Τον είπαν ανατόμο της ψυχής, χαρτογράφο της αλλοτρίωσης, αποκωδικοποιητή των συγκρουσιακών σχέσεων στη σύγχρονη εποχή. Κι ακόμα, δύσκολο και στριφνό σκηνοθέτη, βαρύ και αργό. Αλλά ήταν γνήσιος καλλιτέχνης, και κάθε γνήσιος καλλιτέχνης ξέρει να αρνείται την ταξινόμηση, να ελίσσεται ανάμεσα στα στερεότυπα και τα θέσφατα, και να εκφράζει όσο πιο έξοχα καταφέρνει αυτά που σκιρτούν στην ψυχή, αυτά που θάλλουν στο μυαλό του. Όσοι είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε βλέποντας κατάπληκτοι το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», αυτό το γλυκόπικρο εγκώμιο των νιάτων, προτιμούσαμε να τον λέμε ποιητή του κάλλους και, τώρα που έφυγε, να θυμόμαστε ότι οι δημιουργίες του όσα κοινά κι αν είχαν, ήταν μοναδική η καθεμία τους, και άλλοτε έθιγαν κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, όπως η «Ντροπή» ή το «Αυγό του Φιδιού», άλλοτε ανέλυαν την απουσία του Θεού, όπως η «Έβδομη Σφραγίδα» και οι «Κοινωνούντες», ενώ άλλοτε βυθομετρούσαν την υπαρξιακή αγωνία, όπως οι «Άγριες Φράουλες», ή «Περσόνα» και το «Κραυγές και Ψίθυροι».
Προσωπικά, θέλω να τον θυμάμαι σαν έναν φοβερό και τρομερό, μα μειλίχιο πάντα, αθλητή της τέχνης και της ζωής, έναν αθόρυβο ρέκορντμαν που άφησε εποχή με τις επιδόσεις του. Παρέα με τον αειθαλή, εν ζωή ακόμη και σε λίγους μήνες αιωνόβιο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα και τον προσφάτως μακαρίτη, στα 95 του χρόνια, Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Μπέργκμαν έσπασε ρεκόρ αντίστασης στο πέρασμα του χρόνου, αρνούμενος να επιτρέψει στη φθορά να τον οδηγήσει στη σιωπή. Στις σχεδόν εννέα δεκαετίες της ζωής του κατόρθωσε να σκηνοθετήσει 60 ταινίες του λεγόμενου ποιοτικού σοβαρού κινηματογράφου και πάνω από 170 θεατρικά έργα και όπερες, χώρια τα σενάρια και τις ραδιοφωνικές παραγωγές του. Επίσης, κατόρθωσε να κάνει 5 γάμους και ορισμένες πολύ γόνιμες ερωτικές σχέσεις εκτός γάμου, ανάμεσα στις οποίες αυτές με ερμηνευτικούς κολοσσούς όπως η Χάριετ Άντερσον, η Μπίμπι Άντερσον και η Λιβ Ούλμαν. Καρπός των γαμήλιων και μη δεσμών του ήσαν τουλάχιστον 9 παιδιά, εκ των οποίων μία ηθοποιός, 5 σκηνοθέτες κινηματογράφου, ένας αεροπόρος, και 2 συγγραφείς. Κι ακόμα, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν υπήρξε ο νεότερος διευθυντής θεάτρου στην Ευρώπη, όταν ανέλαβε το θέατρο της πόλης Χέλσινμποργκ σε ηλικία μόλις 26 ετών. Στα ρεκόρ του μεγάλου Σουηδού καλλιτέχνη θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τις μακροχρόνιες συνεργασίες του με τους αγαπημένους του ηθοποιούς και διευθυντές φωτογραφίας, καθώς και αυτό των απίστευτα χαμηλών προϋπολογισμών για τη δημιουργία των αριστουργημάτων του.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1918, στην Ουψάλα της Σουηδίας. Ο πατέρας του, ο Έρικ, ήταν επίσκοπος και μάλιστα διετέλεσε προσωπικός εφημέριος του βασιλέα της χώρας, συνεπώς φυσικό ήταν να επιχειρήσει να γαλουχήσει τον γιο του με άκαμπτες θρησκευτικές αρχές. Αλλά μία τράμπα απ’ αυτές που κάνουν τα παιδιά όταν βαριούνται κάποια παιχνίδια τους υπήρξε καταλυτική για τον μικρό Ίνγκμαρ: άλλαξε τα μολυβένια στρατιωτάκια του με μια διαλυμένη laterna magica, προσχώρησε στην αθεΐα, και προχώρησε στο καλλιτεχνικό έργο, στήνοντας παραστάσεις μόνος του, παίζοντας με μαριονέτες έργα του Στρίντμπεργκ, πλάθοντας έναν δικό του κόσμο, ένα ιδιωτικό σύμπαν. Και ήταν μόλις εννιά χρονών! Δεν είναι τυχαίο ότι αυτόν ακριβώς τον τίτλο, Laterna Magica, έδωσε στην αυτοβιογραφία του, έξι δεκαετίες αργότερα.
