Δεν ξέρω κατά πόσο είναι δυνατόν ένας τέτοιος έρωτας, που άνθισε μεταξύ σκηνής και πλατείας, να αποτυπωθεί με λέξεις. Το θέατρο είναι συναίσθημα, κατάθεση ψυχής και αυτοί οι δύο το ήξεραν καλύτερα από κάθε άλλον.. Ο έρωτας είναι ένα παρόμοιο ταξίδι με τη θεατρική δημιουργία, βουτάς στο άγνωστο και μέσα από αυτό δίνεις νόημα στη ζώη.. τη δική σου και κάποιου άλλου..
Ας κλείσουμε τα μάτια κι ας βρεθούμε σαν σε ασπρόμαυρη ταινία εκεί γύρω στα 1941 και ας φανταστούμε την Έλλη στα 15 της χρόνια έξω από το Εθνικό Θέατρο να πηγαίνει για εξετάσεις. Η Λαμπέτη κόβεται. Επόμενος σταθμός η σχολή της Κοτοπούλη. Στην επιτροπή είναι και ο νεαρός ζεν πρεμιέ Δημήτρης Χορν, ο οποίος θα συμφωνήσει με την υπόλοιπη επιτροπή πως αυτή η κοπέλα: «Δεν τα λέει!». Η Λαμπέτη και πάλι κόβεται. Με την παρέμβαση του θείου της η Έλλη μπαίνει στη σχολή της Κοτοπούλη στην οποία ο κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερος της Χορν έχει ήδη τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο «Το ταξίδι του γάμου».
«Ήταν σαν τσαλαπετεινός και σκόνταφτε, συνέχεια, επάνω στα σκηνικά. Ένας χαριτωμένος διαβολάκος», δήλωνε η Έλλη εκείνη την περίοδο καθώς τον παρατηρούσε στις πρόβες. Συμμετείχε και εκείνη στην παράσταση κάνοντας έναν βουβό ρόλο, ένα κορίτσι που πουλάει μενεξέδες.
Το 1943 η Έλλη έχει πάρει ήδη τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο από την αγαπημένη της δασκάλα Κοτοπούλη στο έργο «Η Χάνελλε πάει στον Παράδεισο», όταν έρχεται στη ζωή της ο έρωτας με τον Θ.Σ, όπως αναγράφεται εκείνος ο μυστηριώδης άντρας. Ο Τάκης την ίδια περίοδο γυρίζει ταινίες και κάνει περιοδεία στην Αίγυπτο με το θίασο Μανωλίδου – Αρώνη. Η Έλλη φεύγει από την Κοτοπούλη, πηγαίνει στον Μουσούρη και από εκεί στο Θέατρο Τέχνης και στον Κάρολο Κουν, όπου θα κάνει κάποιες από τις σπουδαιότερες ερμηνείες της και κατά το 1948 πηγαίνει στο θίασο της Κατερίνας.
Τώρα βρισκόμαστε έξω από τις πόρτες του Εθνικού Θεατρού μια και ο Ροντήρης έχει ζητήσει την Έλλη. Ο έρωτας που βρίσκεται άραγε;
-Τρία θέατρα μέσα σε μια σεζόν; Αυτό πια δεν είναι καρίερα, δεσποινίς Λαμπέτη, αυτό είναι άλμα τριπλούν!
Η Έλλη τον κοίταξε παγωμένα:
-Καλύτερα να κάνεις τριπλούν παρά να παριστάνεις το απολιθωμένο δάσος. Δε βαρεθήκατε, αλήθεια, τόσους αιώνες στο Εθνικό, κύριε Χορν;
Μίσος… Αυτή θα ήταν και η αρχή του Εμφυλίου Πολέμου. Μάλλον το πρώτο μήνυμα δόθηκε. Δεν γνωρίζω, αν όταν ερωτεύεσαι το μήνυμα στέλνεται από τον εγκέφαλο στην κάρδια, όπως συμβαίνει με όλες τις υπόλοιπες πληροφορίες που λαμβάνουμε. Σίγουρα, όμως, εκείνη για πρώτη φορά σκίρτησε. Έρχονται οι «Φοιτητές» του Ξενόπουλου στο οποίο συμπρωταγωνιστούν.
– Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο κύριος Χόρν δε θέλει να παίξει μαζί μου. Δεν έχω καμία αντίρρηση, αλλά τουλάχιστον να μου το πει.
– Δε θες, Τάκη, να παίξεις με την Έλλη, ρωτάει ο Ροντήρης.
