Το Περιοδικό βρήκε σε έναν «τοίχο» μια εξαιρετική ανάρτηση, για μια γνωστή -αλλά τόσο άγνωστη τελικά- αγαπημένη μας ηρωίδα. Ο «τοίχος» είναι του Νίκου Σκοπλάκη και τον ευχαριστούμε για την άδειά του να δημοσιεύσουμε την ανάρτηση αυτή.
Στις αρχές του 1933, το «Λαϊκό Θέατρο» του σπουδαίου δάσκαλου και αγωνιστή της Αριστεράς, Βασίλη Ρώτα, επιλέγει να ανεβάσει ένα θεατρικό έργο του περίφημου Ουκρανού λογοτέχνη, Τάρας Σεβτσένκο (1814-1861)∙ έργο δύσκολο και συχνά απειλητικά χειμαρρώδες, το οποίο διαβάστηκε δεόντως από τους ναρότνικους και τους εσέρους σε όλη τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου, παρά τις σκληρές απαγορεύσεις. Επί αρκετό διάστημα, γνώρισε σκηνική επιτυχία στη νεογέννητη ΕΣΣΔ και χάρη στο «Λαϊκό Θέατρο» παρουσιάστηκε στα ελληνικά, κατ’ αρχήν στο θερινό θέατρο του Παγκρατίου κι έπειτα στο θέατρο «Κεντρικόν» με τον τίτλο «Το δικαίωμα της πρώτης νύχτας».
Το κοινό του πολιτικοποιημένο, αριστερό, φοιτητικό και προλεταριακό∙ παρακολουθεί συμπάσχοντας με τα βάσανα των μουζίκων κι αγανακτώντας με την τυραννία των γαιοκτημόνων. Ιδίως εκείνο το τμήμα του, το οποίο, σε μια εποχή οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης, έχει αφήσει γονείς κι αδέρφια στην ύπαιθρο του μεγαλοκτηματία και του φορατζή, φτύνοντας αίμα με άλλα αφεντικά στο εργοστάσιο, το γραφείο και το μικρομάγαζο της πόλης, για να επιβιώσει και να συνεισφέρει στην επιβίωση των αγαπημένων του. Λέγεται πως η συμπάθεια, η οργή κι ο θρήνος των θεατών ακολουθούσε πιο έντονα τις περιπέτειες της κόρης, τη στυγνή εκμετάλλευση, τη διπλή της ατίμωση στο ξέσπασμα ενός φοβερού μυστικού, αλλά και τη γενναία στάση της.
Τον ρόλο της κόρης κρατούσε μια νέα, τότε, ηθοποιός: Δεν είχε ακόμα κλεισμένα τα 26 της χρόνια και είχε ήδη σπουδάσει οικονομικά, θέατρο και χορό. Αέρινη, επιβλητική κι αεικίνητη, έφευγε μετά το τέλος της παράστασης για τα καφενεία των Εξαρχείων ή για τη μικρή κάμαρα στο πίσω μέρος μιας αυλής ή στο υπόγειο κάποιας πολυκατοικίας. Φεμινίστρια, ταλαντούχα, θαυμαστή από τα πρώτα της βήματα, δεν λύγισε από το αβάσταχτο και δηλητηριώδες φορτίο της απαστράπτουσας υποθήκης, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις αντίστασης με μεγάλο θάρρος και με μεγάλο, μάλλον, κόστος, σαν την ηρωίδα που πρωτόπαιξε εκείνο το μακρινό 1933.
Φλόγα και νεροσυρμή, πάλευε ν’ αντέχει το μίσος και την καταφρόνια που συχνά στρέφονται εναντίον μιας φύσης άγρυπνης, κριτικής και ιδιόρρυθμης. Κάποια μεταθανάτια στιγμή, καθιερώθηκε ως μια άλλη από αυτή που διένυσε οδυνηρά αλλά πολύτροπα έναν περίπλοκο και μυστικό χρόνο. Τόσο πολύ ώστε ελάχιστοι ξέρουν αυτή τη νέα, στην οποία κάποιος εικαστικός αφιέρωσε σ’ ένα από τα περιοδικά της εποχής ένα πορτρέτο, με αφορμή το θεατρικό του Σεβτσένκο. Κυρίες και κύριοι, η δεσποινίς Σαπφώ Νοταρά.
Πηγή: pancreta