Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg η ογκώδης αυτοβιογραφία του Κώστα Γαβρά (πάνω από 500 σελίδες, με πολλά φωτογραφικά ντοκουμέντα), «Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας».
Ο μετρ του πολιτικού κινηματογράφου, που έχει την Αριστερά ως φιλοσοφία ζωής, πιάνει το νήμα από τότε φεύγει από την Ελλάδα για να σπουδάσει στη Σορβόνη, περιγράφει τη γοητεία που άσκησε πάνω του η Σινεματέκ, την καθοριστική γνωριμία του με τον Ιβ Μοντάν και τη Σιμόν Σινιορέ που οδήγησε στην πρώτη του ταινία «Διαμέρισμα δολοφόνων».
Περιγράφει με άγνωστες λεπτομέρειες τις προετοιμασίες και τις δυσκολίες στο γύρισμα των ταινιών του, τα ταξίδια του από την Αμερική μέχρι τη Χιλή και τη Ρωσία, τις συναντήσεις με ανθρώπους που άλλαξαν τη ζωή του -και προφανώς άλλαξε τη δική τους- για να καταλήξει στην ταινία που ετοιμάζει αυτόν τον καιρό, βασισμένη στο βιβλίο του Βαρουφάκη.
Ο Κώστας Γαβράς στέκεται ιδιαίτερα στο «Ζ», που του χάρισε Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, του άνοιξε τις πόρτες του Χόλιγουντ, τον καθιέρωσε διεθνώς. Ποιος θα το πίστευε ότι όλα άρχισαν από μια συγκυρία, το βιβλίο ενός φίλου του αδελφού του, που διάβασε στο αεροπλάνο καθώς πετούσε από Αθήνα για Παρίσι, την παραμονή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου... Κι από εκεί, αγώνας δρόμου για να βρει τον Βασίλη Βασιλικό στη Ρώμη, τον Χόρχε Σεμπρούν στην Ισπανία, τον Μίκη Θεοδωράκη στη Ζάτουνα, τους σπουδαίους πρωταγωνιστές, τους χρηματοδότες σ’ αυτήν την ταινία που έγραψε ιστορία. Από αυτό το κεφάλαιο της νέας έκδοσης και η προδημοσίευση που φιλοξενεί σήμερα η «Εφ.Συν.».
Καὶ στὸ κοινὸ καὶ στὴν κριτική, τὸ Ζ ἔχει πελώρια ἐπιτυχία στὶς ΗΠΑ. Οἱ Τάιμς τῆς Νέας ῾Υόρκης δημοσιεύουν μία συνέντευξη δύο σελίδων, ποὺ τὴν ὀργάνωσε τέλεια ἡ συνεργάτις καὶ ϕίλη μου Μαρίνα Κάουϕμαν, ποὺ εἶναι ἐπίσης καὶ διερμηνέας στὸν ΟΗΕ.
Τὸ ϕὶλμ παίρνει ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ διακρίσεων: τὸ Βραβεῖο ῎Εντγκαρ ῎Αλλαν Πόε –τὸ εἶχα ἤδη πάρει καὶ μὲ τὸ Διαμέρισμα δολοϕόνων–, τὸ Βραβεῖο Διανομέων, τῶν Προτεσταντῶν, τῶν Κριτικῶν καὶ πολλῶν ἄλλων, μέχρι τὰ ῎Οσκαρ γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μιλήσω ἀργότερα.
Στὴν ᾽Αμερική, ὅποιο κι ἂν εἶναι ἕνα πρόσωπο, μπορεῖ νὰ περάσει μὲ σχεδὸν ἀστραπιαῖο τρόπο ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία στὴ διασημότητα. Καὶ δὲν ἤμασταν ἀκόμη στὴν ἐποχὴ τοῦ ἴντερνετ. Δύσκολα γλυτώνεις ἀπὸ τὴν κολασμένη γοητεία τῆς ᾽Αμερικῆς. Μπορεῖς ἀκόμα νὰ γίνεις addict. Η ἐξάρτηση εἶναι καθημερινὴ ὑπόθεση στὴν ᾽Αμερική.
