Τρεις διαφορετικές ιστορίες αγάπης με φόντο τρεις διαδοχικές δεκαετίες, σε δύο γειτονικά βαλκανικά χωριά όπου μαίνεται εδώ και χρόνια το διεθνοτικό μίσος. Μια ταινία για τους κινδύνους -αλλά και την παντοτινή δύναμη- του απαγορευμένου έρωτα.
Στην πρώτη ιστορία, που τοποθετείται το 1991, μια ιστορία αγάπης υπονομεύεται από την τρέλα, τη σύγχυση και τον φόβο που κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα πριν τον πόλεμο. Στη δεύτερη ιστορία, που τοποθετείται το 2001, ο πόλεμος έχει τελειώσει αλλά δυο ερωτευμένοι αδυνατούν να κάνουν τη σχέση τους κανονική: τα σημάδια του πολέμου είναι ακόμη φρέσκα και δεν θεραπεύονται τόσο εύκολα. Στην τρίτη ιστορία, που τοποθετείται το 2011, μια περίοδος που μια ερωτική σχέση μπορεί πια να ριζώσει, όλα βρίσκονται στα χέρια δύο ερωτευμένων νέων, αν μπορούν να απελευθερωθούν από το παρελθόν τους, χωρίς να τους κυριαρχούν η καχυποψία και το κακό που δεν έχουν εξαφανιστεί εντελώς από την ατμόσφαιρα.
Η ταινία του Κροάτη Ντάλιμπορ Μάτανιτς κέρδισε κοινό και κριτικούς στο περυσινό Φεστιβάλ Καννών, κερδίζοντας το Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα. Έχοντας τραβήξει την προσοχή σε όσα βαλκανικά φεστιβάλ προβλήθηκε, έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 50 διοργανώσεις, κερδίζοντας 15 βραβεία. Στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια. Αποτελεί την πρόταση της Κροατίας για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας 2016.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ως σκηνοθέτης, μου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον καιρό τώρα αυτό το διεθνοτικό μίσος στην περιοχή των Βαλκανίων, αυτές οι βαθιά ριζωμένες συγκρούσεις που προέρχονται από την πολιτική και τη θρησκεία. Με αυτή την ταινία, θέλησα να διερευνήσω τρεις διαφορετικές ιστορίες ενός Κροάτη και μιας Σέρβας, σε τρεις δεκαετίες. Οι ιστορίες λαμβάνουν χώρα στο ίδιο μέρος, στα κατεστραμμένα χωριά του πολέμου, με τους νεαρούς εραστές να είναι πάντα γύρω στα 20. Μέσα από το φακό των τριών αυτών ιστοριών, θέλω να δώσω έμφαση στη συσσωρευμένη ατμόσφαιρα του κακού που κυριαρχεί ανάμεσα στις κατεστραμμένες κοινότητες της περιοχής.
Δεν είμαι σε καμία περίπτωση ο μόνος που πιστεύει ότι στον «νέο» αιώνα μας, το πρόβλημα του μίσους για τον άλλον έχει λάβει μια ιδιαίτερα ανησυχητική, σοβαρή και πραγματικά επικίνδυνη διάσταση. Δεν λείπουν τα παραδείγματα: ισλαμοφοβία, νέο-ναζισμός, σοβινισμός, ρατσισμός αλλά και η απόρριψη κάθε εθνότητας μεταναστών στις περιοχές μας. Πιστεύω ότι καλύτερος τρόπος για να κάνεις μια ταινία που να μιλάει για όλα αυτά, είναι να γυρίσεις μια ιστορίας αγάπης, η οποία διαπερνάται από όλα τα συναισθήματα: την αντιπαράθεση, τη δυσανεξία, την αποδοχή, τον φόβο, το μίσος, την αγάπη, την ελπίδα και τη συγχώρεση. Στόχος μου ως σκηνοθέτης είναι να καταφέρω να αντιπαραβάλω το καταπράσινο φυσικό τοπίο και την ανεμελιά της νεότητας, με όλες εκείνες τις επιθέσεις που εκκινούνται από τα μακροχρόνια μίση, την ιστορία, την παράδοση, τη σύγχυση και τον φόβο, χρησιμοποιώντας την κινηματογραφική αφήγηση για να αναλύσω τις αλλαγές που συντελούνται στις ζωές των ανθρώπων στην περιοχή αυτή. Σχετικά με τις ερμηνείες, ήθελα ο κάθε χαρακτήρας της ιστορίας που δεν πιστεύει ότι η αγάπη τα νικάει όλα, να βρεθεί αντιμέτωπος με τους λόγους που τον εμποδίζουν να σκεφτεί έτσι ώστε να μην όλα τόσο ανώδυνα γι’ αυτόν.
