Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να επιβιώσει στις πιο απάνθρωπες συνθήκες; Αυτό ήταν το ερώτημα για τον μεξικανό σκηνοθέτη Alejandro González Iñárritu στην ταινία The Revenant με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, η οποία είναι υποψήφια για 12 Όσκαρ.
Η ιστορία του είναι επική σε προσωπική κλίμακα: ένας άντρας που κυνηγάει στον ποταμό Μιζούρι δέχεται επίθεση από μία αρκούδα. Αυτός ο άνθρωπος εξασθενημένος και προδομένος βρίσκει τη δύναμη να διανύσει μία τεράστια απόσταση 200 μιλίων, αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση από τους άπιστους φίλους του.
Οι συντελεστές της ταινίας μίλησαν για μια "ζωντανή κόλαση", αφού ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται σε θερμοκρασίες -25 °C και να ταξιδεύουν για ώρες σε απομακρυσμένες περιοχές του Καναδά και της Αργεντινής, αφού ο Ιναρίτου ήθελε να χρησιμοποιήσει μόνο φυσικό φως.
Ο πρωταγωνιστής Λεονάρντο Ντι Κάπριο είχε ίσως την πιο σκληρή εμπειρία, καθώς αναγκάστηκε να συρθεί γυμνός σε μία παγωμένη πεδιάδα, να περάσει μία νύχτα πάνω στο πτώμα ενός ζώου, να κολυμπήσει σε παγωμένα ποτάμια, να φάει ωμό συκώτι βίσωνα. Και αν ο διάσημος ηθοποιός βρίσκεται μία ανάσα πριν το πολυπόθητο Όσκαρ, ο αληθινός πρωταγωνιστής της ιστορίας, δεν είχε τόσο λαμπερή φήμη.
Ο Hugh Glass ήταν κυνηγός γούνας στις αρχές του 19ου αιώνα στην αχανή αμερικανική Δύση. Η πραγματική ιστορία είχε ήρωες τους παγιδευτές μιας γουνεμπορικής εταιρείας.
Τα περισσότερα από αυτά που γνωρίζουμε για αυτόν, βασίζονται σε σκόρπιες μαρτυρίες. Παρ' όλο που ο ίδιος ήταν εγγράματος, άφησε ελάχιστα γραπτά πίσω του. Μια επιστολή του που σώθηκε στάλθηκε στους γονείς ενός συντρόφου του στο βουνό που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του κυνηγιού σε μία αντιπαράθεση με μία εχθρική φυλή. Ως υπαρκτό πρόσωπο αναφέρεται επίσης στα γραπτά κάποιων από τους ανωτέρους του, οι οποίοι τον περιγράφουν ως έναν σκληρό και δύσκολο χαρακτήρα, που δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει κανείς με ευκολία.
Επίσης, γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή είχε δεχθεί επίθεση από αρκούδα. Αυτή η επίθεση είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι τον θυμούνται. Η ιστορία αυτή έγινε θρύλος μέσα σε λίγους μήνες, καταγράφηκε από έναν δικηγόρο στη Φιλαδέλφεια με λογοτεχνικές φιλοδοξίες και αναφέρθηκε σε εφημερίδες και περιοδικά σε κάθε γωνιά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ήταν αυτό ένα πραγματικό γεγονός; Ο Jon T Coleman καθηγητής σε πανεπιστήμιο στην Ιντιάνα, ο οποίος έκανε έρευνα πάνω στην ιστορία, δεν είναι τόσο σίγουρος.
"Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς τη φαντασία από την πραγματικότητα. Όλα αυτά συνδέονται με το αμερικανικό όραμα της Δύσης. Μέσα από τη συνάντηση με την άγρια φύση τα σώματα των ανθρώπων μεταβάλλονταν σε κάτι άλλο. Ένοιωθαν αληθινοί αμερικάνοι", αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η επίθεση από την αρκούδα (για την οποίο ωστόσο δεν υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας) πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1823, πέντε μήνες μετά την ένταξη του άντρα σε μία ειδική αποστολή στη Νότια Ντακότα. Το 1823, υπέγραψε για μια αποστολή που υποστηριζόταν από τις εταιρείες William Henry Ashley και Major Andrew Henry, οι οποίοι μαζί ίδρυσαν το 1822 την εταιρεία γούνας Rocky Mountain Fur Company. Κατά μήκος της όχθης του ποταμού Μισούρι, σκόνταψε σχεδόν πάνω σε μία αρκούδα με τα δύο μικρά της.
