Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ Daily Bakery Café, το βιβλιοπωλείο PAPER NET, η σχολή χορού DUENDE DANCE ACADEMY του Dusan S. Stojancev και οι εκδόσεις ΑΓΓΕΛΑΚΗ
Σας προκαλούν την Τετάρτη 28 Ιουνίου και ώρα 8 μμ στο ανακαινισμένο lounge «Daily Food and Coffee Stories» του ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΦΟΥΡΝΟΥ (Δημοκρατίας 44, Ηράκλειο)
στην παρουσίαση του νέου βιβλίου της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη
σε μια «άλλη» βραδιά με πολλές εκπλήξεις
Κ Ε Ρ Α Σ Ι Α
[Απόσπασμα από τη νέα νουβέλα με τίτλο «Κερασία». Είναι αυτοτελές και γιορτινό σαν τις μικρές ιστορίες της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη. Κάτι σαν προδημοσίευση...]
Μια σημαιοστολισμένη Αλεξία την έσφιξε στο στέρνο της και της χάρισε ένα ζευγάρι φιλιά και στα δυο της μάγουλα. «Μπες γρήγορα μέσα, βρέχει, θα γίνεις μούσκεμα» γέλασε χαρούμενα. «Μάνο, φύγαμε» στράφηκε έπειτα στον οδηγό του αυτοκινήτου.
Η Κερασία από το πίσω κάθισμα μπόρεσε επιτέλους να παρατηρήσει το νεότευκτο ζευγάρι. Η Αλεξία μιλούσε ακατάπαυστα σαν να την είχε στην κυριολεξία κουρδίσει ένα αόρατο χέρι. Ο Μάνος κουνούσε το κεφάλι του με το γεμάτο συγκατάβαση ύφος κάποιου που ήταν ευχαριστημένος με ό,τι ζούσε τη δεδομένη στιγμή στην ζωή του και τίποτα πέρα από αυτό δεν είχε σημασία. Πότε πότε έριχνε βιαστικές ματιές στην καλή του και γελούσε στραβά σα να μη μπορούσε να αποφασίσει αν όλα ετούτα που άκουγε ήταν ενδιαφέροντα ή όχι. Τα άκουγε ούτως ή άλλως. Η Κερασία χαμογέλασε και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στη πολύχρωμη νύχτα που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα πίσω τους μαζί με τις σταγόνες της βροχής. Ο παλιός ο χρόνος σωνόταν. Σε λίγο θα καλωσόριζαν έναν καινούριο. Έστρωσε τις πιέτες του μπορντώ φορέματος στα γόνατά της κι έκλεισε τα μάτια της… «Να το πάρεις το φόρεμα Κερασία. Αν μου επέτρεπες, θα με ευχαριστούσε αφάνταστα να στο δωρίσω» της είχε πει. «Ευχαριστώ Στέφανε, μα δε χρειάζεται να μπεις σε έξοδα για μένα…» απάντησε μουδιασμένα.
«Το θέλω…έτσι για το παρελθόν μας…» Με το φόρεμα σε μια χάρτινη τσάντα στο πλάι της βρέθηκε να πίνει τεκίλες μαζί του, στο αγαπημένο τους μπαράκι. «Έφυγε Κερασία…με εγκατέλειψε…ερωτεύτηκε λέει. Κι εγώ; Τι ήμουν εγώ; Ο ερωτευμένος βλαξ; Ή μήπως ο μαλάκας με το πορτοφόλι; Την αγαπούσα…» Η σύγχυση στο πρόσωπό του τη βρήκε απροετοίμαστη. Φίμωσε όπως όπως την άναρχη φωνούλα, που θριαμβολογούσε μέσα της και άπλωσε το χέρι της. Ακούμπησε τα δάχτυλά του. Τα δάχτυλα του Στέφανου. Προσπάθησε να το χωνέψει. «Μη στενοχωριέσαι Στέφανε… Άστο πίσω σου. Και σύνελθε…» Άκουγε καλά; Ο εαυτός της ήταν που μιλούσε; Και συμβούλευε τον άνθρωπο που της είχε προκαλέσει ανείπωτο πόνο με τα ψέματά του να συνέλθει; Μάλιστα. Πρέπει να ήταν μεθυσμένη. Ναι. Σίγουρα ήταν μεθυσμένη! Την συνόδεψε μέχρι το σπίτι της. Ήταν κι οι δυο ελαφρώς ζαλισμένοι. Γελούσαν σχεδόν χωρίς λόγο με το παραμικρό. Στην είσοδο της πολυκατοικίας έσκυψε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο πιγούνι. «Να έρθω πάνω Κερασία; Το θέλω…πολύ το θέλω» της ψιθύρισε. Ένας μυς, κάπου στο στομάχι της, συστράφηκε. Η ζάλη της αυτόματα υποχώρησε. «Όχι Στέφανε. Δεν το θέλω εγώ. Όχι πια. Σε ευχαριστώ για το φουστάνι. Και…καλή χρονιά» τον φίλησε στο μάγουλο και έκλεισε την εξώπορτα πίσω της με αναπάντεχη αποφασιστικότητα. «Κερασία ξύπνα! Σε δυο λεπτά είναι πρωτοχρονιά. Πού έχεις το μυαλό σου;» Η φωνή της Αλεξίας την έκανε να τιναχτεί ολόρθη. Όλη η παρέα τους ήταν στο πόδι. Τα γέλια κι οι φωνές τους ξανασυνάντησαν τα αυτιά της. Η μουσική σταμάτησε κι άρχισαν να μετρούν αντίστροφα. Μαζί κι η Κερασία. Η έξαψη του νέου, εκείνου που από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο θα ανέτειλε σαν διάφανο, αθώο πρωινό και πάλι στις ζωές τους έλαμπε μες τα μάτια τους. Η θέα του. Η προσμονή του.
Οι ανομοιογενείς φωνές σταδιακά έγιναν μία… Δέκα…εννέα…οχτώ…εφτά…έξι… Η φωνή δυνάμωσε. Η ηχώ της αντιλαλούσε τώρα στην κοιλιά της. Πέντε… Κάτι σα να δονείται. Τέσσερα… Μήνυμα! Τρία… Αχ…να δω το όνομά του… Δύο… Ναι! Ναι! Ναι! Ένα… Γιώργος. Πυροτεχνήματα! Φυσαλίδες! ‘Καλή χρονιά Κερασία…’
Δημοσίευση από fractalart.gr
Πηγή: pancreta