Στὴ Νέα ῾Υόρκη ἐγκατασταθήκαμε στὸ ξενοδοχεῖο «algonquin», ποὺ τὸ υἱοθετήσαμε κι ἐμεῖς. ᾽Εκεῖ, ὅλα ἦταν μικρά, συμπαθητικὰ καὶ καλόγουστα. ῾Η μόνη πολὺ μεγάλη αἴθουσα, ἡ τραπεζαρία, εἶχε διαιρεθεῖ μὲ μία κουρτίνα γιὰ νὰ μοῦ ἐπιτρέπει νὰ δίνω ἐκεῖ τὶς συνεντεύξεις Τύπου. ῾Η Μαρίνα Κάουϕμαν μὲ βοηθοῦσε. Αὐτὴ καὶ ὁ Στήβ, ὁ ἄντρας της, μόλις εἶχαν ἀποκτήσει δίδυμα. Καὶ ἐμεῖς τὸν ᾽Αλέξανδρο καὶ δώδεκα μῆνες ἀργότερα τὴ Ζυλί. Πολὺ γρήγορα γίναμε ϕίλοι, μιὰ ϕιλία ποὺ διαρκεῖ ἀκόμη.
Τὸ ἴδιο ἔγιναν τὰ παιδιά μας μὲ τὰ δικά τους, καὶ ἤδη ἄρχισαν νὰ κάνουν παρέα μεταξύ τους τὰ ἐγγόνια μας.
῾Η τηλεϕωνήτρια ρωτάει τὴ Μισὲλ ἂν μπορεῖ νὰ μοῦ περάσει στὸ τηλέϕωνο τὸν κύριο Μπὰντ Σούλμπεργκ. Αὐτὸ τὸ ὄνομα μοῦ ϕαίνεται γνωστό, ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ τὸν ξέρω; ῾Η Μισὲλ μοῦ λέει: «Εἶναι ὁ σεναριογράϕος!». Μὰ βέβαια! Εἶναι ὁ σεναριογράϕος τοῦ ᾽Ηλία Καζὰν στὸ Λιμάνι τῆς ἀγωνίας μὲ τὸν Μάρλον Μπράντο. Πολὺ συγκινημένος, τὸν ἀκούω νὰ λέει θετικὰ πράγματα γιὰ τὸ Ζ, πρὶν πεῖ ὅτι θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργο νὰ συναντηθοῦμε γιὰ νὰ μοῦ μιλήσει γιὰ ἕνα προσχέδιο. Μόλις κρατιέμαι γιὰ νὰ μὴν πῶ: «Τώρα;». Θαυμασμὸς ἤ... ἐπαρχιωτισμός; ᾽Εντέλει τοῦ προτείνω νὰ πάρουμε τὸ breakfast μαζὶ τὴν ἑπομένη.
Ψηλὸς καὶ συμπαγής, ἐγκάρδιος, ὁ Μπὰντ Σούλμπεργκ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔγραψε σενάρια –μεταξὺ ἄλλων– γιὰ τὸν ᾽Ηλία Καζὰν καὶ τὸν Νίκολας Ραίη... Πρὶν ἀκόμα ἔρθει ὁ καϕές, ὁ Μπάντ, ὁ ὁποῖος μοῦ μιλᾶ ὡς ἴσος πρὸς ἴσο, μοῦ παραδίδει ἕνα χοντρὸ βιβλίο, τὸ The enemy within τοῦ Ρόμπερτ Κέννεντυ. Θέλει νὰ γράψει, ἀπ᾽αὐτό, τὸ σενάριο. «῍Αν τὸ σκηνοθετήσετε ἐσεῖς, τότε συμϕωνεῖ καὶ ἡ οἰκογένεια Κέννεντυ». Στὸ βιβλίο του, ὁ Ρόμπερτ Κέννεντυ ἀϕηγεῖται τὸν ἀγώνα του ἐνάντια στὸ ὀργανωμένο ἔγκλημα καὶ ἰδιαίτερα ἐνάντια στὸν μαϕιόζο ἀρχηγὸ τοῦ συνδικάτου τῶν ϕορτηγατζήδων, τὸν Τζίμμυ Χόϕϕα. Αὐτὸ τὸ πολὺ ἀμερικάνικο θέμα εἶναι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὰ ἐνδιαϕέροντά μου. Μὲ λύπη μου τοῦ ἐξηγῶ ὅτι δὲν εἶναι γιὰ μένα.
