Όταν ο Ai Weiwei στήθηκε σε κάποια ακτή μπρος στην φωτογραφική του μηχανή παριστάνοντας τον πνιγμένο αμέσως μας κατέλαβε η καχυποψία: Ποιος ακριβώς ήταν ο λόγος να επιδιώκει την αναπαράσταση των πνιγμένων προσφύγων; To φονικό των τελευταίων χρόνων; Ποιος ακριβώς ο λόγος να αναπαραστήσει τον Aylan; Και την στάση του μπρούμυτα μπρος στα κύματα του Αιγαίου; Οτιδήποτε κάνει κάποιος, από πίσω έχει κάποιες επιδιώξεις.
Η φωτογραφική εικόνα του Aylan φυσικό ήταν να συγκινήσει και να εξοργίσει σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά κυρίως κοπιαρίστηκε. Με κάθε τρόπο. Πίσω από το άψυχο σώμα του παιδιού –εκεί που δεν βλέπουμε στην γνωστή φωτογραφία- πίσω από τον φακό δηλαδή, έμοιαζε να υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που κατέγραφε ό,τι έβλεπε. Κλικ το ένα μετά το άλλο, περάσματα σε σκληρούς δίσκους και δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και ιστοσελίδες. Πίσω από τον φακό, το κοινό και η ανάγκη του για θλίψη, τρόμο και τεστάρισμα ευαισθητοποίησης. Έπειτα σκίτσα και αναπαραστάσεις. Ο Weiwei μέσα σε αυτούς. Σε στυλιζαρισμένο ασπρόμαυρο και έντονο contrast. Η εικόνα του δικού του εαυτού και μονάχα αυτός το υποκείμενο της φωτογραφίας. Η εικόνα από μόνη της δεν παράγει τις προσβλεπόμενες έννοιες και αναφορές. Μια φωτογραφία αυτοαναφορική πράγματι. Τόσο ακραία που είναι σχεδόν προωθητική.
«Έλα να ανταλλάξουμε διαβατήρια» βλέπουμε τώρα να λέει μπρος στην κάμερα (και πάλι) σε ένα άλλον πρόσφυγα –ενήλικο, ζωντανό και ανώνυμο αυτήν την φορά-. Γελάνε και οι δυο τους. Αλλά εκεί ξεκινά ο κυνισμός -χάριν αστεϊσμού θα πει κάποιος-. «Μπορείς να πάρεις την τέντα μου τώρα» λέει ο πρόσφυγας και ο Weiwei απαντά «Και εσύ το ατελιέ μου στο Βερολίνο». Κυρίαρχο πάλι το πορτρέτο του… Μοιάζει να προσπαθεί να μας κάνει να γελάσουμε μαζί του, να αποβάλουμε το στρες και την ένταση μα κάτι τέτοιο με δυσκολία συμβαίνει.
Κάθε καλλιτέχνης βάζει κάτω σκεπτόμενος τα επόμενα project του. Το προσφυγικό ζήτημα έπεσε σαν μάνα εξ ουρανού για πολλούς και αυτή η επίγνωση είναι κάτι το εξοργιστικό από μόνο του. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τους έσωσε από κάποιο δημιουργικό τέλμα. Ή ίσως και απελπισία. Φωτογράφοι και κινηματογραφιστές από τους πρώτους και τους πιο κυρίαρχους. Σε κάθε φεστιβάλ –μικρό και μεγάλο-, σε κάθε γκαλερί –σπουδαία και άσημη- οι πρόσφυγες περιδιαβαίνουν μπρος σε μια κάμερα. Τους έχουμε δει τόσες φορές που πλέον δεν μας κάνει καμιά εντύπωση. Θυμάμαι στο Βερολίνο κατά την διάρκεια του εκεί κινηματογραφικού Φεστιβάλ να βλέπω «στολισμένο» το μέγαρο μουσικής με τα πορτοκαλί σωσίβια που φορούσαν στους πρόσφυγες. Ρωτάω τίνος είναι και μου λένε του Ai Weiwei. Εργολαβία μοιάζει για αυτόν η αισθητικοποίηση του προσφυγικού ζητήματος. Έτσι φτάνουμε στο ντοκιμαντέρ του «Human Flow» που εξαρχής δηλώνουμε πως είναι εικαστικά εντυπωσιακό, αφηγηματικά γεμάτο μα… οι εικόνες πολλές φορές δεν μιλάνε από μόνες τους ή εφόσον μιλάνε το κάνουν αποκρύπτοντας παρά αναδεικνύοντας.
