Ήρθε, που λέτε, φέτος στο πανί μια ξεχωριστή ταινία, να υπηρετήσει επάξια την 7η Τέχνη. Ήρθε κι ο θεατής περίεργος να δει, να βιώσει και να κρίνει αποχωρώντας από την αίθουσα του σινεμά.
Κι έγινε συμμέτοχος του σκληρού ρεαλισμού, τον οποίο υπηρέτησε μια Καραμπέτη απόλυτα ενσωματωμένη στον ρόλο της και αφοπλιστικά «τσαλακωμένη», προκειμένου να ντυθεί την προσωπικότητα της Φραγκογιαννούς. Αντίπαλον δέος και συμπληρωματική, μα έντονα κυρίαρχη, η φιγούρα της Πρωτόπαπα. Ιδανική μορφή αρχαίας τραγωδίας και στόφα ταιριαστή στο δραματικό στοιχείο που διαπνέει όλη την ταινία.
Η γλώσσα τού μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα εμπλουτίστηκε πολυπρισματικά. Μιλήθηκε με την υποβλητική εικόνα, τις παρατεταμένες ηχηρές σιωπές, τις ματιές που ανατριχιάζουν, τα επίμονα χορωδιακά της μουσικής επένδυσης και όλα αυτά σκαλίζοντας το ψυχογραφικό υπόβαθρο, με ένα νυστέρι χωρίς αναισθησία.
Διάχυτο το εμβληματικό ασπρόμαυρο του θανατικού, χρώμα δεμένο με την αντίσταση της κεντρικής ηρωίδας στο κατεστημένο μιας γκρίζας εποχής. Διάχυτο και το χρέος που ένιωσε να απαλλάσσει τα θηλυκά από τη βασανιστική τους θέση, πριν προλάβουν να την υποστούν… «Θεέ μου, γιατί να έλθη στον κόσμον κι αυτό;». Ένα χρέος ακατάληπτο, πλεγμένο με δύο νήματα αντιθέσεων, της λογικής και της ψυχοπαθολογίας συνάμα…
Πίσω στο φόντο, τα ήθη μιας εποχής ανελέητα υποτιμητικής και άδικης για τη γυναίκα. Απόλυτα πατριαρχικά, απόλυτα σκοταδιστικά.
Όντας θεατής, κι έχοντας ήδη αναγνώσει τη συγκλονιστική γραφή του Παπαδιαμάντη, πιάνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου να αθωώνει σιωπηρά τη Χαδούλα την αχάιδευτη. Τη γυναίκα που κυριαρχείται από μια ακραία εσωτερική ευθύνη απέναντι σε κάθε θηλυκό και στη μοίρα του «…να κάμω μια καλή πράξη, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ’ η ψυχή μου κι η καρδούλα μου». Τη Χαδούλα την πολιορκημένη παράλληλα. Από τη μια οι τύψεις, από την άλλη το ελεγκτικό και αυταρχικό προφίλ της μάνας της. Μιας μάνας που την καταδιώκει σαν βαρύς ίσκιος ώς το τέλος, ώσπου η ίδια η ψυχή της, κραυγάζουσα, να την πετάξει στον γκρεμό, πετώντας μαζί κι όλο το βάρος που κουβαλούσε. Πώς αλλιώς να λευτερωθεί προς τον δρόμο τής αυτολύτρωσης, παρά μονάχα με τον εθελούσιο θάνατο!
Στο πανί αναβιώνει η γυναίκα-θύμα μιας εποχής, που την κράτησε φιμωμένο έρμαιο. Η γυναίκα τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους, η ες αεί σκλάβα των άλλων. Η ταπείνωση ενός ανδροκρατούμενου κόσμου που την πουλούσε και την αγόραζε στο όνομα της προίκας, ψυχρά κι αμείλικτα. Αλίμονο δε αν ατυχούσε να έρχεται ως δεύτερη ή τρίτη γέννα της οικογένειας! Εις θάνατον…
Αρκεί μια ταινία για να δεις σχεδόν όλες τις μορφές της τέχνης να εκτίθενται μπροστά σου. Μια κινηματογραφική μορφή αρχαίου δράματος, η «Φόνισσα», που ακροβατεί ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Σηκώθηκα όρθια μπροστά στο πανί, γεμάτη ποικιλία συναισθημάτων, γεμάτη διδακτική ύλη για μελέτη και έμπνευση.
Με τους τίτλους τέλους άφησα μια νοητή υπόκλιση κι ένα χειροκρότημα, τόσο στην ψυχο-κοινωνιολογική διείσδυση της Εύας Νάθενα, όσο και στην παπαδιαμάντεια διάνοια…
Πρώτη δημοσίευση στο: e-thessalia.gr
Ελίνα Πριτσίνη - ιστορικός του Ελληνικού Πολιτισμού
Πηγή: pancreta.gr