Στὸ ξενοδοχεῖο, ὅπως καὶ στὸ Παρίσι, στὸ σπίτι μου ἢ στοῦ Λεμποβισί, μοῦ ἔστελναν ταχτικὰ σενάρια ἢ βιβλία μὲ ἱστορίες δολοϕονιῶν, πολιτικὲς ἢ ἄλλες κομπίνες. ᾽Απὸ δῶ καὶ πέρα μὲ θεωροῦσαν ὡς «εἰδικὸ» στὰ θέματα αὐτά.
Μόλις τὰ γυρίσματα καὶ τὸ μοντὰζ τῆς ῾Ομολογίας ὁλοκληρώθηκαν, πῆρα τὴν ἀπόϕαση νὰ μὴ βάλω μουσική. Οἱ εἰκόνες, τὸ παίξιμο τοῦ Μοντὰν καὶ τῶν ἄλλων ἔπρεπε νὰ μείνουν αὐτόνομα, χωρὶς περαιτέρω δραματοποίηση. ᾽Αρκοῦσαν ἀπὸ μόνα τους. Καὶ ἔϕτασε ἡ ὥρα νὰ σκεϕτοῦμε τοὺς τίτλους – ἕνα παλιὸ πρόβλημα τοῦ κινηματογράϕου. Ποιό ὄνομα μπαίνει πρῶτο; Ποιό τελευταῖο; Πάντα, πρὶν ἀπὸ τὸ πρῶτο πλάνο, μπαίνει τὸ ὄνομα τοῦ σκηνοθέτη. Ποιος θὰ μπεῖ ἀκριβῶς πρὶν ἀπ᾽ αὐτόν; Μὲ ποια σειρά; Τί μέγεθος; ῾Η Σιμὸν μοῦ ἐμπιστεύεται ὅτι ὁ Χόρχε ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπογράψει τὸ σενάριο μόνος του. «Μὰ γιατί; ᾽Αϕοῦ γράψαμε μαζὶ τὸ σενάριο, ὅπως καὶ στὸ Ζ ;». ᾽Αλλὰ ἡ Σιμὸν προσθέτει ὅτι νομίζει πὼς πρέπει νὰ δεχτῶ, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ Χόρχε. Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ϕέρω ἀντίρρηση σὲ ὁτιδήποτε στὴ Σιμόν.
᾽Εντέλει, ὀργανώνουμε τὴν πρώτη προβολὴ τοῦ ϕίλμ γιὰ ἕναν πρῶτο κύκλο συμμετεχόντων, τὸν Μοντάν, τὴ Σιμόν, τὸν Χόρχε καὶ τὴ γυναίκα του τὴν Κολέτ, τὴ Μισέλ, τὴ μοντὲρ τὴ Φρανσουὰζ κι ἐμένα. Μερικοὶ ἀνακαλύπτουν τὸ ϕίλμ. Αὐτῶν τὶς ἀντιδράσεις καὶ τὶς ἀναπνοὲς παραμονεύω. ῾Ο Μοντὰν ἔβλεπε κάθε μέρα τοῦ γυρίσματος τὰ rushes, ἀλλὰ τὰ rushes εἶναι κάτι τὸ εἰδικό, καὶ ὅταν τὰ δεῖς στὸ τελικὸ μοντάζ, συμβαίνει νὰ ἔχεις ἐπώδυνες ἐκπλήξεις.
Σιγὰ σιγά, βλέπω τὸν Μοντὰν νὰ χαλαρώνει, νὰ κάθεται πιὸ ἄνετα, ὡς θεατής. ῾Η Σιμὸν παραμένει ἀνήσυχη, τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χόρχε. ῾Η Κολὲτ παραμονεύει τὸν Χόρχε. ᾽Εκείνη θέλει νὰ σχολιάσει, αὐτὸς ἐνοχλεῖται. ῞Οσο γιὰ τὴ Μισέλ, ποὺ εἶχε παρακολουθήσει τὸ μοντάζ, πότε μοῦ σϕίγγει τὸ χέρι, πότε τὸ γόνατο σὰν ἔνδειξη ἀποδοχῆς, πράγμα ποὺ ἠρεμεῖ τὴν ἀγωνία μου.