Τίτλος: Ανθρώπινη ροή. Βλέπουμε ανθρώπους από ψηλά να κινούνται σαν ρέων υγρό δίχως αφετηρία και προορισμό μέσα σε δρόμους και ερήμους, μια ανώνυμη μάζα που από κάπου πηγάζει και προς τα κάπου κατευθύνεται. Μια τέτοια εικόνα γίνεται εξαρχής έναυσμα για σκέψεις πάνω στην σημασία της ανθρώπινης ζωής σε συγκυρίες εξαθλίωσης. Πόσο απελπιστικά άδεια (και μη-ζωή) είναι. Βλέπουμε τέντες, βλέπουμε και πάλι σωσίβια. Εντυπωσιακά πλάνα. Πιο εντυπωσιακά από όσο η ίδια η επαφή με τα αντικείμενα μελέτης προφανώς. Πόσοι από εμάς έχουμε ακουμπήσει ένα τέτοιο σωσίβιο; Πόσοι από εμάς έχουμε δει από απόσταση δυο μέτρων ένα πνιγμένο βρέφος; Δεν ξέρω κατά πόσο θα μας έκανε αυτή η επαφή εντύπωση ή θα μας προκαλούσε στην τελική ναυτία –μια υγιής αντίδραση μπρος στην βία του θανάτου-… Η τέχνη συχνά έχει μια εμμονή: θέτει το στυλ και την φόρμα πάνω από την ουσία. Κοινωνική, πολιτική, ψυχολογική, ηθική. Αυτή η εμμονή αποδυναμώνει την αλήθεια του θέματος, το μετατρέπει σε μια ισχυρή εικαστικά αισθητική αναπαράσταση αλλά ταυτόχρονα σε μια δισδιάστατη πληροφορία. Οι αισθήσεις είναι πολλές, η όραση μονάχα η μία από αυτές. Δίχως τις υπόλοιπες έχουμε μια μονομερή και ελλιπή ανάγνωση της πραγματικότητας. Περισσότερο μοιάζει με αυταπάτη και με δικαιολογία πως έστω κάτι το γνωρίζουμε.
Πίσω από την κάθε φορά κάμερα υπάρχει ένας άνθρωπος και μπρος από αυτή ένας άλλος. Ο πρώτος αποφασίζει να την κρατάει ως όπλο και να στοχεύει τον δεύτερο. Το υποκείμενο έτσι (ο δεύτερος άνθρωπος) μεταλλάσσεται προοδευτικά σε αντικείμενο. Η κάμερα έχει πέρα από ηδονοβλεπτική και θέση εξουσίας. Αυτός που την κρατάει βρίσκεται σε προνομιούχα θέση σε σχέση με τον κινηματογραφημένο. Σε μεγαλύτερη ακόμη ασφάλεια βρίσκεται ο θεατής, το κοινό. Καθισμένος στις αναπαυτικές θέσεις του σινεμά, πίνοντας ό,τι θελήσει, με ανοιχτό κλιματισμό κοιτώντας κάθε τόσο και το κινητό του και ίσως ένα πακέτο χαρτομάντιλα παρακολουθεί δίχως να παίζει ούτε στιγμή τα μάτια του κάποιους άλλους ανθρώπους να πάνε από εδώ και από εκεί, να προσπαθούν να αποδράσουν από ηλεκτροφόρους φράχτες της FRONTEX, να τρώνε ξύλο από τους αστυνομικούς και τους συνοριοφύλακες, να παρακολουθούνται από το άγρυπνο μάτι κάποιου τεξανού στα σύνορα με το Μεξικό, να καταδιώκονται και να δολοφονούνται από ρατσιστές και φασίστες, δεκάδες ανθρώπους να ντεραπάρει η βάρκα τους και να πνίγονται εν ριπή οφθαλμού –εφόσον τα απεικονίζει αυτά η εικόνα. Στην ταινία του Ai Weiwei αφαιρούνται πολλά από αυτά αλλά ενυπάρχουν ως αναφορά στο νου του κοινού-. Ο θεατής μπροστά στην ασκούμενη βία συγκινείται. Ανασκουμπώνεται λίγο. Ίσως κλαίει με οδυρμό. Αλλά δίπλα του δεν έχει συνοριοφύλακα, μπρος του κανένα φράχτη της Ειδομένης, από κάτω του καμιά σκοτεινή και παγωμένη θάλασσα. Αυτό ακριβώς σημαίνει προνομιούχα κατάσταση. Ως τρίτος τα κοιτάζει όλα με την σιγουριά και την ασφάλεια πως μετά την προβολή έχει την δυνατότητα να γυρίσει ανακουφισμένος σπίτι του ή να πάει για ποτό και να συζητήσει για το τι είδε.