Από την αμέριμνη ατμόσφαιρα στην πρώτη ιστορία, προχωρούμε στη γεμάτη ψυχικά τραύματα κατεστραμμένη συνθήκη της δεύτερης, για να καταλήξουμε στην τρίτη, στο σήμερα και την ελπίδα. Σε αυτήν οι δυο εραστές, με τις οικογένειες και τους φίλους τους, καλούνται να ξεπεράσουν τις φρίκες του παρελθόντος. Ήθελα πάντοτε να κάνω μια ταινία που θα λειτουργούσε ως καθρέφτης για όλους μας στις περιοχές αυτές, που θα μας φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τους εαυτούς τους οποίους αφήσαμε να δράσουν ανεξέλεγκτα, κι όχι ως αξιοπρεπείς άνθρωποι, παρασυρμένοι από τις πιο σκοτεινές, σκληρές ορμές μας. Ήθελα να δείξω τι συνέβη, όταν οι άνθρωποι ακολούθησαν μια διαδρομή προς μια επαίσχυντη, εντελώς βραχυπρόθεσμη ευφορία, που τελικά προκάλεσε βαθιά δυστυχία κι άσκοπη ταλαιπωρία. Ο «Καυτός ήλιος» γιορτάζει την ανιδιοτέλεια και την αγάπη –τα καλύτερα συναισθήματα της ανθρώπινης φύσης που εξακολουθούν να αγωνίζονται ώστε να εμφανιστούν πλήρως και νικηφόρα στην περιοχή μας. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: στο τέλος της ημέρας, η πολιτική του ακραίου εθνικισμού δεν κερδίζει ποτέ. Η αγάπη είναι αυτή που νικάει.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
-Εσείς ζήσατε μέσα σε αυτές τις τρεις δεκαετίες που απεικονίζονται στην ταινία. Πόσο σας επηρέασε αυτό;
Η κύρια αιτία γι’ αυτήν την ταινία είναι αυτό συνήθιζε να λέει η τελευταία γιαγιά μου, όταν μιλούσαμε σχετικά με τις κοπέλες μου: «… αρκεί να μην είναι κάποια από αυτές…» Εννοούσε να μην είναι Σέρβα, δηλαδή. Η γιαγιά μου μού έδωσε αγάπη άνευ όρων, άρα ήμουν κάπως μπερδεμένος με αυτή τη στάση της. Έχω πολλές προσωπικές μαρτυρίες σχετικά με αυτή την εθνική, θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική διχοτόμηση που είναι βαθιά ριζωμένη σε πολλές γενιές, και έχει προκαλέσει τόση δυστυχία και πόνο στη διάρκεια των χρόνων. Ήθελα να δω αν θα μπορούσα να τοποθετήσω την αγάπη πάνω από το οτιδήποτε, ώστε να νικήσει το αγνό και το ανθρώπινο. Με άλλα λόγια, θέλησα να κινηματογραφήσω αυτήν την ανατριχιαστική δήλωση που ειπώθηκε από έναν τόσο κοντινό μου άνθρωπο.
