Κώστας Αρκουδέας «Το χαμένο Νόμπελ. Μια αληθινή ιστορία», εκδ. Καστανιώτης, 2015
Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου
«Ο Καζαντζάκης ήταν πολυσυλλεκτικός. Από όπου περνούσε, έπαιρνε κάτι, το οποίο στη συνέχεια ενέτασσε στα γραπτά του δημιουργώντας σύγχυση στον αναγνώστη, ο οποίος αναρωτιόταν αν ο συγγραφέας ήταν ένας ή πολλοί. Αυτό τού βγήκε τελικά σε καλό, καθώς είχε τη δυνατότητα να διεισδύει σε ένα τεράστιο ακροατήριο. Μεγάλο μέρος της υστεροφημίας του οφείλεται στο γεγονός ότι καθένας κρατάει από τον Καζαντζάκη αυτό που θέλει ή αυτό που τον βολεύει.» (Το χαμένο Νόμπελ, σ.304)
Πανεπιστήμιο, πρώτο έτος, μας δίδαξε Καζαντζάκη ο Κάρολος Μητσάκης. Ο δικός του Καζαντζάκης, μέσα στη χούντα. Ο Χριστός τον κατείχε, έλεγε ο Μητσάκης. Ο «αξεδίψαστος της ελευθερίας», έλεγε ο Γιώργος Π. Σταματίου, διαβάζαμε το βιβλίο του.
Τι κρατούσαμε εμείς; Τη δική μας εκδοχή της ελευθερίας, που ψάχναμε τα χρόνια εκείνα. Κι εμάς κάτι μας «κατείχε», ο έρωτας ας πούμε, η αγάπη για τη ζωή, το όνειρο, για μια ζωή όπως την ονειρευόμασταν. Και οι συζητήσεις για τον πόθο του άντρα που θέλει να εκμηδενίσει το αντικείμενο του πόθου που δεν ελέγχει. Για τις γυναίκες εκείνες που είχαν μια δική τους φτωχή ελευθερία και την πλήρωσαν ακριβά. (Κάτι που συναντήσαμε και στον Μ. Καραγάτση, και, αργότερα, ανιχνεύσαμε την ίδια οπτική στη Στέλλα, στην ταινία του Ζυλ Ντασέν).
Αρχίζοντας την ανάγνωση του Χαμένου Νόμπελ ανασύρθηκαν μνήμες και συνειρμοί από τα φοιτητικά μου χρόνια. Και ήταν η πρώτη μου «αντίδραση» στο βιβλίο που μου έδινε τη χαρά να ξαναπιάσω ένα νήμα προβληματισμών, αναγνώσεων αλλά και ερωτηματικών με αρκετά μακρινή αφετηρία.
Ένα παζλ είναι τα γεγονότα και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο:
Από την ιστορία του Νόμπελ, με χαρακτηριστικές στιγμές και αποφάσεις της Σουηδικής Ακαδημίας.
Από την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη, τον Μακαρθισμό στην Αμερική.
Την κατάσταση στην Ελλάδα, την πολιτική και την πνευματική.
Τις φατρίες, τις αντιζηλίες και τους αποκλεισμούς.
Με την έμφαση στον Καζαντζάκη, στην καρδιά του βιβλίου. Ακτινωτά οι αναφορές. Με πρόσθετες αναφορές μπρος πίσω. Κάποιες από αυτές αυτονομούνται, μικρές ιστορίες ή μικρές μελέτες.