Στα δεκαεννιά του χρόνια, ο Μπέργκμαν αρχίζει σπουδές τέχνης και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, αλλά ουσιαστικά περνάει τις ώρες του μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες, ένας «εθισμένος της οθόνης», όπως είπε ο ίδιος, ερωτεύεται μια κοπέλα, διαρρηγνύει τις σχέσεις του με τον πατέρα του, και εγκαταλείπει τα αμφιθέατρα για τα καλά, έχοντας ήδη γράψει μερικά θεατρικά έργα και μία όπερα. Εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη στο θέατρο, ανεβάζει ένα δικό του έργο, τον «Θάνατο του Κάσπαρ», συμμετέχει στη συγγραφή σεναρίων, κυριεύεται από τον ίλιγγο της δημιουργίας.
Σκηνοθετεί ταινίες που αρχικά μοιάζουν με χαμόγελα, βαφτισμένες σε έναν θερινό λυρισμό και μία ποιητική αισιοδοξία, όπως φανερώνουν άλλωστε και οι τίτλοι τους: «Καλοκαιρινά Παιχνίδια», «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας». Αποθεώνεται στις Κάννες στο 1955, καταβυθίζεται σε υπαρξιακούς προβληματισμούς, και αποσβολώνει τον κινηματογραφικό κόσμο με δύο καίρια χτυπήματα ολκής, την «Έβδομη Σφραγίδα», αυτήν την αγωνιώδη παρτίδα σκάκι της ζωής ενάντια στο θάνατο, μια παρτίδα που παίζει ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ ενάντια στο Χάρο, και τις «Άγριες Φράουλες», το ταξίδι του γηραιού καθηγητή Μποργκ μες στον λαβύρινθο των αναμνήσεων. Αρχίζουν οι πάντες να μιλούν για την εικαστική αριστοτεχνία του Μπέργκμαν, για τη φιλοσοφική του σκευή, για τις συγκλονιστικές περιπλανήσεις του στα σκοτεινά τοπία της ψυχής.
Ο Σουηδός μαιτρ εγκαινιάζει τη δεκαετία του 1960 με τον τρόπο που της αρμόζει, με έναν τρίπτυχο στοχασμό πάνω στην αλλοτρίωση, τις συναισθηματικές εντάσεις, τη διαλεκτική των διακυμάνσεων του νου. Μας δονεί με την λεγόμενη «Τριλογία της Σιωπής», δηλαδή με το «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη»(1961), τους «Κοινωνούντες» (1962), και την συνταρακτική «Σιωπή» (1963), που δίχασε, και ακόμη διχάζει, τους θεατές της, όντας το φιλοσοφικό, βαθιά ανθρώπινο, καίτοι αινιγματικό φαινομενικά, μανιφέστο του Μπέργκμαν. Και εδώ, όπως και στις μετέπειτα δημιουργίες του, ο μεγάλος σκηνοθέτης επιμένει ότι μπορούμε να διατηρούμε την ελπίδα ακόμα και μέσα στο σκότος, μπορούμε να εμμένουμε στην ανθρώπινη ουσία μας ακόμα και σε συνθήκες καταρράκωσης του αυτοσεβασμού μας, μπορούμε να διατηρούμε ένα χαμόγελο αισιοδοξίας ακόμα και μέσα στην πιο ζοφερή θλίψη.
