ’ ενδιαφέρουν τα βραβεία;
Τα βραβεία είναι κάτι όταν δεν είσαι τίποτα. Τότε τα χρειάζεσαι, αν δεχτούμε ότι τα χρειάζεσαι κάποτε. Αλλά δυστυχώς, το κόλπο το έμαθα πολύ γρήγορα. Η «Ευρυδίκη» που έπρεπε να πάρει το βραβείο τότε, δεν το πήρε…
Γιατί δεν το πήρε;
Γιατί κοντραριζόταν μ’ έναν κολοσσό.
Ποιος ήταν ο κολοσσός;
Έ, ένας είναι ο κολοσσός. (γέλια)
Υπάρχει ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι η ιδανική παρέα σου στη δουλειά και στη ζωή;
Μ’ έναν άνθρωπο που θα μπορούσα να κάνω πολλά μαζί του είναι ο Κηλαηδόνης. Πιστεύω επίσης ότι μπορώ να κάνω πολύ σοβαρά πράγματα με τον Κωνσταντίνο τον Τζούμα, τον Άλκη τον Παναγιωτίδη και τον Χρήστο Βαλαβανίδη, την παλιά φουρνιά των «Κουρελιών» δηλαδή. Μ’ αυτά τα παιδιά θα μπορούσαμε να κάτσουμε εδώ και σε είκοσι λεπτά να έχουμε στήσει ταινία. Αυτά τα τρία παιδιά ήταν οι καλύτεροι τσόγλανοι που πέρασαν. Το ήξεραν και τους το είχα πει κι εγώ. Ήταν όμως άνθρωποι φτιαγμένοι για τον κινηματογράφο. Μετά βέβαια χαθήκανε γιατί δεν ήταν εύκολο να τους καταλάβει ο καθένας… Θέλουν συμμάζεμα.
Με ποιους ξένους ηθοποιούς, θα ήθελες να δουλέψεις;
Θα μου άρεσε να κάνω ταινίες με τον Πίτερ Φολκ, τον Ροντ Στάιγκερ, τον Τζέρεμι Άιρονς, πριν γίνει γνωστός. Τώρα αρέσει σ’ όλους.
Κι από τις γυναίκες;
Όλες οι παλιές.
Απ’ τις σημερινές;
Δεν αξίζει καμιά από δαύτες. Πάρε για παράδειγμα τη Μέριλ Στριπ. Δεν την μπορώ με τίποτα. Είναι πολύ ασχημογυναίκα. Θα μου πεις είναι πολύ καλή ηθοποιός. Δε με νοιάζει. Δεν μπορώ να τη βλέπω, αυτό έχει σημασία.
Μικρός που ήσουν, υπήρχαν άνθρωποι μύθοι για σένα;
Μεγάλωσα με μύθους και αυτό μου έκανε πολύ καλό γιατί μεγάλωσα με κάποιους ήρωες που έκαναν επικίνδυνα πράγματα. Ή ήταν ολοκληρωτικά πιστοί σε μια γυναίκα για όλη τους τη ζωή ή είχαν εφτά φιλενάδες – διαλέγεις και παίρνεις. Γενικά, οι μύθοι μου πίστευαν στη φιλία και στις χαμένες υποθέσεις.
Εσύ τι γυναίκες έψαχνες κι έπαιρνες;
Μεγάλωσα ψάχνοντας γυναίκες μοναχικές, οι οποίες όταν άνοιγαν το στόμα τους δεν βγάζαν μπουρμπουλήθρες.
Πες μου μια ταινία που έχεις δει μικρός και σε συγκλόνισε.
Το «Όλοι Οι Άνθρωποι Του Βασιλιά». Το είδα δεκατεσσάρων χρονών και συγκλονίστηκα. Άρχισα να σποτάρω το ενδιαφέρον μου προς αυτή τη μεριά. Μου αποκάλυψε πράγματα που δεν μπορούσα να φανταστώ μέσα στην αθωότητά μου.
Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον ήρωα;
Οι μεγάλες αντινομίες και τα πάθη του, και μια παραίτηση που έχει ώρες ώρες από ορισμένα πράγματα. Τουλάχιστον αυτούς τους ήρωες αγάπησα εγώ.
Κι από τις ηρωίδες;
Μόνο τις κυρίες των φιλμ-νουάρ, τις ψηλές κυρίες με τις μακριές γάμπες και τη βραχνή φωνή της νικοτίνης.
Ο κινηματογραφικός φακός λέει την αλήθεια ή το όνειρο;
Την αλήθεια. Και μάλιστα έχει τη φοβερή ικανότητα να γράφει αυτό που είναι από μέσα όχι απλώς και μόνο αυτό που βλέπει. Καταγράφει πότε είσαι στα όμορφά σου. Αποκλείεται να κρυφτεί κάποιος στο φακό. Ο Ρέντφορντ για παράδειγμα είναι κακός άνθρωπος και ο Ντε Νίρο επίσης. Γι’ αυτό όπως και να τους φωτογραφίσεις στις ταινίες θα φανούν κακοί, ό,τι είναι στη ζωή τους.
