Ερωτας και τέχνη σε συσκευασία mail - Ειδήσεις Pancreta

Τι βιβλίο είναι αυτό;

Με μια πρώτη ματιά πρόκειται για τους διαλόγους, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της Ερσης και του Γιώργου, ερωτευμένου ζευγαριού, το οποίο λόγω της απόστασης επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα που τους χωρίζει.

Μικρά κείμενα, από μία σειρά έως -σπανιότερα- τρεις σελίδες, που αναφέρονται στην ερωτική επικοινωνία των δύο εραστών, σε πρακτικά θέματα για το πώς θα συναντηθούν αλλά και στις ποικίλες ασχολίες τους.

Η Ερση είναι συγγραφέας που γράφει ένα βιβλίο και εξιστορεί τους προβληματισμούς της γι’ αυτό, ενώ ο Γιώργος είναι οινοποιός που ασχολείται με τον τρύγο και την παραγωγή κρασιών. Κι οι δυο ταξιδεύουν πολύ και προσπαθούν να βρίσκουν τρόπους να συναντιούνται.

Σε μια δεύτερη ανάγνωση είναι ένα μεταμυθιστόρημα, που σχολιάζει εν τη γενέσει του (και μετά απ’ αυτήν) το «Τι μένει από τη νύχτα», που εκδόθηκε το 2015 και αναφέρεται στον Κωνσταντίνο Καβάφη.

Ετσι, όποιος αναγνώστης έχει διαβάσει το προηγούμενο έργο της Ερσης Σωτηροπούλου μπορεί ακροθιγώς και πλαγίως να δει τις παράλληλες σκέψεις της όσο το έγραφε μέσα στη διετία 2014-2015.

Είναι λοιπόν ένα είδος αυτοσχολίων, που μπορούν να διαβαστούν σε συνδυασμό με το προ διετίας μυθιστόρημα και αναδεικνύουν την αγωνία του δημιουργού να βρει τον κατάλληλο ρυθμό, γράφοντας και ξαναγράφοντας το κείμενό του.

Ερση Σωτηροπούλου
Ερση Σωτηροπούλου- «Μπορείς;», Μυθιστόρημα, Πατάκης, 2017, Σελ.745

Σε επάλληλους κύκλους η Ερση με τον Γιώργο σχολιάζουν βιβλία, θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες κι άλλα καλλιτεχνικά δρώμενα, παραθέτουν στίχους και συζητούν εικαστικά έργα, με αποτέλεσμα να ανοίγονται θέματα που έχει στη ζωή της μια διανοούμενη συγγραφέας, η οποία αναζητά την ποιότητα και την καλλιτεχνική τέρψη.

Κι έτσι, παράλληλα μ’ αυτό το ερωτικό πάρε-δώσε, ξεδιπλώνονται δρώμενα από την Ελλάδα ώς τη Γαλλία, απ’ όλη την Ευρώπη ώς την Αίγυπτο, σαν ένα αέναο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, που δεν τελειώνει ποτέ, και κάθε «ψαγμένος» άνθρωπος της τέχνης το αναζητεί και το γεύεται. Σε έναν ευρύτερο, λοιπόν, κύκλο ξετυλίγεται μια ζωή παγκοσμιοποιημένη, χωρίς σύνορα ή στεγανά, με κρασιά, ξενοδοχεία, βιβλία, αεροδρόμια, συναντήσεις, εστιατόρια κ.λπ.

Η βασική ένσταση που εγείρεται, ειδικά στο πρώτο μισό αυτής της ψηφιακής αλληλογραφίας, είναι πού βρίσκεται η υπόλοιπη ζωή γύρω τους, καθώς σε πρώτο επίπεδο λείπουν αναφορές στην Ελλάδα της κρίσης, που βαριανασαίνει δίπλα, και στην Ευρώπη των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, οι οποίες κλονίζουν κάθε κάτοικο αυτής της ηπείρου.

Ωστόσο, από τη μέση περίπου και μετά, οι δύο ήρωες, μολονότι φαίνεται ότι ώς τότε ζούσαν στη γυάλινη σφαίρα τους, όπου όλα είναι αποστειρωμένα, ιδεωδώς εφαπτόμενα στην τέχνη, μακριά από κάθε έγνοια επιβίωσης ή κοινωνικής αλλαγής, εισάγουν -άλλοτε συσσωρευμένα κι άλλοτε σποραδικά- στον λόγο τους πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες.