Ακολουθούν ταινίες που μοιάζουν να αδιαφορούν για την επιτυχία ή την αποτυχία, αλλά, απεναντίας, είναι προσηλωμένες στα όσα ταλανίζουν την ύπαρξη. Η «Persona», το 1966, η καθηλωτική «Ντροπή», το 1968, που για ορισμένους παραμένει το κρυφό του αριστούργημα, το «Κραυγές και Ψίθυροι», το 1972, οι «Σκηνές από ένα γάμο», το 1973, το «Αβγό του Φιδιού», το 1977, ακόμα μία δημιουργία που προκάλεσε θύελλα συζητήσεων και που μοιάζει να είναι ο επί της οθόνης διάλογος του Μπέργκμαν με τον Βισκόντι και τους «Καταραμένους» του, όπως ακριβώς η «Τριλογία της Σιωπής» αποτελεί έναν κρίσιμο διάλογο του Σουηδό με τον Ιταλό ομότεχνό του, τον Αντονιόνι και την δική του «Τριλογία της Αλλοτρίωσης» που απαρτίζεται από την «Περιπέτεια», τη «Νύχτα» και την «Έκλειψη».
Ο Μπέργκμαν θα αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στο Μόναχο ύστερα από μιαν επονείδιστη δίωξη των αρχών εναντίον του για φοροδιαφυγή. Αν και τελικά απαλλάχτηκε, ποτέ δεν έκρυψε την πικρία του για το εξευτελισμό που υπέστη. Παρά το σοκ και την αρχική του απόφαση να περάσει στη σιωπή, θα αναλάβει και θα μας προσφέρει αθάνατα φιλμ, όπως η «Φθινοπωρινή Σονάτα», το «Φάννυ και Αλέξανδρος» και το «Μετά την Πρόβα», ενώ δεν θα σταματήσει να καταπιάνεται με το θέατρο, να γυρίζει τηλεταινίες, όπως το «Saraband» που αποτελεί τη συνέχεια, ύστερα από τρεις δεκαετίες, του «Σκηνές από ένα γάμο», να γράφει σενάρια, να συμπαρίσταται στις δημιουργικές προσπάθειες νεαρών του φίλων και συνεργατών.
Ο μεγάλος Σουηδός δημιουργός, που επηρέασε γενιές φημισμένων πια σκηνοθετών, που άφησε την ποιητική σφραγίδα του στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, άφησε την τελευταία του πνοή στις 30 Ιουλίου του 2007, στο θρυλικό πια νησί Φάρο, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Με κάθε του ταινία, με κάθε του πλάνο, πέρασε στην αθανασία.
(Το κείμενο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη για τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν δημοσιεύτηκε στο Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας αρχές Σεπτέμβρη του 2007.)
* * *
Ο Μπέργκμαν συζητάει με τον Σεφέρη
Ο Γιώργος Σεφέρης ταξίδεψε στη Στοκχόλμη για την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, λίγο νωρίτερα από την προσδιορισμένη μέρα, στις 10 Δεκεμβρίου 1963. Τον συνόδευαν η συζυγός του Μαρώ και ένα φιλικό του ζευγάρι: ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης (τότε ήταν διευθυντής σύνταξης του περιοδικού «Ταχυδρόμος», με διευθυντή τον Χρήστο Λαμπράκη) και η σύζυγός του Λένα Σαββίδη. Στο πλαίσιο εκείνου του ταξιδιού, ο Σεφέρης έκανε δυνατή την εκπλήρωση ενός ονείρου του: να συναντήσει τον σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν που, 45 χρονών τότε, μεσουρανούσε στο κινηματογραφικό στερέωμα ─ και εκείνη την περίοδο μόλις είχε παρουσιάσει στο κοινό τη δημοφιλέστατη Σιωπή. Στη συνάντηση παρευρέθηκαν και οι φίλοι του. Η Λένα Σαββίδη, μεθοδική, κατέγραψε τα βασικά σημεία της συνομιλίας των δύο μεγάλων καλλιτεχνών και στη συνέχεια, από μνήμης, ανασύνθεσε τη συνομιλία τους, την οποία ο «Ταχυδρόμος» δημοσίευσε στο τχ. 513 της 8ης Φεβρουαρίου 1964. Σύμφωνα με την καταγραφή εκείνη, ειπώθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
ΣΕΦΕΡΗΣ: Έχετε έρθει στην Ελλάδα;
ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Όχι. Και είναι ένα ταξίδι που θέλω να κάνω. Γενικά όμως δεν μ’ αρέσει να ταξιδεύω. Όταν φεύγω από τον τόπο μου νοιώθω σαν να με ξεριζώνουν, αβέβαιος. Θεωρώ τα ταξίδια επικίνδυνα. Κι όταν φτάνω στο αεροδρόμιο, είμαι πάντα έντρομος.