– Αν θέλω, και βέβαια θέλω;
– Τότε γιατί δεν με κοιτάει στα μάτια; Δεν μπορώ να παίζω με έναν άνθρωπο που κοιτάει πάνω από το κεφάλι μου; Τι κοιτάει; Τα περιστέρια;
– Με συγχωρείτε, δεν το κάνω επίτηδες. Όπως ξέρετε, δεν βλέπω καλά.
-Τότε αφού δεν βλέπετε καλά, πως σημαδεύετε πάντα επάνω από το κεφάλι μου; Δεν μπορείτε να σημαδεύετε δέκα πόντους πιο κάτω;
-Μπορώ.
Η πρώτη μάχη του 1948 είχε λήξει αλλά ο συναισθηματικός πόλεμος μόλις ξεκίνησε. Ο Έρωτας ξεκίνησε. Η Έλλη δήλωνε κάθε φορά που μιλούσε για τον Τάκη « Τον μισούσα χωρίς να ξέρω γιατί.» Γιατί, όπως δηλώνε ο Τάκης «Το μίσος από την αγάπη απέχει μόνο ένα βήμα.» Λέτε να έχει γίνει; Ίσως να μην είχει δίκιο ο Χορν, όταν δήλωσε στα 1953 πως τότε « Ήμασταν ακόμη σε λάθος ώρα». Εκείνος, μαλλον, δεν είχε ρυθμίσει το ρολόι της καρδιάς σωστά..
Θαυμασμός.. Το ερωτικό ταξίδι συνεχίζεται με μια στάση στα 1953 και τη σωστή ώρα, σύμφωνα με το Χορν. Η Έλλη είναι πλέον παντρεμένη με το Μάριο Πλωρίτη και ο Τάκης αρέσκεται στο να αρέσει στις γυναίκες που τον κυνηγούσαν. Ο Πλωρίτης φτιάχνει θίασο με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Παππά, την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν και επιλέγει το έργο «Βαθιά γαλάζια θάλασσα». Η συνεργασία είναι δύσκολη με τον Παππά να κάνει συνέχεια το διαμεσολαβητή. «Η Έλλη είναι σπουδαία.», δηλώνει ο Τάκης στον Γιώργο. Επόμενος σταθμός το έργο «Αγαπούλα» στο οποίο η Λαμπέτη και ο Χορν είναι όλη την ώρα αγκαλιά επί σκηνής. Παιχνίδια που παίζει πολλές φορές η ζωή… Στέλνει τα μηνύματά της με τον ποιο γλυκό και συνάμα παράδοξο τρόπο.. Προσπαθεί να σου ανοίξει τα μάτια, χωρίς να σε τρομάξει για αυτό που έχεις να αντικρίσεις. Ο Χορν εξομολογείται κάποια χρόνια μετα: « Στο έργο φιλιόμασταν συνέχεια. Και εγώ δε χωνεύω τα ψεύτικα φιλιά πάνω στη σκηνη. Φιλιόμασταν κι από εκεί ξεκίνησε ο έρως.». Άραγε, δεν μπορούσε τα ψεύτικα φιλιά επί σκηνής γενικά ή να ήταν η επαφή με την Έλλη εκείνη που δεν του επέτρεπε τίποτε το κάλπικο..;; Η Έλλη πάλι, έχει αρχίσει να νιώθει τον υδράργυρο μέσα της να ανεβαίνει, αλλά δε θέλει να πληγώσει τον Μάριο. Όσο κι αν το παλεύει, αδυνατεί να κάνει πολλά, γιατί όταν εκείνη ερωτεύεται το θερμόμετρο φτάνει στους 42 βαθμούς.
Συνειδητοποίηση… Ακολουθεί το έργο «Το σπίτι της κούκλας» του Ίψεν. Η Έλλη δε συμπαθούσε και πολύ το ρόλο της Νόρας. Κάποια στιγμή δηλώνει στο θίασο: «Αφού δεν μου αρέσει η ηρωίδα μου, θα κάνω την καρικατούρα της.» Μετά από λίγο ο Τάκης της γελά συνομωτικά πάνω στη σκηνή: « Είσαι μια υποκρίτρια του κερατά». Αυτό ήταν. Η Έλλη είχε καταφέρει αυτό που όλες οι άλλες που τριγυρνούσαν μαζί του δε θα κατάφερναν ποτέ. Είχε ερεθίσει το μυαλό του. Μυαλό και Έρωτας.. Είναι τελικά ο Έρωτας μια εγκεφαλική υπόθεση; Μήπως η Αγάπη είναι για την καρδιά και ο Έρωτας για το Μυαλό.. Μην ξεχνάτε πως το μυαλό σαν άλλος Έρωτας ελέγχει κάθε λειτουργία.. κάθε σκέψη.. κάθε επιθυμία.. κι εξαφανίζει από αυτό τη λογική..