Το ζώο ξαφνιάστηκε και του επιτέθηκε, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στο λαιμό και να σπάσει το πόδι του. Ακούγοντας τις κραυγές του, οι σύντροφοί του έσπευσαν να τον βοηθήσουν, ενώ χρειάστηκαν πολλές σφαίρες για να σκοτώσουν το οργισμένο ζώο. Ο άντρας βρέθηκε πολύ κοντά στο θάνατο και τα μέλη της ομάδας αποφάσισαν ότι δύο εξ αυτών θα έπρεπε να παραμείνουν μαζί του για να του προσφέρουν μία χριστιανική ταφή. Για δύο μέρες (μπορεί και για περισσότερες) στάθηκαν στο πλευρό του, ωστόσο ένας από αυτούς, ο John Fitzgerald, τους έπεισε να τον εγκαταλείψουν αφού πρώτα τον ξαπλώσουν σε έναν αυτοσχέδιο τάφο, με τη σκέψη ότι το τέλος του ήταν αναπόφευκτο και ότι τα μέλη της υπόλοιπης ομάδας είχαν απομακρυνθεί αρκετά.
Ο ίδιος αν και πολύ σοβαρά τραυματισμένος, βρήκε τη δύναμη να σύρει τον εαυτό του για έξι βδομάδες μέχρι τον πλησιέστερο καταυλισμό. Πολλές λεπτομέρειες (πόσες άραγε από αυτές είναι πραγματικές;) ξεκίνησαν να προστίθενται στην πρώτη εκδοχή της ιστορίας. Κάποιοι είπαν ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του σκότωσε και έφαγε έναν κροταλία, ενώ άλλοι ότι ξύπνησε από λήθαργο και βρήκε μια αρκούδα να γλύφει τα σκουλήκια από τις πληγές του. Λέγεται ότι είχε επίσης απαχθεί από τον γαλλο-αμερικάνο πειρατή Jean Lafitte, από τον οποίο διέφυγε πηδώντας από το πλοίο και κολυμπώντας μέχρι την ξηρά.
Η ιστορία του Γκλας αποτέλεσε και το θέμα ενός ποιήματος του 1915, «Το τραγούδι του Χιου Γκλας» από τον John Neihardt. Ο Ιρλανδός ηθοποιός Ρίτσαρντ Χάρις επίσης υποδύεται τον Γκλας στην ταινία Man in the Wilderness (1970), στην οποία πρωταγωνίστησε ο Τζον Χιούστον.
Στο τέλος της πραγματικής ιστορίας δεν υπάρχει βίαιη εκδίκηση, αλλά συγχώρεση. Γιατί τελικά ο ήρωας αποφάσισε να δείξει έλεος και να μην θανατώσει κανέναν; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η μυθοπλασία ωστόσο της κινηματογραφικής μεταφοράς, έρχεται να μας δώσει μία άλλη εκδοχή.
Πως ήρθε ο θάνατος του άντρα της αληθινής ιστορίας; Ο Γκλας με δύο συντρόφους του είχαν πάει στην Fort για να κυνηγήσουν αρκούδες στο Yellowstone, και καθώς διέσχιζαν τον ποταμό στον πάγο πυροβολήθηκαν από μια πολεμική ομάδα 30 ατόμων της φυλής Αρικάρα.
Η αφήγηση πάντως του Ιναρίτου και οι συγκλονιστικές στιγμές και εικόνες που μας χαρίζει στη μεγάλη οθόνη, δείχνει πως άξιζε τον κόπο η τόσο μεγάλη ταλαιπωρία για τους ηθοποιούς και τους συντελεστές. Μια ταινία για τα όρια του ανθρώπου, την εκδίκηση, την τιμωρία και τη λύτρωση που μας κάνει να αναρωτηθούμε: τελικά μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε;
Πηγή: koutipandoras.gr