Ευδιάκριτα, πολύ καλά οργανωμένα κεφάλαια (πέντε), με τα υποκεφάλαιά τους. Κάποιο κεντρικό θέμα κάθε φορά, αλλά με συνειρμούς αναφορές σε καταστάσεις, πρόσωπα, βιβλία, κινηματογραφικές ταινίες. Σε κάποια σημεία σταματάει ο συγγραφέας και κάνει αναλυτικότερες αφηγήσεις ή/και περιγραφές. Αναδύονται κορυφές στην αφήγηση, ανάλογα με όσα αγαπάει η ψυχή του, όπως γίνονται πάντα οι επιλογές. Έτσι, προβάλλει ο Σικελιανός, ο «Αλαφροΐσκιωτος». Ο Γιώργος Σεφέρης. Ο Έλιοτ της Έρημης χώρας. Το μυθιστόρημα και η ταινία Η επιλογή της Σόφης. Ο Χέμινγουέι. Οι φιλίες του Καζαντζάκη. Οι κατοικίες του, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αίγινα, Villa Rosa, Villa Μανολίτα. Η Κρήτη. Η επιμονή του για το Νόμπελ.
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, για να γίνει αντιληπτή η σύνθεση γεγονότων, περιστατικών, τόπων και προσώπων, είναι το Τέταρτο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο «Αντίπολη»:
Ξεκινώντας από τα οφειλόμενα νόμπελ στην Ελλάδα, ο Κώστας Αρκουδέας συνεχίζει με τα νόμπελ που δεν αποδέχτηκαν οι τιμηθέντες (Μπορίς Πάστερνακ, Ζαν Πωλ Σαρτρ, Σολζενίτσιν. Νε αφορμή το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν περνάει στον φόβο για τους «κόκκινους» και τον Μακαρθισμό, και σε μια παρτίδα σκάκι. Η αφήγηση γυρίζει στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και σε όσα άφησε πίσω του ο Καζαντζάκης. Οι παρεμβάσεις της Φρειδερίκης, η λογοτεχνία στην Ελλάδα – Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Σωτήρης Πανταζής, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Μέλπω Αξιώτη, Δημήτρης Χατζής. Και μετά Χέμινγουέι και βραβείο Νόμπελ, αλλά και Χάλντορ Λάξνες (1955) και αναφορά στην ισλανδική λογοτεχνία. Πίσω στην Ελλάδα, η δίκη του Τάσου Λειβαδίτη (1955) και η αθώωσή του. Κινηματογράφος, με τα τρία κορυφαία έργα «Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου, «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού και «Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Στη Λογοτεχνία, Μανόλης Αναγνωστάκης και Νίκος Καββαδίας, με ιδιαίτερη αναφορά στη σχέση τους. Εντωμεταξύ, η νοσταλγία του Καζαντζάκη για την Αίγινα και την Κρήτη, ενώ διαμένει στη Γαλλία, στην Κυανή Ακτή, στην Αντίμπ, δηλαδή την αρχαία ελληνική αποικία της Αντίπολης. Πρώτα στη Villa Rosa, μετά στη Villa Μανολίτα και τέλος σε ένα μικρό σπίτι που μοιάζει με ψαράδικο και μυρίζει μεσόγειο.
Και, φυσικά, αναφορά στις δυο γυναίκες συζύγους του Καζαντζάκη, τη Γαλάτεια και την Ελένη, δυο εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες – το υποκεφάλαιο έχει τον τίτλο «Άκρα αντίθετα» – με την υπομονετική, αφοσιωμένη Ελένη να αποδεικνύεται η ιδανική σύζυγος για τον συγκεκριμένο άντρα, ενώ η δυναμική Γαλάτεια, με τις δικές της φιλοδοξίες και δράσεις, δεν θα μπορούσε να επιδείξει αυτή την αφοσίωση.
Εκτός από την πολυσυζητημένη σχέση του Καζαντζάκη με τις γυναίκες, την οποία ξεκαθαρίζει ο συγγραφέας, με αποδείξεις πάντα, στέκεται και στην αμφιλεγόμενη σχέση του με τον Παντελή Πρεβελάκη, αναφέροντας στοιχεία διαφορετικά και καταλήγοντας, με επιχειρήματα, στην αμφίδρομη επιρροή Καζαντζάκη-Πρεβελάκη, άσχετα με τον χαρακτήρα του δεύτερου.