Έρωτας.. Έρχεται και η πρόταση για την πρώτη ταινία με εξωτερικά γυρίσματα στην Αθήνα και εσωτερικά στην Αίγυπτο για μικρότερο κόστος. Αφού γυρίζονται τα πρώτα, οι ηθοποιοί με σκηνοθέτη τον Κακογιάννη φεύγουν για την Αίγυπτο. «Το Κυριακάτικο ξύπνημα» είναι το ξύπνημα του μεγάλου Έρωτα. Στα γυρίσματα της ταινίας το ερωτικό πάθος των δύο πρωταγωνιστών αφήνει εποχή και προβληματίζει ακόμη και τον σκηνοθέτη. Η Έλλη με τον Τάκη χάνονταν με τις ώρες μέσα στην έρημο και πήγαιναν εξουθενωμένοι στα γυρίσματα. Τόσο έντονο ήταν το πάθος που η Έλλη άρχισε να γίνεται σκιά του εαυτού της και ο Τάκης να ζει και να ανασαίνει μέσα από ένα άλλο πρόσωπο. «Έλλη δεν μπορεί να σε βλέπουμε στο δρόμο ζουμερή σαν φράπα, κι όταν μπαίνεις στο σπίτι να είσαι σαν παιδί της Κατοχής», της λέει ο Κακογιάννης, ο οποίο έχει αρχίσει να ανησυχεί. Τώρα νιώθουν ζωντανοί.. Δεν ξέρω πως μπόρεσαν και συγκεντρώθηκαν στη δουλειά..Βρίσκονται κάπου μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.. Είναι ερωτευμένοι…
Πραγματικότητα.. Γυρίζουν στην Αθήνα. Η Έλλη θέλει να μιλήσει στο Μάριο αλλά αυτός γνώριζε από πριν και έχει ήδη φύγει. Τρέχει πίσω στο Χόρν, ο οποίος είναι σαν να γέρασε μακριά της μέσα σε ένα βράδυ δέκα χρόνια. Κι από τότε μένουν μαζί. Η καθημερινότητα, άραγε, να φθείρει τον έρωτα..; Κι αν θες να είσαι συνέχεια με τον άλλο..; Κι αν δεν αντέχεις λεπτό μακριά από τον άλλο..; Ο Δημήτρης δε άντεχε λεπτό μακριά της.. Έρωτας είναι άραγε το μυστήριο του αγνώστου ή γλυκιά μαγεία της καθημερινότητας.. ο έρωτας είναι ο έρωτας..
Το 1955 έρχεται η ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Κάλπικη Λίρα». Η Λαμπέτη και ο Χορν, σύμφωνα με πολλούς, «οργιάζουν» καλλιτεχνικά. Όταν ο Τζαβέλλας αντιλαμβάνεται το υλικό που έχει στα χέρια του, φαίνεται να τους είπε: «Παίξτε τη ζωή σας». Βλέποντας την ταινία καταλαβαίνει κανείς την ειλικρίνεια του πράγματος. Στην προηγούμενη ταινία ο έρωτας ήταν κρύφος και ανομολόγητος, ενώ εδώ είναι ζωγραφισμένος με έντονο κόκκινο, το χρώμα του πάθους. Κάποιοι έχουν χαρακτηρίσει την ταινία προφητική μιας και το ζευγάρι του Παύλου και της Αλίκης που υποδύονται στο τέλος χωρίζει. Κι εδώ, σκέφτομαι για ευτυχισμένους και για πάντα ερωτευμένους.. Σκέφτομαι ώρα.. Δεν ξέρω, υπάρχουν..; Μπορείς να ερωτευτείς μόνο μια φορά κι αυτή να είναι για πάντα…; Λέτε ο Έρωτας να ξέρουμε από την άρχη πως είναι μια Κάλπικη Λύρα κι αυτό που μας πληγώνει περισσότερο να είναι το ηθελημένο μας βασανιστήριο..;; Αυτό, όμως, που έχει μείνει στην ιστορία είναι το «Σ’αγαπώ», που λέει η Αλίκη στον Παύλο στην ταινία, σαν να το λέει η Έλλη στο Δημήτρη και εμείς να το βλέπουμε από την κλειδαρότρυπα.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι μαγεμένοι ο ένας από τον άλλο. Νιώθουν απίστευτη ερωτική έλξη και απεριόριστο σεβασμό στο ταλέντο του καθενός. «Ήταν η μόνη φορά στο θέατρο που έπιασα τον εαυτό μου να λέει πως αυτός είναι πιο έξυπνος από μένα. Με μάγευε!», δήλωνε η Έλλη με θαυμασμό και έρωτα για τον Δημήτρη. Θαυμάζω τον άνθρωπο μου σημαίνει είμαι περήφανος γι΄αυτόν.. σημαίνει σαστίζω στα ταλέντα του, όποια κι αν είναι αυτά.. σημαίνει με τρομάζει μην τα εκτιμήσουν κι άλλοι και φύγει… θαυμασμός σημαίνει έρωτας..