Το δημοψήφισμα και οι κινήσεις της αριστερής κυβέρνησης, οι ξένοι και η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, το υπαρξιακό ζήτημα της χώρας και η αναζήτηση του σάπιου που φέρνουμε μέσα μας κ.ά. γίνονται θέματα συζήτησης και πλαισιώνουν την κουβέντα για τα προσωπικά ζητήματα.

Τελικά, πώς μπορεί κανείς να διαρρήξει αυτές τις αποσπασματικές συνομιλίες και να συλλάβει τον σφυγμό των δύο εραστών και του κόσμου τους;

Αφενός, η ψηφιακή εποχή ανακλάται στον έρωτα, όπως αυτός βιώνεται μεταξύ παρουσίας και απουσίας, μεταξύ ζωντανής επαφής και λεκτικών φιλιών.

Τα ηλεκτρονικά μηνύματα κι οι διαδικτυακές σχέσεις έχουν κάτι ρομαντικό, όπως οι παλιές καρτ-ποστάλ των ερωτευμένων, αλλά και κάτι μεταμοντέρνο, που συντήκει τόπους και χρόνους σε ένα κυματιστό συνεχές. Διασώζουν ταυτόχρονα τη μοναξιά της απουσίας, όσο ο άλλος δεν είναι εκεί ή δεν απαντάει αμέσως.

Ακόμα κι αυτές οι περιγραφές ερωτικών «θέλω» μοιάζουν μετέωρες ανάμεσα στο βιωμένο, που υπονοείται στις συναντήσεις τους, και στο αναπολούμενο ή στο ποθούμενο που καταγράφεται.

Το μυθιστόρημα μοιάζει ακίνητο, αφού η δράση είναι υποτυπώδης και όλα παίζονται στο ταμπλό των οθονών και του μυαλού των δύο εραστών, αλλά και αεικίνητο, καθώς είναι γεμάτο με κινήσεις, μετακινήσεις, ειρμούς ιδεών, λεκτικά πινγκ πονγκ και ανατροφοδοτήσεις. Σε πολλά σημεία η συζήτηση στηρίζεται σε μια αγαστή συμφωνία, αλλά δεν λείπουν και συγκρούσεις, όπως η εικαζόμενη απιστία του Γιώργου.

Το μυθιστόρημα είναι αποσπασματικό, διότι είναι γεμάτο κενά, αφού λείπει η αφήγηση τόσο των ζωντανών (και ένσαρκων) συναντήσεων των δύο όσο κι αυτών που διαμείβονται στα τηλεφωνήματα τα οποία υπονοούνται. Ετσι, αναλαμβάνει δράση ο αναγνώστης, ο οποίος καλείται όχι κατ’ ανάγκη να ανασυστήσει όλη την επικοινωνία της Ερσης και του Γιώργου αλλά, τουλάχιστον, να συλλάβει -διαισθητικά και διερευνητικά- τα νήματα που τους συνδέουν.

Το μυθιστόρημα μοιάζει με αυτοβιογραφία των τριών ετών από τη ζωή της Ερσης (Σωτηροπούλου), αλλά συνάμα είναι κάτι έξω από αυτήν, καθώς η μυθοπλαστική σχέση δρομολογείται με βάση τη συγγραφική κι όχι την εξωλογοτεχνική πραγματικότητα.

Με μια γλώσσα προφορική, εν μέρει προσαρμοσμένη στην ομιλία των δύο και μόνο προσώπων, ραγδαία, νοηματικά και όχι συντακτικά ελλειπτική, η συγγραφέας μιλάει διά των κενών της, φωτοσκιάζει την απουσία-παρουσία και ομνύει στον θεό της ψηφιακής επικοινωνίας.

Αξιόλογο, λοιπόν, έργο μιας νέας εποχής ερωτικής επικοινωνίας!

Συντάκτης: Γιώργος Ν. Περαντωνάκης

πηγή


Πηγή: pancreta