Σ: Α, τ’ αεροδρόμιο είναι σαν τόπος εκτελέσεως! Κι εγώ αισθάνομαι πως όταν ταξιδεύω, σπαταλώ τον εαυτό μου. Γι’ αυτό, όταν βρίσκομαι σε ξένη χώρα, δεν προσπαθώ να τα βλέπω όλα. Μ’ αρέσει να περιορίζω. Να βλέπω ανθρώπους και πράγματα που μ’ ενδιαφέρουν, να κουβεντιάζω μ’ ανθρώπους, και ν’ ανταλλάζομε ιδέες. Πείτε μου, έχετε πολλή διοικητική δουλειά εδώ;
Μπ: Ε, ναι… και σε μια μεριά της ψυχής μου υπάρχει ο γραφειοκράτης.
Σ: Τι όμορφο να μιλάτε για την ψυχή σας σαν να ΄ναι ένας χάρτης όπου σημειώνετε ακριβώς πού βρίσκεται ο γραφειοκράτης! Μα με τους ηθοποιούς έχετε δυσκολίες;
Μπ: Όχι… Βέβαια, καμιά φορά τυχαίνει να συζητάμε επί δύο ώρες για το χρώμα ενός ρούχου που δεν αρέσει σ’ εκείνον που πρόκειται να το φορέσει. Κυρίως όμως μ’ ενδιαφέρουν τα νέα παιδιά, εκείνα που έρχονται με νέες ιδέες, που προβληματίζονται, που προσπαθούν να ΄ναι συγχρόνως καλοί στην πρόζα, στο χορό, στο τραγούδι…
Σ: Δοκιμάσατε να γράψετε θέατρο ποτέ;
Μπ: Ε φυσικά, έτσι ξεκίνησα. Μα οι κριτικοί μού κάνανε τέτοια υποδοχή που στράφηκα στον κινηματογράφο για να εκφραστώ. Εσείς γράψατε ποτέ θέατρο;
Σ: Όχι αλλά δεν ξέρω, στα ποιήματά μου, νομίζω πως υπάρχει κίνηση, πολλά θα μπορούσαν να είναι θεατρικά έργα. Αλλά για να γράψω θέατρο, θα ‘θελα ν’ αρχίσω από την αρχή, από το έμψυχο υλικό, από τους ηθοποιούς. Θα ‘θελα ν’ αρχίσω από τα σανίδια. Και η ζωή μου δεν είναι κατάλληλη.
Μπ (ενθουσιώδης): Ναι, ναι, έτσι είναι σωστό, έτσι πρέπει. Κι εγώ από ‘κει ξεκίνησα.
Σ: Φαντάζομαι πως αυτός είναι ένας από τους λόγους που χρησιμοποιείτε τόσο συχνά στις ταινίες σας τους ίδιους ηθοποιούς.
Μπ: Μα ναι, ακριβώς… Ξέρετε μου ζήτησαν ν’ ανεβάσω έργα στο Παρίσι, στο Αμβούργο. Δεν δέχτηκα όμως. Δεν μπορεί κανείς να δουλέψει σωστά με μια γλώσσα που δεν είναι δική του. Η γλώσσα είναι σαν μουσική. Πρέπει το αυτί να μπορεί να πιάνει κάθε της απόχρωση. […] Ωστόσο, καμιά φορά, νιώθω τη Στοκχόλμη τόσο επαρχιακή.
Σ: Μην το λέτε. Κάποτε ένας φίλος μου μού είπε πως το Λονδίνο του φαινόταν επαρχία. «Πού είναι η πρωτεύουσα;» τον ρώτησα.
Μπ: Ναι μα εδώ οι εφημερίδες, ο Τύπος μας, είναι επικίνδυνος. Δεν έχουμε παράδοση. Και είμαστε ένας ελεύθερος τόπος, ελεύθερος όπως είναι και η Αγγλία, και όπως δεν είναι η Γαλλία. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Και ο Τύπος μας είναι επικίνδυνος ─ καλλιτεχνικά εννοώ. Δεν έχουν κριτήρια παρά μόνον αόριστα.
