Η τέχνη του κινηματογράφου αναντίρρητα βρίσκεται δεμένη με την κοινωνία την οποία κάποιες φορές αντιγράφει κι κάποιες άλλες της εναντιώνεται. Το σίγουρο είναι πώς ο κινηματογράφος και η ανθρώπινη κοινωνία μέσα στην οποία αναπτύσσεται αλληλεπιδρούν. Συνεπώς ο κυρίαρχος μηχανισμός σε μια κοινωνία, η ένωση του έρωτα και της ζωής, αναπαράγονται ως μοτίβο και στη μεγάλη οθόνη. Κι αν αυτές οι δύο έννοιες έχουν κάποιο νόημα είναι γιατί επιβιώνουν κάτω από την απειλή του θανάτου που τις διαφεντεύει σε κάθε μικρό βήμα που διεκδικούν. Τη σχέση αυτή της ισορροπίας έρχεται να διακόψει, να διαταράξει και να επαναπροσδιορίσει ο Samuel Maoz με τη νέα του ταινία “Foxtrot” που όπως υποδηλώνει και ο τίτλος σε προσκαλεί να αφεθείς στα προσεχτικά σχεδιασμένα βήματά του.
Η ταινία αρχίζει με μία σκηνή απεραντοσύνης, μια αχανούς έκτασης που δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα απο το αυτοκίνητο που τη διασχίζει και εμεις την απολαμβάνουμε σε πρώτη θέση μέσα απο το τζάμι, γοητευμένοι απο το άγνωστο που ανοίγεται μπροστά στην οθόνη. Αμέσως μετά ο Samuel Moaz επιλέγει να συνεχίσει με ένα κοντινό πλάνο που εστιάζει στο πρόσωπο μιας γυναίκας που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της σε δύο στρατιώτες του Ισραηλινού κράτους. Στο επόμενο δευτερόλεπτο η γυναίκα καταρρέει και πίσω της αποκαλύπτεται ένας καμβάς μεγάλων διαστάσεων σε μαύρο φόντο με διάφορες αφηρημένες -ή και όχι- γραμμές που μπερδεύονατι μεταξύ τους και δημιουργούν την αίσθηση του χάους που ξεδιπλώνεται περίτρανα μπροστά μας.
Η ματιά μας περιφέρεται για λιγάκι μέσα στις λεπτές γραμμές για να αφεθεί με ασφάλεια στη μέση του πίνακα, στο κέντρο που όμως είναι και το πιο ευάλωτο σημείο εφόσον διαπερνάται απ’όλες τις γραμμές. Αμέσως δηλαδή τοποθετούμαστε στο επίκεντρο της ιστορίας. Οι νεαροί στρατιώτες ανακοινώνουν στη γυναίκα το θάνατο του γιου της. Για τα επόμενα λεπτά παρατηρούμε τη δύναμη που έχει αυτή η ανακοίνωση πάνω στα μέλη της οικογένειας του παιδιού που μόλις πληροφοθήκαμε ότι πέθανε.
Η μητέρα ναρκώνεται με τη χορήγηση ενός ηρεμιστικού, μιας που δεν είναι σε θέση να δεχτεί το τραγικό γεγονός, ενώ εμείς παρακολουθούμε τις κινήσεις και τη συμπεριφορά του πατέρα που προς στιγμήν παρά το σιωπηλό του θρήνο, φαινομενικά μοιάζει να έχει τον έλεγχο. Τα κατακόρυφα πλάνα που έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης προσδίδουν στους πρωταγωνιστές την αίσθηση ότι είναι ανίσχυροι απέναντι στη μοίρα, στην τύχη, στην ίδια τη δύναμη του σύμπαντος. Οι σκηνές που είναι δοσμένες με την κάμερα να κοιτάει απο πάνω προς τα κάτω, δημιουργούν την αίσθηση ενός αφηγητή παντογνώστη. Εμείς ερχόμαστε πάνω απο τον πατέρα ο οποίος φαντάζει μικρός κι αδύναμος, σαν μια μαριονέτα δεμένη σε αόρατες κλωστές και μεις ή οποιοσδήποτε κρύβεται πάνω απο αυτόν να κινέι τα νήματα του. Ειδικά η σκηνή όπου ο Μίχαελ κλείνεται μέσα στο μπάνιο και σε πλήρη σύγχιση αρχίζει πανικόβλητος να βηματίζει πάνω-κάτω, μας σερβίρει ωμή την συνειδητοποίηση της ασημαντότητας, της σύγχισης για την κατανόηση του κόσμου ενώ παράλληλα φανερώνει την απόλυτη μοναξιά του ήρωα που έχει έρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό.
