Το πρώτο ελληνικό φιλμ που αποτυπώνει το αθηναϊκό αστικό τοπίο χρονολογείται το 1924. Εκτοτε αναπτύχθηκε ένα περιπετειώδες ειδύλλιο μεταξύ Αθήνας και κινηματογράφου. Ο λόγος της πόλης, η πραγματική εικόνα της, τοποθετείται τις περισσότερες φορές έξω από τα πλάνα του, εκτός μυθοπλασίας.
Μια πιο σκληρή εικόνα της αληθινής ζωής της πόλης στις φτωχογειτονιές δίνεται στην ταινία «Μαγική Πόλη» (1954) του Νίκου Κούνδουρου. Παραγκογειτονιές που είναι το προστατευτικό κέλυφος του ήρωα και ταυτόχρονα το αδιέξοδό του.
Αποπνέουν αυθεντικότητα, διαθέτουν ζωντάνια και ανθρωπιά. Είναι γεμάτες δυσκολίες και προβλήματα, τα οποία δεν αποσιωπά η ταινία. Το ίδιο συμβαίνει και σε μία από τις πρώτες νεορεαλιστικές απόπειρες του ελληνικού κινηματογράφου, στη «Συνοικία το όνειρο» (1961) του Αλέκου Αλεξανδράκη. Ο χειρισμός της χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό και ειλικρίνεια, κυρίως στην περιγραφή των χώρων που αποκαλύπτουν την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των κατοίκων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στην Αθήνα παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης από την επαρχία στην πρωτεύουσα. Ο πληθυσμός της διπλασιάζεται και η πόλη του Αθηναίου γίνεται πόλη του επαρχιώτη.
Ο κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να μείνει αδρανής. Ηρωας του είναι πλέον ο επαρχιώτης. Καταγράφει την αφέλειά του, το έκπληκτο βλέμμα του, τις γκάφες του, το «βόλεμα» σε κάποια θέση. Σύμβολο της Αθήνας και του κινηματογράφου είναι πλέον το σιντριβάνι της Ομόνοιας. Κάτι που προαναγγέλλει τη μεταμοντέρνα εποχή που θα ακολουθήσει.
Η εξάπλωση των αιθουσών
Στη δεκαετία του 1960 οι ταινίες μαζικής παραγωγής περνούν σε χώρους που αναδεικνύουν μια τάση για επίδειξη και φτηνή πολυτέλεια, δείγμα της νεόπλουτης συμπεριφοράς των γρήγορα ανερχόμενων οικονομικά μικροαστών. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμβολο της εποχής είναι το έμβλημα του μοντέρνου και γιγαντιαίου για τα δεδομένα της εποχής, Hilton.
Η Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 σφύζει από κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς υπάρχουν 347 χειμερινές και 541 θερινές. Η πόλη όμως κλείνεται στο στούντιο και ο κινηματογράφος μεταλλάσσεται σε ένα ντεκόρ όλο και πιο ψεύτικο. Υπάρχουν πλέον τα τεχνικά και οικονομικά μέσα για να το πετύχει. Ακόμα και οι σκηνές δρόμου στην πόλη αποτελούν απλά και μόνο τουριστικό ντεκόρ.
Οπως αναφέρει και η Αφροδίτη Γεωργίκου*, στη δεκαετία του 1950, η μεγαλύτερη συγκέντρωση αιθουσών παρατηρείται στο κέντρο της Αθήνας, στον Πειραιά και στα βόρεια προάστια. Σταδιακά όμως, και περνώντας στη δεκαετία του 1960, οι αίθουσες εξαπλώνονται σε όλες τις περιοχές του νομού. Ο πληθυσμός αυξήθηκε κυρίως στο κέντρο (στον Δήμο Αθηναίων ο πληθυσμός αυξήθηκε σχεδόν κατά 50% μέσα στη δεκαετία του 1960), ενώ από την επόμενη δεκαετία ήταν ιδιαίτερα έντονη η αύξηση του ειδικού βάρους των δήμων στην κοντινή, αλλά και την πιο απομακρυσμένη περιφέρεια.