Φεύγουν για περιοδεία σε Κύπρο, Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη, όταν ο καρκίνος χτυπά την οικογένεια την Έλλης. Η Έλλη πρέπει να φύγει για την Αθήνα, αλλά ο Τάκης δε θέλει να την αφήσει μόνη της. Η πρώτη γνωρίζοντας τον φόβο του για τα αεροπλάνα τον πείθει να μείνει στην Αίγυπτο και πηγαίνει στο αεροπλάνο. Ξαφνικα ακούει από δίπλα της μια γνώριμη φωνή: «Αν νομίζεις πως θα με ξεφορτωθείς έτσι εύκολα, πέφτεις έξω!». Ναι, ήταν ο Τάκης της. Εκείνο το παιδί, γιατί πάντα παιδί ήταν ο Δημήτρη Χορν, είχε βάλει στην άκρη κάθε φόβο, κάθε δισταγμό και κάθε εγωισμό για να είναι μαζί της… Όταν έλεγε ότι δεν άντεχε.. λεπτό μακριά της, το εννοούσε. Κοντά της θα ήταν και πάλι, όταν η Έλλη στην ανακοίνωση του θανάτου της αδερφής κατά τη διαμονή τους στην Πόλη θα πάθει προσωρινή τύφλωση. Όσο κι αν έτρεμε τα νοσοκομεία και τους θανάτους, ήταν δίπλα της γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν είναι σκληρό να μην μπορεί να σε δει ο άνθρωπος σου.. Δεν είναι σκληρό να μην μπορείς να δεις τον άνθρωπό σου.. Ο Έρωτας όμως είναι τυφλός, μου έλεγαν από μικρή.. Πως αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος, που γέμιζε το δωμάτιο αρώματα για να τον νιώθει κοντά της, χρόνια μετά δήλωσε: «Η Έλλη δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωή μου», είναι κάτι που κάνεις δεν μπορεί να γνωρίζει. Ίσως γιατί ήταν και πληγώθηκε όταν τον άφησε. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Είναι και κάποια πράγματα από όσα απλόχερα μοιράστηκαν με τον κόσμο, που θα μείνουν αποκλειστικά δικά τους. Άλλωστε, πόσο εύκολα παραδέχεται κάποιος πως είναι δέσμιος του άλλου…;;;
Βρισκόμαστε τώρα στην Αίγυπτο γύρω στα 1955. Η Έλλη ζει για τον Δημήτρη και ο Δημήτρης ζει μέσα από την Έλλη. Παίζουν το «Γαλάζιο Φεγγάρι» και σε μια σκηνή του έργου η Έλλη παλεύει με τον Τάκη για να του πάρει ένα μαχαίρι, που εκείνος κρατά. Το ψεύτικο μαχαίρι χάνεται και αντικαθίσταται με ένα αληθινό. Την ώρα της πάλης το μαχαίρι τραυματίζει την Έλλη.
– Αγάπη μου, τι σου έκανα, ρωτά ο Τάκης τρομοκρατημένος.
– Ησύχασε Τάκη, του απαντά η Έλλη.
– Αγάπη μου, σε σκότωσα.
Οχι, δεν τη σκότωσε. Ο Τάκης της δε θα μπορούσε να της κάνει κακό. Της άφησε, όμως, το Σημάδι του Έρωτα.. Ένα σημάδι, που όσο κι αν βρίσκεται στο χέρι της Έλλης έχει χαράξει τις καρδιές τους πολύ βαθύτερα με μεγαλύτερη ένταση. Σημάδι που κάθε φορά που η Έλλη θα κοιτάζει το χέρι της βλέπει το Δημήτρη, χωρίς να το θέλει.. Σήμερα αυτά τα σημάδια έχουν γίνει τατουάζ.. Εκείνα τα αληθινά, όμως, σημάδια τυχαίνουν… δεν τα επιλέγεις και δε σβήνονται ποτέ..