-Τι σας ώθησε να διηγηθείτε τη συγκεκριμένη ιστορία – και γιατί τώρα;
Το διεθνοτικό μίσος είναι πάντα επίκαιρο. Πριν πέντε χρόνια, όταν ξεκινούσα αυτήν την ταινία, είμασταν πιο ήρεμοι. Στις μέρες μας, βλέπουμε πάλι το μίσος σχεδόν καθημερινά, όχι μόνο στην περιοχή των Βαλκανίων αλλά παντού. Είναι γενικά μίσος για τον άλλον: για το έθνος του, τη θρησκεία του, τις πολιτικές πεποιθήσεις του, το σεξουαλικό προσανατολισμό του, το αυτοκίνητό του… Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτήν την αδιαλλαξία, επειδή είναι πιο εύκολο να αναδυθεί το κακό συναίσθημα από το ευγενές, την αγάπη ή τη συμπόνοια. Με την ταινία αυτή θέλω να φέρω πρόσωπο με πρόσωπο όλους όσοι μισούν τον άλλον, να δουν τον κινηματογραφικό καθρέφτη τους.
-Κάνατε κάποια έρευνα για αυτές τις διεθνοτικές συγκρούσεις, ή βασιστήκατε σε προσωπικές εμπειρίες σας;
Στην οικογένεια μου έγιναν διεθνοτικοί γάμοι, οι οποίο αργότερα διαλύθηκαν εξαιτίας αυτής της κουλτούρας. Παρατηρώ τι συμβαίνει γύρω μου, καμιά φορώ γίνομαι ακούσιος μάρτυρας της δυστυχίας των ανθρώπων που περιστρέφονται από εμένα. Αφού παρατηρήσω όλα όσα συμβαίνουν, μετά έχω την ανάγκη να αναλύσω τα ευγενέστερα και τα χειρότερα συναισθήματα των ανθρώπων που οδηγούν συνήθως στα προβλήματα, ή όχι.
-Οι ίδιοι ηθοποιοί παίζουν και στις τρεις ιστορίες σας. Πώς αντιμετώπισαν οι ηθοποιοί σας αυτές τις ιστορίες;
Ήταν μια μεγάλη πρόκληση γι’ αυτούς. Αλλά αποδείχθηκαν εργατικοί, ανοιχτόμυαλοι και γενναίου, πρόθυμοι να εξερευνήσουν τις ιστορίες τους. Λατρεύω να εργάζομαι με τους ηθοποιούς και να τους δίνω κάθε φορά και δυσκολότερα καθήκοντα, γιατί πιστεύω ότι μέσα από αυτήν την προσπάθεια μπορεί να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
-Ακόμη, χρησιμοποιείτε τους ίδιους ηθοποιούς για να παίζουν συμπληρωματικούς ρόλους στις ιστορίες.
Πολλά στοιχεία σε αυτήν την ταινία λειτουργούν υποσυνείδητα, από επαναλαμβανόμενα οπτικά μοτίβα, ώστε να μπορέσει να δει ο θεατής το γεγονός όχι ως μέρος μιας γραμμικής ιστορίας, αλλά ως μέρος ενός επαναλαμβανόμενου κύκλου. Ο κόσμος συνεχώς αλλάζει, όμως τα φαντάσματα του παρελθόντος μπορεί να συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν αρνητικά ακόμη κ αν ζούμε κυριολεκτικά στο σήμερα. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο λειτούργησαν και οι ηθοποιοί στις τρεις αυτές ιστορίες, τριών διαφορετικών δεκαετιών.
-Κινηματογραφώντας το πρόσφατο παρελθόν είναι σαφώς πιο δύσκολο, από μια ιστορία π.χ. του 19ου αιώνα. Τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε;
Ξέραμε τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε φιλμάροντας τρεις όχι και τόσο μακρινές δεκαετίες, αλλά μας βοήθησε πάρα πολύ ο τρόπο –ήταν για εμάς ιδανικός. Τα ερειπωμένα εργοστάσια, τα άδεια σπίτι, τα έρημα λιβάδια, μα πάνω από όλα η απουσία των ανθρώπων είναι αυτά που με συγκλόνισαν στην κινηματογράφηση αυτή. Παρόλο που έχουν περάσει χρόνια από τον Εμφύλιο Πόλεμο, ακόμη μπορούσαμε να μυρίσουμε τη μισαλλοδοξία στον αέρα.