Σχετικά με τη γλώσσα της αφήγησης, ο Αρκουδέας συνδυάζει την αναφορική λειτουργία της γλώσσας, με μια λογικά δομημένη παρουσίαση του θέματος, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιεί και τη γλώσσα των συνειρμών, που οδηγούν από ένα θέμα σε ένα άλλο. Να τονίσω ότι οι συνειρμοί δεν αφήνονται στη τύχη τους. Ένα περίτεχνο, πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι συνειρμών, όπως γίνεται φανερό, που καθόλου δεν προέκυψε τυχαία – οπωσδήποτε στήθηκε και οργανώθηκε με πολλή προσοχή, μελέτη και ακρίβεια. Με μια εξαιρετικά δεξιοτεχνική διαδοχή των συνδέσεων, ο συγγραφέας οδηγεί την αφήγηση στα σημεία που θέλει να φωτίσει κάθε φορά, εστιάζοντας σε αυτά και κάποτε αυτονομώντας τα. Όσο για τις απόψεις και την επιχειρηματολογία, την έρευνα και τη μελέτη του συγγραφέα μαρτυρούν και οι βιβλιογραφικές αναφορές που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου.
Με τον τρόπο αυτό, η δύναμη της αφήγησης κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, σε πολύ λίγο χρόνο τέλος πάντων, γιατί σε ελκύει να διαβάσεις και το επόμενο κεφάλαιο.
Μια αληθινή ιστορία, λέει ο υπότιτλος. Και το οπισθόφυλλο, ότι θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα, αλλά είναι καταγραφή των γεγονότων. Έτσι, ο Αρκουδέας με τον υπότιτλο κάνει ο ίδιος τη σύνδεση με τη λογοτεχνία. Με αυτή την τεκμηριωτική γραφή, που υποστηρίζει κάποια άποψη, συλλέγει και παραθέτει αποδεικτικά στοιχεία, επιχειρηματολογεί αλλά και μαγεύει, πληροφορεί αλλά και παρασύρει τον αναγνώστη σε κόσμους και εποχές διαφορετικούς και, πιθανότατα, άγνωστους. Επιπλέον, μετά την παράθεση των τεκμηρίων και των πηγών, διατυπώνει τη δική του άποψη. Που μπορεί να είναι συνισταμένη των όσων ανέφερε, μπορεί να ακουμπά σε κάποια από τις άλλες απόψεις, αλλά μπορεί να είναι και η δική του άποψη, όπως σχηματίστηκε από τα διαβάσματα και την προσωπική του οπτική. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ακαδημαϊκό και στεγνό μπορεί να ήταν το ύφος μιας τέτοιας προσπάθειας. Κάτι τέτοιο καθόλου δεν συμβαίνει, πόσο μάλλον που η έρευνα και η τεκμηρίωση συναντούν τη λογοτεχνία.
Δεν έχει σημασία να συμφωνεί πάντα ο αναγνώστης με την οπτική του συγγραφέα. Ίσα ίσα, ένα ενδιαφέρον βιβλίο σού δημιουργεί και ενστάσεις και αντιρρήσεις. Αρκεί να νιώθει ο αναγνώστης πως τα όσα παρουσιάζονται έχουν εντιμότητα. Ο καθένας άλλωστε, ειπώθηκε από την αρχή, μπορεί να σχηματίσει τη δική του εκδοχή – και φυσικά και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Σημασία έχει η απόλαυση της ανάγνωσης, της πολυφωνίας των τεκμηρίων, της ποικιλότητας των προσώπων και των έργων που παρουσιάζονται. Η περιπλάνηση στους δρόμους της αφήγησης και στους τρόπους της. Και η ανάδυση μιας ξεχωριστής προσωπικότητας μέσα από συσχετισμούς παλιούς και νεότερους, με τρόπο μοναδικό.
Πηγή: pancreta