Ζήλεια..Το θηρίο ξύπνησε.. Ένα θηρίο για κάποιους μεγαλύτερο από τον Έρωτα. Ένα θηρίο που έρχεται και τον συνεπαίρνει κι αυτόν στη δίνη του. Μπορεί, όμως, να υπάρξει Έρωτας χωρίς ζήλεια; Πώς γίνεται να θες κάποιον αποκλειστικά δικό σου, χωρίς να ζηλεύεις; Ο έρωτας από μόνος του είναι μια πράξη εγωιστική, όπως και η ζηλεία. Εγωισμός, όχι γιατι έτσι θέλω, αλλά γιατί διαφορετικά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να είμαι μακριά σου. Δεν μπορώ να σε βλέπω να μιλάς με άλλους. Δεν μπορώ να μη σε φροντίζω. Για τον Χορν παραμένει μυστήριο το αν ζήλευε. Δεν έκανε σκηνές ζηλοτυπίας και μάλιστα η ίδια η Έλλη θα εξομολογηθεί αργότερα πως ειδικότερα στο τέλος της σχέσης τους, εκείνος προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να ζηλέψει για να ανάψει πάλι τη φλόγα. Ίσως να μην ζήλευε γιατί η Έλλη όσο αβίαστα ερωτικό πλάσμα κι αν ήταν, είχε μάτια μόνο για εκείνον. Ενώ αυτός ήθελε τα βλέμματα πάνω του. Μπορεί να ήταν ανασφαλής.. Η ανάγκη μας να αρέσουμε σε άλλους πέρα από το σύντροφό μας είναι καθαρή προσωπική μας ανασφάλεια.. Κι όταν έχεις ερωτευτεί την Έλλη, φοβάσαι πως δεν είσαι ο μόνος.. «Η Έλλη ήταν αφόρητη ζηλιάρα. Δεν τολμούσα να ρίξω βλέμμα σε άλλη γυναίκα. Κι εγώ, ζήλευα ελεεινά», δηλώνει ο Χορν. Το ελεεινά το αφήνω στη δική σας μετάφραση.
Παιδί.. Και το δικό τους δεν θα ήταν ένα απλό παιδί. Θα ήταν το παιδί του Μεγάλου Έρωτα. Θα ήταν, λογικά, το Χαρισματικό Παιδί. Η Έλλη εκεί γύρω στα 1955 θα μείνει έγκυος. Το παιδί που τόσο ήθελε, μόνη της θα το δίωξει με ένα απλό τηλεφώνημα στο γιατρό. Η καριέρα εκείνη την περίοδο προέχει. Όσο δίνουν στο κοινό τους, εκείνο τόσο περισσότερο θέλει. «Αν έκανα παιδί, έπρεπε να αφήσω το θέατρο τουλάχιστον 5 χρόνια για να το μεγαλώσω, όπως θα ήθελα εγώ.» ,δηλώνει η Έλλη. Ποιος αφήνει τώρα το «Νυφικό Κρεβάτι» για να τρέχει σε κρεβάτια μαιευτηρίων; «Τι κρίμα να μην έχω έναν παιδί από αυτόν τον άντρα», θα δηλώσει η Έλλη μετά το χωρισμό τους.. Τον ήθελε.. Ήθελε να έχει κάτι δικό του.. Εκείνος δεν της το έδωσε για πάντα.. μόνο για λίγο.. Αλλά αφού δεν το πήρε η Έλλη, δε θα το έπαιρνε καμία άλλη..