Καθώς η ταινία εξελίσσεται και μαζί με αυτήν ξεδιπλώνονται και οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας, παρατηρούμε σε κάποια απόσταση ασφαλείας πάντα σαν να υπάρχει ανάμεσα σε μας και τους ήρωες ένα αόρατο πλέγμα που μας αποστασιοποιεί. Βλέπουμε το δράμα τους αλλά δεν το βιώνουμε, ο πόνος τους δεν είναι δικός μας, εκείνοι έχασαν το παιδί τους, όχι εμείς, εκείνοι. Ο κάθε λόγος τους είναι προσωπικός, κατάδικός τους, οι ομιλίες δίνονται με τέτοιο τρόπο όπου ο ηθοποιός τοποθετείται στο κέντρο του κάδρου, με ένα κοντινό πλάνο σαν σε θέση εξομολόγησης. Κάθε φορά που οι ήρωες έχουν να πουν, να δηλώσουν κάτι απευθύνονται ίσια σε μας, η κάμερα εστιάζει στα μάτια του και έτσι φτιάχνουμε το πορτρέτο της ψυχοσύνθεσής τους. Η ταινία παίρνει τώρα έναν προσωπικό, μαρτυριακό χαρακτήρα και σιγά-σιγά μας βάζει και μας μέσα στο δράμα της κατάστασης. Εφόσον πλέον έχουμε μοιραστεί το μυστικό τους, θέλουμε να μοιραστούμε μαζί τους και το βάρος τους, να γίνουμε λυτρωτές τους έτσι ώστε να καταφέρουμε και οι ίδιοι να λυτρωθούμε απο την ένταση που έχει σταδιακά φτιάξει ο Samuel Moaz.
Ξαφνικά όμως όλα ανατρέπονται, όπως άλλωστε και στο παιχνίδι της ζωής, του έρωτα και του θανάτου. Έχει γίνει λάθος, ο γιος τους είναι ζωντανός σε μια παραμεθώρια στρατιωτική βάση. Η ταινία τώρα χωρίζεται σε δύο ενότητες και μας μεταφέρει άξαφνα στη ζωή του γιού τους, Γιόναταν. Η μεταφορά και η αλλαγή ενότητας είναι τόσο γρήγορη κι απότομη που μοιάζει αφύσικη, θεωρούμε ότι αυτά που βλέπουμε δεν αποτελούν νοητή συνέχεια αλλά ότι είναι η ζωή του Γιόναταν πριν πεθάνει. Λάθος, ο Γιόναταν είανι όντως ζωντανός και χορεύει σε ένεδειξη αντίστασης στη μονοτονία που του επιβάλλει η καθημερινότητά του ως στρατιώτης και η ματαιότητά του ως ανθρώπινη φιγούρα στη μέση του πουθενά. Η σκηνή με τον Γιόναταν να χορεέυει στις λάσπες με ντάμα του το όπλο, είναι το λιγότερο ντελιριακή, μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με τον σουρεαλιστικό χορό του Charlie Chaplin στην ταινία “The Gold Rush”.
Η μοίρα όμως πάλι έχει άλλα σχέδια για τον γιο του Μίχαελ και της Ντάφνα, όλα ανατρέπονται ξανά και αυτή τη φορά όλο ισοπεδώνονται, όλα γκρεμίζονται για να αναγεννηθούν και πάλι απο την αρχή. Η ταινία δεν ισορροπεί σε κάποιο άξονα, η ταινία βρίσκεται σε έναν συνεχή κυματισμό, που όπως και η θάλασσα -το αγαπημένο στοιχείο του Μίχαελ-κάθε φορά αποκαλύπτει και κάτι πρωτόγνωρο που δεν μπορείς με τίποτα να προβλέψεις.
Η ταινία “Foxtrot” αποτελεί μια πολύ δυνατή εμπειρία, ένα δράμα για την ίδια τη ζωή και την αβεβαιότητά της με υπέροχες σκηνοθετικές λεπτομέρειες και αρχιτεκτονική σύνθεση που εγγυάται την καλαισθησία σε μια εποχή που το όμορφο παραμελείται αλλά πάντα βρίσκει έναν τρόπο να επιβιώνει.
Γράφει η Άννα Χατζηδημητρίου
Πηγή: pancreta