Ο αναγνωρισμένος συγγραφέας, μεταφραστής, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Αχιλλέας Κυριακίδης, για μια ακόμη φορά, βάζει κάτω απ’ την ίδια στέγη παλιότερα πεζά του, δηλαδή δύο συλλογές διηγημάτων και την κορυφαία του νουβέλα Κωμωδία και πάλι με την προϋπόθεση πως εμείς ως αναγνώστες θα έχουμε μπροστά μας ολοκληρωμένη την συγγραφική του διαδρομή.
Γιατί πράγματι, τόσο οι Τεχνητές αναπνοές όσο και Ο καθρέφτης του τυφλού, έργα μαγικού ρεαλισμού, νοτιοαμερικανικής λογοτεχνικής προσφοράς, φαντασιακών τόνων και έντονης μουσικότητας, υπερρεαλιστικών διεξόδων αλλά και καθημερινών καταστάσεων, είναι ικανά να τροφοδοτήσουν την άποψη περί ελληνικότητας, αντικαθιστώντας την με μια παγκοσμιοποίηση της δημιουργίας, μια νέα κατασκευή του κόσμου, η οποία όμως διαβάζεται και σαν υπαρκτή, αφού εξυφαίνεται από έναν Έλληνα πεζογράφο, όσο και αν εκείνος έχει εντρυφήσει στο έργο κολοσσών, ασφαλώς επηρεασμένος τεχνικά, όχι μιμούμενος, αλλά ως έχοντας χωνέψει αθάνατα έργα και τοποθετώντας την δική του πέτρα στο όλο αυτό οικοδόμημα. Αλλά και η νουβέλα Κωμωδία, το ωριμότερο σύμφωνα με την κριτική έργο του Κυριακίδη, όπου συνυπάρχουν τέσσερις θεματικές, στις οποίες πεταγόμαστε από την μία στην άλλη χωρίς καν να καταλάβουμε το πώς, είναι κατάθεση όχι απλώς μαγική και εύθραυστη αλλά πολύ περισσότερο συγκλονιστική και έμπλεη συναισθήματος, το οποίο εκλύεται ως νερό από βρύση, που υπάρχει σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο από αιώνες.
Ο Κυριακίδης παραπλανά και περιπαίζει λογοτεχνικά τον δέκτη και με καθαρή φαντασιακή εκφορά αλλά παράλληλα και με μικρής φόρμας κατασκευές, που τείνουν στην σημαντική παραμυθία, όπως την γνωρίσαμε απ’ την προφορική παράδοση.
Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να προσπαθήσει να μεταφέρει στο χαρτί τους μύθους των διηγημάτων του Κυριακίδη –γιατί απλούστατα δεν μεταφέρονται, αφού αυτό είναι η σχέση μόνο του συγγραφέα και των αναγνωστών του–, για αυτό δεν θα μπούμε στο τερέν να παίξουμε μπάλα, αλλά θα παρακολουθήσουμε το παιχνίδι απ’ την εξέδρα, και θα μιλήσουμε για αυτό που είδαμε. Δεκατέσσερα λοιπόν αφηγήματα, μινιμαλιστικά (γιατί ο Κυριακίδης δεν είναι απλά μινιμαλιστής όσον αφορά την έκταση των διηγημάτων αλλά παράλληλα και όσον αφορά την έκταση των βιβλίων του) ευαίσθητα, με την λελογισμένη (ή την άλογη) τελειωτική ανατροπή, όπου όλα ως διά μαγείας φαίνονται διαφορετικά, συνάμα λογοτεχνικά παιχνιδίσματα, οικείες εικόνες αλλά και άγνωστες, που για πρώτη φορά συναντάμε, παρά την ώθηση από τον μαγικό ρεαλισμό, το ρεύμα της παράλογης ρεαλιστικής εκδοχής, τέλος προσλήψιμα με εύκολη διαδικασία και αναγνωστικά αφομοιούμενα μέχρι το μεδούλι τους. Στην Κωμωδία, όμως, όπου προτάσσεται και επιλέγεται μια άλλη τακτική παράθεσης, το τίναγμα το θεματολογικό έχει την εικόνα του μοντάζ, δεν δίνεται η παραμικρή έξοδος, δεν υπάρχει η παραμικρή εξήγηση για το τι συνέβη στην προηγούμενη εξίσωση, δεν σηματοδοτείται κανένα τέλος της μιας ιστορίας για να μπούμε στην άλλη, δεν δρομολογείται κανενός είδους διαπραγμάτευση, παρά μόνο επιχειρείται η τεχνική της ποίησης, που περισσότερο συσκοτίζει παρά φέρνει στο φως κρίσιμα μυστικά ή άλλες παραμέτρους που αφορούν τους ήρωες των επεισοδίων. Άρα και πέρα από κάθε υπερβατική συνισταμένη, που μπορεί να είναι η καθοριστική και οριακή αιτία συγγραφής τέτοιας υφής διηγημάτων, η ουσία είναι πως ο Κυριακίδης παραπλανά και περιπαίζει λογοτεχνικά τον δέκτη και με καθαρή φαντασιακή εκφορά αλλά παράλληλα και με μικρής φόρμας κατασκευές, που τείνουν στην σημαντική παραμυθία, όπως την γνωρίσαμε απ’ την προφορική παράδοση.