Διαφωνίες.. Είναι το σημείο στο οποίο αναρωτιέται κανείς τι γίνεται με το Μεγάλο Έρωτα..; Πόσο μπορεί να κρατήσει και πόσο μπορεί να σε τρέφει..; Κι όταν αρχίζει το πάθος να κοπάζει, πως θα επικοινωνήσουν οι Βερσαλλίες με τα Βίλια. Πώς θα βρουν μια κοινή γραμμή ο Χορν, κολλητός φίλος του Καραμανλή με την Έλλη, που έκανε παρέα στην Κατοχή με αριστερούς και ψηφίζει αμετανόητα Παπανδρέου… Γίνεται..;
Ο Τάκης θέλει να βγαίνει, να σπαταλάει χρήματα, να περιβάλλεται από όμορφες και καλοντυμένες παρουσίες. Η Έλλη θέλει ήσυχα μαγαζιά με κάλη παρέα. Οι καυγάδες τους μέρα με τη μέρα αυξάνονται. Γύρω στα 1957 περνούν πολύ χρόνο χωριστά, μιας και τα ενδιαφέροντα τους δεν ταιριάζουν. Έχουν καταλάβει πως ο μεγάλος Έρωτας έχει αρχίσει να σβήνει. Ο Τάκης ήταν πολύ πειθαρχημένος κι αν ήταν για το κάλο του θεάτρου, μιας και το κοινό τους ήθελε μαζί, θα μπορούσε να μείνει με την Έλλη. «Όταν μου έρθει η πετριά, αφηνιάζω», εξομολογείται η Έλλη και ξέρουμε πως το εννοεί. Κάθε της κίνηση προέρχεται από την εσωτερική επιθυμία. Τίποτε με λογική, τίποτε με το σταγονόμετρο. Ερωτεύεται στα άκρα και μαλώνει στα άκρα. Η απόσταση διογκώνεται στα 1958 και το 1959 είναι πλέον γεγονός. Η Έλλη φεύγει για επαγγελματικούς λόγους για την Αμερική, όπου θα γνωρίσει τον επόμενο της σύζυγο. Ο Τάκης γίνεται έξαλλος στην είδηση ότι η Έλλη του κρατά το χέρι ενός άλλου άντρα. Εγώ κάπου εδώ μπορώ να ερμηνεύσω αυτο «ζήλευα ελεεινά» του Χορν. Μετά την επιστροφή της συνεχίζουν να παίζουν μαζί, χωρίς να είσαι στην ουσία μαζί. Το μίσος που τους ένωσε φαίνεται πάλι να τους χωρίζει. Άλλωστε, απέχει με την αγάπη μόνο ένα βήμα. Ακόμη και με δικαστικό κλητήρα θα παίξουν για να τελειώνουν με τις κοινές οικονομικές τους υποχρεώσεις. Και εδώ μπαίνει η ταφόπλακα.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι γνωρίστηκαν κι αγαπήθηκαν πάνω στη σκηνή, μέσα στα καμαρίνια. Από τη στιγμή που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν ούτε μέσα σε αυτόν τον ιερό γι’ αυτούς χώρο, ο έρωτάς τους έχει περάσει στην ιστορία. Χάθηκε αυτή η μαγεία και η χημεία που τους ένωσε. Είχαν αυτό το κάτι και το έκαναν κομμάτια. Δεν ξέρω τι φταίει. Ίσως, έτσι να πρέπει να γίνεται: οι Έρωτες να κρατάνε λίγο για να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες συναισθηματικές καταστάσεις. Όταν ερωτεύεσαι, χάνεις το Εγώ σου. Αυτή είναι η ουσία του έρωτα. Για πόσο μπορεί να κρατήσει; Δύσκολη απάντηση. Δεν ξέρω αν σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει το για πάντα. Ναι, η Έλλη θα αγαπάει το Δημήτρη για πάντα.. Κι ο Δημήτρης θα αγαπάει την Έλλη για πάντα.. Δύσκολα, όμως, κάποιος θα πει: Θα ήταν, όμως, ερωτευμένοι για πάντα..; Ποια ιστορία, άλλωστε, Μεγάλου Έρωτα, είχε την κατάληξη : «Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;» Ίσως καμία… Ίσως πολλές.. Ανεξαρτήτως τέλους, μακάρι όλοι να νιώσουμε μια σπιθαμή από αυτό που μοιράστηκαν αυτοί οι δύο άνθρωποι.. Και όπως είπε και η Έλλη «φεύγοντας» : « Χριστέ μου, τι ωραίο πράγμα είναι να ζεις…» Και θα προσθέσω και εγώ κλείνοντας: Τι επώδυνο πράγμα που φαντάζει ο Έρωτας.. Δεν ξέρω αν είναι Θέος, αλλά σίγουρα έχει μεγάλη δύναμη.. Δεν ξέρω αν είναι ανθρώπινος, αλλά συμβαίνει στους ανθρώπους.. Δεν ξέρω καν αν υπάρχει, αλλά σίγουρα η Έλλη κι ο Δημήτρης τον έζησαν…
Πηγή: pancreta