Γιὰ μένα, αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ἀτέρμονη προβολὴ ἀπ᾽ ὅλες· γιὰ δύο ὧρες καὶ δέκα λεπτά, μὲ τὸ βλέμμα πότε στὴν ὀθόνη πότε σ᾽ αὐτοὺς τοὺς τέσσερις θεατές. Εἶναι μιὰ ἄλλη ταινία ποὺ ἀνακαλύπτουν, στὴν πραγματικότητα ἀνακαλύπτουν μὲ τὸ μάτι τοῦ θεατῆ τὴν ταινία, ὅσο λίγοι καὶ ὅσο ἰδιαίτεροι, ὅπως ἐδῶ, κι ἂν ἦταν. Μόλις τελειώνει ἡ προβολή, ἡ Μισοὺ μοῦ σϕίγγει δυνατὰ τὸ χέρι. ῾Ο Μοντὰν εἶναι εὐχαριστημένος, συγκινημένος καὶ μὲ σϕίγγει δυνατὰ στὴν ἀγκαλιά του. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ Σιμόν. ῾Ο Χόρχε μὲ χτυπάει μὲ τὸν ἰσπανικὸ τρόπο μὲ χτυπηματάκια στὴν πλάτη. ῾Η Κολὲτ μὲ ἀγκαλιάζει καὶ μὲ τὴ δυνατὴ ϕωνή της ἐκϕράζει τὰ συγχαρητήριά της.
῾Η γαλλικὴ ᾽Επιτροπὴ ἐπιλογῆς γιὰ τὰ ῎Οσκαρ ἐπιλέγει τὸ Ma nuit chez Maud τοῦ ᾽Ερὶκ Ρομὲρ γιὰ νὰ ἀντιπροσωπεύσει τὴ Γαλλία. Στὸ Παρίσι, σπίτι μας, ἀπογοήτευση. Στὴ Νέα ῾Υόρκη, στοῦ Ρούγκοϕ, ὀργή. ᾽Αλλὰ χαρὰ στὸ ᾽Αλγέρι ποὺ τὸ Ζ θὰ ἐκπροσωπήσει τὴν ᾽Αλγερία γιὰ τὰ ῎Οσκαρ!
῾Η ᾽Επιτροπὴ τῶν ῎Οσκαρ ἀναγγέλλει γιὰ τὸ Ζ πέντε ὑποψηϕιότητες: καλύτερης ταινίας, καλύτερου σκηνοθέτη, καλύτερου σεναρίου, καλύτερου μοντάζ, καλύτερης ξένης ταινίας. ῾Ο Ρούγκοϕ θέλει νὰ πάω ἀμέσως στὴ Νέα ῾Υόρκη γιὰ μιὰ σειρὰ συνεντεύξεις. Πρὶν ϕύγω, ζητάω ἀπὸ τὴ Μισὲλ νὰ ἐπιβλέψει τὸ προμιξὰζ τοῦ ἤχου τῆς ῾Ομολογίας, ὥστε μόλις γυρίσω νὰ δείξουμε ἀμέσως τὸ ϕὶλμ στὸν Λόντον. Φτάνοντας στὸ ἀεροδρόμιο, ἡ λιμουζίνα ποὺ μὲ περιμένει δὲν μὲ πάει στὸ «algonquin» ἀλλὰ στὴν Πέμπτη Λεωϕόρο, στοῦ «Πιέρ». «῾Η σπουδαιότητα καὶ ἡ ἀξία μου», ὅπως θα ᾿λεγε σήμερα ὁ Τεό, τὸ τελευταῖο ἐγγονάκι μου, «ϕτάνουν στὸ τὸπ τῶν τόπ».