«Η χώρα που θα πάμε θα μας βοηθήσει» λέει ένας άλλος πρόσφυγας στην κάμερα του Ai Weiwei «και εμείς θα της το ανταποδώσουμε». Αυτή η δήλωση έχει ένα τεράστιο ενδιαφέρον. Η όλη σύνταξη και ο τρόπος που τίθεται προκαλεί δυστυχώς μια ανατριχίλα εφόσον της δώσουμε την κατάλληλη σημασία. Το κατά πόσο είναι μια αυθόρμητη δήλωση είναι το πρώτο ζητούμενο: Κοιτάζει απευθείας τον φακό. Αναρωτιόμαστε αν αυτές είναι οι αληθινές σκέψεις του. Πόσο αλήθεια περιέχεται σε αυτές τις λέξεις καθώς τρέμει με το «αλουμινόχαρτο» πάνω του; Το δεύτερο ζητούμενο όμως είναι πιο ουσιαστικό. Η χώρα αυτή, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Γερμανία κ.ο.κ θεωρεί πως ΘΑ τους βοηθήσει. Από την μια δηλώνει πρόθεση και προσδοκία και από την άλλη μια απαίτηση ή στην χειρότερη μια παράκληση. Ο Weiwei καταγράφοντας το αυτό και ενσωματώνοντας το στην αφήγηση της ταινίας δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: Η κάμερα βρίσκεται κάποια στιγμή στο Βερολίνο. Βλέπουμε φιλόξενους ανθρώπους και πεντακάθαρα hotspots. Χαμόγελα εθελοντών που -με ειλικρίνεια μοιάζουν να- βοηθούν τους πρόσφυγες. Δεν αμφιβάλουμε ως προς τις προθέσεις των εθελοντών. Αμφιβάλουμε για τις προθέσεις των κυβερνόντων που μέσα από την σύνδεση της αφήγησης δεν μπαίνουν ουσιαστικά σε κανένα στόχαστρο. Συνεχίζουμε ερμηνεύοντας την λέξη «ανταπόδοση»: Ανταποδίδω σημαίνει δίνω κάτι πίσω ως αντάλλαγμα. Είναι αυθαίρετη σκέψη πως αντάλλαγμα στην περίπτωση μας μεταφράζεται σε εθελοντική ή πάμφθηνη στην καλύτερη εργασία; Η ειδησεογραφία βρίθει από τέτοιες περιπτώσεις.
Τα hotspot και το προσφυγικό ζήτημα πέρα από κίνητρο καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτέλεσε και κίνητρο επιχειρηματικής ανάπτυξης. Πάντοτε έτσι γινόταν. Γιατί να αλλάξει τώρα; Η ευαισθησία πίσω από χαμόγελα επιχειρηματιών είναι πάντοτε ύποπτη και προσχηματική. Ο Weiwei προφανώς σε όλο του το ντοκιμαντέρ δεν βρίσκει να πει πολλές λέξεις για αυτό. Δείχνει την «ανθρώπινη ροή» σε στατιστική κλίμακα να κινείται όπως είπαμε δίχως αφετηρία και δίχως προορισμό. Μόνο που υπάρχουν και τα δύο. Από την μία ο πόλεμος για οικονομικά συμφέροντα και από την άλλη η εκμετάλλευση μια τόσο μαζικής εργατικής δύναμης. Δεν είναι μονάχα ο Weiwei που διαλέγει αυτόν τον δρόμο. Η πλειοψηφία των ντοκιμαντεριστών ασχολούνται με αυτή την ανώδυνη και επιδερμική πληροφορία. Του ξεριζώματος ως δραματικό γεγονός. Κανείς τους δεν ασχολήθηκε εις βάθος για το πριν και το μετά. Αυτό που έχουμε ανάγκη να δούμε. «Η ζωή» ΔΕΝ «είναι ωραία» όταν θυμόμαστε πως οι φράουλες στα χωράφια της Πελοποννήσου μυρίζουν δουλεία και αίμα. Τα πορτοκαλί σωσίβια κάποια στιγμή θα μαζευτούν από τις ακτές αλλά το σκλαβοπάζαρο προσφύγων θα συνεχίζεται. Μέσα στην ταινία βλέπουμε σε υπέρτιτλο μια δήλωση της Μέρκελ: «Θα τα καταφέρουμε;» Εγώ σε αυτό βλέπω την παραπάνω πρόθεση. Μα ο Weiwei δεν νοεί να μελετήσει αυτή την πλευρά (όπως ούτε άλλωστε στον δομικά αυξανόμενο ρατσισμό και της εκμεταλλευτική του ουσία). Παραμένει ως άλλο ένα έργο (τέχνης) σε μια αισθητική καταγραφή στα όρια καπηλείας του πόνου και του ξεριζώματος αυτού καθ’ αυτού. Ως άλλοθι μοιάζουν τα μικρά σχόλια πάνω στα πετρελαϊκά συμφέροντα και στις ευθύνες των ΗΠΑ. Εν μέρει, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για exploitation cinema. Ο Weiwei μπορεί να το αποφεύγει σε ένα βαθμό οπτικά αλλά δεν το αποφεύγει διανοητικά.
Η εικόνα του Aylan φυσικό επακόλουθο ήταν να συγκινήσει και να εξοργίσει… Αλλά κατά πόσο βοήθησε στο ελάχιστο να σταματήσουν οι πνιγμοί, ο πόλεμος, η προσφυγιά; Πολλοί άνθρωποι είναι ευαισθητοποιημένοι, δεν υπάρχει άλλωστε καθόλου έλλειψη εικόνας για να ευαισθητοποιηθούν. Δρώντες δεν είναι. Προς τα εκεί οφείλει να δράσει η σύγχρονη τέχνη.
Χρήστος Σκυλλάκος
Πηγή: pancreta