Υπάρχει μια εποχή που θα ήθελες να ζήσεις;
Αυτή που έζησα. Η δεκαετία του ’50. Ολόκληρη η Ελλάδα τότε έβγαινα από πόλεμο και μοιραία υπήρχε μια χάι διάθεση. Υπήρχε μια νεολαία αλλά μέσα στην Αθήνα υπήρχε μόνο ένα στέκι. Το Γκριν Παρκ. Όποιος ανήσυχος κώλος κυκλοφορούσε στην Αθήνα εκείνη την εποχή, όποιο μυαλό με σπυρί, εκεί μέσα το έβρισκες. Και οι ανήσυχοι εκείνης της εποχής ήταν όλοι κι όλοι εξήντα. Η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, ήρεμη, ερωτική, γλυκιά. Μύριζε την άνοιξη, με πολύ λίγα αυτοκίνητα, με συμπεριφορές καθαρά ερωτικές, φλερτ που κράταγαν ένα-δύο μήνες πριν γίνουνε σχέσεις – η αργή διαδικασία του ονείου δηλαδή – αγωνίες που δεν υπάρχουν πια στη ζωή μας. Σ’ εκείνο το χώρο – στον οποίον θα ήθελα κάποτε να γυρίσω μια ταινία – μαζευόντουσαν πολύ περίεργα άτομα, κοκότες πολυτελείας, ψιλοκλεφτρόνια που έκλεβαν αυτοκίνητα, έκανα μια βόλτα και μετά τα άφηναν γράφοντας συγνώμη επάνω. Εγώ κόλλησα σ’ αυτή την παρέα γιατί μεγαλόδειχνα. Ήμουν δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών. Μου έκανε εντύπωση που οι μεγάλοι με πρόσεχαν. Όταν πήγαιναν να γαμήσουν πούστηδες για να τ’ αρπάξουν, εμένα με βγάζανε απ’ το κόλπο. Τότε χορεύαμε και μπλουζ. Έπιανες το χέρι του κοριτσιού και σ’ αυτή την επαφή περνάγανε πράγματα μέσα σου, έτρεμες, ακουμπούσανε για πρώτη φορά τα σώματα κι άρχιζες να διαβάζεις σήματα, καταλάβαινες, είναι δικιά σου, δεν είναι, πότε θα είναι και διάφορα άλλα… Τότε είχαμε και τις γυναίκες-αναπτήρες.
Ήταν πολλές εκείνη την εποχή. Επίσης ζούσαμε και την πρώτη επανάσταση στην οικογένεια. Μην ξεχνάς ότι τότε η οικογένεια έβγαινε, και η μαμά με την κόρη φορούσαν το ίδιο ταγεράκι, την ίδια τσαντούλα, γοβάκι και γαντάκι, το ίδιο χτένισμα στο κομμωτήριο κι ο μπαμπάς έπαιρνε λίγο υφασματάκι παραπάνω για να ράψει κι ο πιτσιρικάς κουστούμι. Υπήρχαν τέτοια στερεότυπα. Αυτά κάποια στιγμή τινάχτηκαν στον αέρα. Όταν ήρθε «Ο Επαναστάτης Χωρίς Αιτία» ήταν ξεπερασμένος για μας. Τότε υπήρχαν κάποιοι κανόνες στον έρωτα, στη φιλία, στον τσακωμό, που έχουν εξαφανιστεί τώρα πια. Σήμερα έχουμε απολέσει τη διαδικασία. Τα πράγματα σήμερα δεν αρχίζουν καν, τελειώνουν πριν αρχίσουν.
Ήταν ομορφότερα τα κορίτσια τότε.
Πολύ ωραία, τρομερά συγκινητικά. Κορίτσια με πολύ υγρά μάτια και μετρημένες κινήσεις. Φιλικά χωρίς εξαλλότητες, αλλά με μυτερά σουτιέν και βαριά αρώματα.
Ενώ σήμερα πώς σου φαίνονται τα κορίτσια;
Σήμερα κυκλοφορείς και βλέπεις μια σειρά από αυτά που προσπαθούν να το παίζουν «βόδια» αλλά δεν καταφέρνουν ούτε καν να μουγκρίσουν… Δεν είναι όμως όλο το φταίξιμο δικό τους…
Ποιο ήταν το όνειρο εκείνης της εποχής; Θέλατε να πάτε στην Αμερική;
Όχι. Τότε το όνειρό μας ήταν η «Λεγεώνα των Ξένων».
Σήμερα; Ποιο είναι το σημερινό όνειρό σου;
Να αποδειχτεί καλό κοκτέιλ το Singapore Sling.
Θα το δοκιμάσω και θα σου πω. (γέλια).
Πηγή: dimartblog.com