Η ανέγερση νέων κινηματογραφικών αιθουσών σε κάθε δήμο ακολούθησε αυτές τις σημαντικές πληθυσμιακές μεταβολές προκειμένου να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση του κοινού για τη νέα αυτή μορφή ψυχαγωγίας. Η επέκταση των αιθουσών συνεχίστηκε μέχρι και το 1971, οπότε και άρχισε μια αντίστροφη πορεία τόσο για τις αίθουσες όσο και για την παραγωγή ταινιών.
Είναι αξιοσημείωτο ότι την κινηματογραφική περίοδο 1956-67 κόπηκαν 48 εκατομμύρια εισιτήρια. Την ίδια περίοδο, η ελληνική ετήσια παραγωγή αριθμούσε 154 ταινίες, ενώ η αντίστοιχη αμερικάνικη 153. Κυρίαρχο όμως γεγονός είναι η μέσω αντιπαροχών αλλαγή του δομημένου χώρου και η επέκταση της πόλης. Το όνειρο της στέγης σε συνδυασμό με την πολιτική απραξία της εποχής οδηγούν στην ταχεία ανοικοδόμηση, στην Αθήνα της αντιπαροχής και της αυθαίρετης δόμησης που σημαδεύει - συνδέει τους χώρους γύρω από την πόλη. Η πολυκατοικία υψώνεται στη θέση του παλιού σπιτιού, της μονοκατοικίας, ενώ μία στις δύο χτίζεται με αντιπαροχή. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η δικτατορία σε συνδυασμό με την εμφάνιση της τηλεόρασης μειώνουν την κινηματογραφική παραγωγή.
Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από την αναβάθμιση του ρόλου του σκηνοθέτη που σαφώς επηρέασε και τη χρήση του χώρου στις ταινίες και την εμφάνιση νέων δημιουργών.
Προς το τέλος της δεκαετίας, αρκετοί σκηνοθέτες επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με την πόλη που τους περιβάλλει, αναγνωρίζοντας ότι η γρήγορη εξάπλωσή της, την έκανε να χάσει τη φυσιογνωμία της. Επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στη μοναξιά και την απομόνωση που αισθάνονται οι κάτοικοί της, καθώς οι δρόμοι ανάπτυξής της έχουν μετατραπεί σε δρόμους φυγής - επιστροφής στην πατρίδα - επαρχία, έστω και για λίγες ώρες το Σαββατοκύριακο.
Τα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1990, λόγω της έλευσης σημαντικού αριθμού οικονομικών μεταναστών έχουν επακόλουθο αλλαγές στην κοινωνική συμπεριφορά και εμφάνιση νέων φαινομένων, όπως η ξενοφοβία και η έκρηξη της βίας. Οσον αφορά τον πολεοδομικό ιστό, νέες συνοικίες αυθαιρέτων κάνουν την εμφάνισή τους στις παρυφές της πόλης, για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες. Η Αθήνα επεκτείνεται. Αποτελείται πλέον από πολλά κομμάτια στον χάρτη, από διαφορετικούς πληθυσμούς που συμβιώνουν χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους.
Η έλευση των μεταναστών και η «ανοιχτή» πόλη είναι πλέον το διακύβευμα, το νέο δυναμικό στοιχείο που καθορίζει το αστικό περιβάλλον και καταγράφει ο κινηματογράφος σε ταινίες όπως «Απ’ το χιόνι» (1993) του Σωτήρη Γκορίτσα και «Από την άκρη της πόλης» (1998) του Κωνσταντίνου Γιάνναρη.
Η Αθήνα για μια ακόμη φορά κυνηγάει τον χρόνο. Αυτή τη φορά πιο προσγειωμένη και χωρίς ψευδαισθήσεις. Η εικόνα της στις ταινίες των τελευταίων χρόνων δεν έχει θυμίζει σε τίποτα εκείνη τη γραφική κι ανέμελη των πρώτων δεκαετιών. Δείχνει όμως μια πόλη, η οποία, παρά τα τεράστια προβλήματα, παραμένει ακόμα ζωντανή, με γωνίες φιλικές και συμπεριφορές ανθρώπινες.
*«Η εξέλιξη του αριθμού και της χωροθέτησης των κινηματογραφικών αιθουσών την περίοδο 1950 - 2015» (2015)
Αλέξανδρος Πηγαδάς
Πηγή: efsyn.gr