-Πώς το φυσικό τοπίο επηρέασε τις ιστορίες σας;
«Απολαύστε τον εαυτό σας», συνήθιζα να λέω στη διάρκεια των γυρισμάτων. Νομίζω ότι είναι αληθινή ευλογία να κινηματογραφείς σε φυσικό χώρο και να αισθάνεσαι αυτόν τον αρχέγονο ρυθμό, σε αντίθεση με τους φρενήρεις ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. Όταν είσαι σε αναμονή για να βγει ο ήλιος, από τις πέντε η ώρα το πρωί, έχεις αρκετό χρόνο για τον εαυτό σου, για να μπορείς να κάνεις τα πάντα για τους πάντες γύρω σου ώστε να είναι πιο ευτυχισμένοι και αισιόδοξοι.
-Ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζέιμς Τζόις έλεγε: «Η ιστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίον προσπαθούμε να ξυπνήσουμε». Συμφωνείτε;
Ο Τζοις πέρασε ένα μέρος της ζωής του στην Κροατία. Ίσως η κροατική εμπειρία του συντέλεσε για αυτή τη φράση του. (γελάει) Ίσως οι ταινίες δεν είναι απλώς προϊόντα ψυχαγωγίας, όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι. Έχοντας συνειδητοποιήσει πόσο πολύ δυστυχία έρχεται από το παρελθόν, έχω αποφασίσει να ενεργήσω ενάντια σε αυτή ως κινηματογραφιστής.
-Πώς νομίζετε ότι θα γίνει δεκτή η ταινία στην Κροατία, και στα ευρύτερα Βαλκάνια;
Όλοι εκείνοι που έχουν κυριαρχηθεί από το κακό και τη μισαλλοδοξία, θα μισήσουν την ταινία. Εγώ όμως αυτό ακριβώς θέλω. Να λειτουργήσει η ταινία ως ο κινηματογραφικός καθρέφτης τους. Μέσα μου, βέβαια, είμαι αισιόδοξος ότι η ανθρωπιά και η αγάπη βρίσκονται βαθιά μέσα στην πλειοψηφία των ανθρώπων.
-Τα επόμενα σχέδιά σας;
O «Καυτός ήλιος» είναι τα πρώτο της «Τριλογίας του ήλιου». Το επόμενο πρότζεκτ μου, η «Αυγή», αμφισβητεί την απληστία ως ένα από τα παλιότερα και πιο πρόστυχα συναισθήματα, σε αντίθεση με τους έντονους συναισθηματικούς δεσμούς των ανθρώπων.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
O Ντάλιμπορ Μάτανιτς γεννήθηκε στο Ζάγκρεμπ το 1975. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Σκηνοθεσίας, Κινηματογράφου και Τηλεόρασης της Ακαδημίας Δραματικών Τεχνών του Ζάγκρεμπ. Γύρισε τη πολυβραβευμένη μεγάλου μήκους ταινία - ντεμπούτο του Η ταμίας θέλει διακοπές, βασισμένη σε δικό του σενάριο, το 2000. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, Ωραία νεκρά κορίτσια, κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο, το Βραβείο Κοινού και το Βραβείο των Κριτικών στο εθνικό φεστιβάλ κινηματογράφου της Κροατίας το 2002. Μία από τις πιο επιτυχημένες δουλειές του είναι η μικρού μήκους ταινία Πάρτυ, που έκανε πρεμιέρα στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών και αργότερα κέρδισε 18 κινηματογραφικά βραβεία σε εθνικά και διεθνή φεστιβάλ.
Φιλμογραφία (επιλεκτική)
2000 Η ταμίας θέλει διακοπές
2002 Ωραία νεκρά κορίτσια
2009 Πάρτυ (μ.μ.)
2010 Η μητέρα της ασφάλτου
2015 Καυτός ήλιος
Πηγή: koutipandoras.gr