Στὴν ὑποδοχή, ὁ Ρούγκοϕ περπατάει πάνω-κάτω, πρὶν μὲ ὁδηγήσει στὴ σουίτα μου. Νιώθω σὰν νὰ παίζω σὲ ταινία. ᾽Ανάμεσα στὰ πολυάριθμα μηνύματα ποὺ μὲ περιμένουν, εἶναι καὶ τοῦ Ρόμπερτ ῎Εβανς, τοῦ διευθυντῆ παραγωγῆς τῆς «Παραμάουντ», ποὺ ἐλπίζει νὰ μὲ δεῖ τὸ γρηγορότερο δυνατόν. Κλείνουμε ραντεβοὺ γιὰ πρόγευμα τὴν ἑπόμενη μέρα. ῾
Η Μαρίνα καὶ ὁ Στὴβ μοῦ τονίζουν ὅτι ὁ ῎Εβανς εἶναι πολὺ hot. Διασχίζοντας τὸ Σέντραλ Πὰρκ γιὰ νὰ πάω στὸ ἑστιατόριο, σκεϕτόμουν ἐκείνη τὴν ἱστορία γιὰ τὸν νεαρὸ σκηνοθέτη ποὺ προσελήϕθη στὸ Χόλλυγουντ καὶ μοῦ διηγήθηκε ὁ Ρενὲ Κλαίρ. Θὰ πρέπει νὰ τὴ γράψω. Μέχρι τότε, ϕτάνω στὸ ἑστιατόριο ὅπου μὲ περιμένει ὁ Ρόμπερτ ῎Εβανς, νέος, ὡραῖος, καστανός, ἡλιοκαμένος, δραστήριος, μὲ ἀστραϕτερὰ δόντια καὶ περιποιημένα νύχια. ῾Ο ἄλλος συνδαιτυμόνας εἶναι ὁ Τσὰρλς Μπλούντχορν, πιὸ ἡλικιωμένος, χαμογελαστός, γοητευτικὸς καὶ παντελῶς ἄγνωστος.
Μὲ ὑποδέχονται σὰν στάρ, ἢ καλύτερα σὰν κάτι τὸ ἀξιοπερίεργο. Μετὰ τὰ συγχαρητήρια γιὰ τὶς ταινίες μου –μοῦ μιλοῦν ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν ῞Εναν ἄνθρωπο παραπάνω, στὰ ἀγγλικὰ Shock Troops–, χωρὶς περιστροϕὲς ὁ ῎Εβανς μοῦ λέει ὅτι ἡ «Παραμάουντ» σχεδιάζει ἕνα σημαντικὸ ϕὶλμ τὸ ὁποῖο θα ᾿θελαν νὰ μοῦ τὸ ἐμπιστευτοῦν. ᾽Ακουμπάει τὸ χέρι του σ᾽ ἕνα βιβλίο ποὺ εἶναι ἀνάποδα ὥστε νὰ μὴ ϕαίνεται ὁ τίτλος του, ἐνῶ ἐξακολουθεῖ νὰ μοῦ μιλάει γιὰ τὰ θέματα καὶ τοὺς χαρακτῆρες τοῦ σεναρίου καθὼς καὶ τοὺς πιθανοὺς ἠθοποιούς. Καθὼς τὰ ἀγγλικά μου ἦταν ἀκόμα ἀνεπαρκῆ, καταλαβαίνω τὰ μισὰ ἀπ᾽ ὅ,τι μοῦ λένε, ἀλλὰ πιάνω συχνὰ τὴ λέξη Μαϕία, καθὼς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Τζαίημς Κάγκνεϋ.
Τελικά, ὁ ῎Εβανς ἀναποδογυρίζει τὸ βιβλίο καὶ μπορῶ νὰ διαβάσω τὸν τίτλο του: The Godfather. Μὲ κοιτοῦν μὲ ὕϕος σὰν νὰ μοῦ κάνουν καμιὰ ἀποκάλυψη. ᾽Εμένα αὐτὸ δὲν μοῦ ᾿λεγε τίποτε. Γιὰ νὰ μὴ ϕανῶ ἀγενής, κάνω ὅτι ἐντυπωσιάστηκα. ῾Ο Μπλούντχορν μοῦ παραδίδει τὸ βιβλίο του γιὰ «νὰ τὸ διαβάσω μὲ τὴν ἡσυχία μου». Τὸ ὑπόλοιπο γεῦμα περνάει συμπαθητικά, καὶ ὁ ἕνας ἀποκαλεῖ τὸν ἄλλο Τσάρλς, Κώστα, Μπόμπ, σὰν νὰ γνωριζόμασταν ἀπὸ παλιά.
῾Ο Τσάρλς, ποὺ μιλάει λίγα γαλλικά –ἔχει παντρευτεῖ Γαλλίδα–, μοῦ δείχνει τὸν οὐρανοξύστη ἀκριβῶς ἀπέναντι στὴν ἄκρη τοῦ πάρκου. Πάνω του διαβάζω μὲ μεγάλα γράμματα «Gulf & Western». «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑταιρεία μας. Καὶ μᾶς ἀνήκει καὶ ἡ “Παραμάουντ”. Θὰ εἶστε πάντα εὐπρόσδεκτος ἐκεῖ». Μοῦ δίνει τὸ προσωπικὸ τηλέϕωνό του καθὼς καὶ ἄλλα ἐξωτερικὰ δείγματα εὔνοιας.