Σ: Παντού στον κόσμο συμβαίνει αυτό. Δεν είναι μόνο εδώ. Η αοριστία είναι παντού.
Μπ: Στον τόπο μου οι άνθρωποι δεν αισθάνονται καλά. Νομίζω πως φταίει η παιδεία μας. Μας ζητάν, μας μαθαίνουν να ζητάμε από τον εαυτό μας περισσότερα απ’ ό,τι μπορούμε να δώσουμε.
Σ: Μα πάντα δεν το ζητάμε αυτό από τον εαυτό μας;
Μπ: Ναι αλλά δεν πρέπει να σ’ το μαθαίνουν στο σχολείο. Πρέπει, αργότερα, να το βρίσκεις μόνος σου, στην ψυχή σου μέσα. Τώρα, όλοι είναι δυσαρεστημένοι. Και πώς να το εξηγήσεις; Εδώ και δυο γενιές, ο τόπος αυτός είχε πολύ λιγότερους κατοίκους. Κι έμεναν στην εξοχή, μακριά ο ένας από τον άλλον. Κι ο καθένας ήταν βασιλιάς στην περιοχή του. Τώρα μαζεύτηκαν όλοι, στριμώχτηκανε δύο μεγάλες πόλεις κι αισθάνονται άσχημα… […]
Σ: Πέστε μου, αγαπάτε το τόπο σας;
Μπ: Ναι, πολύ.
Σ: Και εγώ έχω μια αγάπη για τη γη όπου φύτρωσα.
Μπ: Κι εγώ. Δε θα ΄θελα να είμαι πουθενά αλλού. Με πληγώνουν οι δυσκολίες του τόπου μου. Αγαπώ τους ανθρώπους με τις περιπλοκές τους. Πιστεύω πως τους καταλαβαίνω, γιατί από τη μεριά του πατέρα μου, φτάνουμε μέχρι τον 16ο αιώνα χωρικοί και κληρικοί. Και νοιώθω υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει εδώ. […]
Σ: Ναι, σας καταλαβαίνω. Κι εγώ, αν μου επιτρέπετε μια προσωπική ομολογία, νοιώθω το ίδιο.
Μπ: Είμαστε και οι δύο καλλιτέχνες, είναι η μοίρα μας να κάνουμε προσωπικές ομολογίες, αλλιώς θα καθόμαστε εδώ να λέμε ανοησίες.
Σ: Μ’ αρέσει να βρίσκω ανθρώπους, σ’ άλλη γωνιά της γης, που να αισθάνονται σαν κι εμένα.
Μπ: Στο Piccolo Theatro του Μιλάνου, στο Αμβούργο, νοιώθω σαν στο σπίτι μου, γιατί οι άνθρωποι εκεί αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με μας εδώ. Και η γυναίκα μου λέει πως πάντα μπορεί να επικοινωνήσει με άλλους μουσικούς.
Σ: Στην Κατοχή, βρέθηκα στη Μέση Ανατολή. Και σ’ αυτή τη μαύρη εποχή, το μόνο πράγμα που με παρηγορούσε ήταν η σκέψη πως κάπου στον κόσμο θα υπάρχουν άνθρωποι που θα σκέφτονταν και θα έλπιζαν για τα ίδια πράγματα με μένα. […]
Μπ: Οι παλιές μου ταινίες είναι κάτι το περιορισμένο. Βρίσκονται κάπου πίσω μου, μέσα στο σκοτάδι. Δεν μου ανήκουν πια. Εσείς πώς νοιώθετε για τα ποιήματά σας;
Σ: Έτσι είναι και για μένα. Με πονάν, με αφορούν όσο βρίσκονται ακόμα πάνω στο γραφείο μου και τα διορθώνω. Μετά, όταν τυπωθούν, τα ξεχνώ.
Μπ: Έτυχε να χρειαστεί να ξαναδουλέψω παλιές μου ταινίες. Ήταν φρίκη.
Σ: Δεν φαντάζεστε πόσο υποφέρω, όταν έρχονται μεταφραστές και με ρωτάν για το ένα ή το άλλο ποίημα. Αισθάνομαι να με γδέρνουν ζωντανό.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πηγή: dimartblog.com