Ορμώμενος από τις δύο τελευταίες λέξεις που ανέφερα, πρέπει να τονίσω: μην φανταστεί κανείς πως σε αυτές τις συλλογές έχουμε «παραμύθια», όχι, απλώς έχουμε «λογοτεχνικά παραμύθια». Βέβαια τα θέματα είναι σύγχρονα, αφορούν τα χρόνια και τους καιρούς μας, δεν έχουν φυσικά επικαιρικό χαρακτήρα, πάντως, και για να μην τα πολυλογώ, είναι ιστορίες που αφορούν το σήμερα, άρα ο παραλληλισμός είναι ίσως άνισος, πάντως υπαρκτός. Καθώς η δύναμη της αφήγησης, μέσα από ομιχλώδη περιστατικά και σύννεφα που διαλύονται όχι εύκολα, πάντως υποφερτά, είναι τόσο ικανή να τροχοδρομήσει εικόνες και χαρακτήρες ηρώων τέτοιας εμβέλειας, που μετά το κλείσιμο του βιβλίου όλοι μας αναφερόμαστε στις δομές του, που είναι η γλώσσα (μοντέρνα, επαρκής, υποβλητική, διαστροφική), η ατμόσφαιρα (που σχεδόν ενιαία, χωρίς βασικές διαφορές από κομμάτι σε κομμάτι, μερικές φορές με γκροτέσκο σχεδιασμό, μαγική ως προς την έξαψη που προκαλεί) και το ύφος (αυτόνομο, παραπλανητικό, χωρίς καθόλου χιούμορ, επεξεργασμένο για να δραματοποιήσει ανάλογες εντυπώσεις). Και φυσικά το σύνολο των μεθόδων, που συγκροτούν μια τέτοια δημιουργία, δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από ένα αποτελεσματικό πόνημα, που λειτουργεί, που μαγεύει, που αντικαθιστά την προσμονή με την ιστορία ενός μυστηρίου, τέλος, που δείχνει χωρίς υπερβολές, την τεράστια αξία που κάποιος μπορεί να έχει, ολοκληρώνοντάς την κάτω απ’ την σκέπη του μαγικού ρεαλισμού.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης έχει μέχρι σήμερα εκδώσει δώδεκα βιβλία με διηγήματα, νουβέλες και δοκίμια, έχει μεταφράσει ανάμεσα σε άλλους Μπόρχες, Σεπούλβεδα, Περέκ, Κενό, Εσνόζ, Χέμινγουεϊ, Σάλιντζερ, έχει γράψει τρία σενάρια για μεγάλου μήκους ταινίες και έχει σκηνοθετήσει έντεκα μικρού μήκους, ενώ είναι εξπέρ στην κλασική μουσική και παράλληλα έχει βραβευθεί και για τα πρωτότυπα έργα του αλλά και για τις μεταφράσεις του. Άρα, μιλάμε για έναν πολυτάλαντο και πολυποίκιλο δημιουργό, ο οποίος θέτει στόχο με τα βιβλία του να μας πάει μακριά. Να μας μεταφέρει σε κόσμους φανταστικούς, να μας μιλήσει για ανθρώπους ευάλωτους και αδύνατους, να μας ανοίξει δρόμους αναγνωστικούς, τέλος να μας κάνει συμμάχους όχι μόνο σε ένα παιχνίδι υπαρξιακό αλλά συνάμα σε μια άσκηση ετοιμότητας και υποβολής.
Πηγή: pancreta