«Γευμάτισες μὲ τὸν Μπλούντχορν, τὸ ἀϕεντικὸ τῆς “Gulf & Western”», λέει χαμογελαστὰ ὁ Στὴβ Κάουϕμαν κάνοντας δῆθεν ὅτι θαμπώθηκε. ᾽Εκείνη τὴν ἐποχή, ὁ Στὴβ εἶναι βοηθὸς τοῦ Ρόμπερτ Μοργκεντάου, τοῦ district attorney (εἰσαγγελέα) τοῦ Μανχάτταν. Τοὺς δείχνω τὸ βιβλίο. «It’s a big best-seller», λέει ὁ Στήβ. ῾Η γυναίκα του ἡ Μαρίνα κάνει μία γκριμάτσα. ῾Η ϕιλία μας ρίζωνε, ὑϕαινόταν μὲ στοργή, μὲ δυνατὴ ἀϕοσίωση, ὅπου δὲν ἔλειπε οὔτε τὸ χιούμορ. ῾
Ο Στὴβ καὶ ἡ Μαρίνα μᾶς παρουσίασαν τότε στὸν διάσημο Ρόμπερτ Μοργκεντάου, ποὺ εἶχε ἐκλεγεῖ ἐννέα ϕορές. Στὶς συναντήσεις μας –ποὺ συνεχίζονται μέχρι σήμερα– μπόρεσα νὰ τοῦ θέσω ἐρωτήματα πάνω σ᾽ αὐτὴ τὴ γιγαντιαία μητρόπολη ἀνθρώπινης ἐπιμιξίας, πολυπολιτισμικῆς, πολυϕυλετικῆς, πολυεθνικῆς, πολυσεξουαλικῆς, δηλαδὴ πολυ-τὰ πάντα. Μοῦ ἀπαντοῦσε μὲ σεβασμὸ καὶ σοϕία, μ᾽ αὐτὴ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ῎Αλλου, ἐπιτρέποντάς μου νὰ κατανοήσω τὸν τρόπο ζωῆς αὐτῆς τῆς ἀπέραντης διαϕορετικότητας ποὺ εἶναι ἡ Νέα ῾Υόρκη.
Τὸ ἴδιο βράδυ, ἄρχισα νὰ διαβάζω τὸν Godfather (τὸν Νονό) ὕστερα ἀνάμεσα σὲ συνεντεύξεις, ἔπειτα στὸ ἀεροπλάνο τῆς ἐπιστροϕῆς, καὶ τελικὰ στὸ Παρίσι, μὲ τὸ λεξικὸ δίπλα μου. ῏Ηταν ἡ ἱστορία μιᾶς οἰκογένειας τῆς Μαϕίας, μὲ τὰ μίση, τοὺς σκοτωμούς, τοὺς μαϕιόζους της –ἐκ τῶν ὁποίων ἕνας τους διέθετε ἕνα ὑπερϕυσικὸ γεννητικὸ ὄργανο–, ἀλλὰ χωρὶς νὰ μπαίνει καθόλου θέμα γιὰ τὸ ἐμπόριο ναρκωτικῶν... Δὲν ἔβλεπα τι δουλειὰ θὰ εἶχα ἐγὼ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἱστορία. Τηλεϕωνῶ στὸν Τσὰρλς Μπλούντχορν γιὰ νὰ τοῦ πῶ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι ταινία γιὰ μένα. Τονίζω τὸν ἰταλικὸ χαρακτήρα τοῦ θέματος ποὺ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ξέρω ἐγώ. Δὲν συμϕωνοῦσε, ἀλλὰ σεβάστηκε τὴν ἀπόϕασή μου.
᾽Απ᾽ αὐτὸ τὸ μέτριο βιβλίο, ὁ ἰταλικῆς καταγωγῆς Φράνσις Κόππολα κατόρθωσε νὰ κάνει μιὰ πολὺ μεγάλη ταινία γιὰ τοὺς μαϕιόζους, ποὺ μᾶς ἀϕήνει ἐκστατικοὺς καὶ συγκινημένους.
Παρί Σπίνου
Πηγή: efsyn.gr