Ο Νίκος Γκάτσος και το... μολύβι της Άλκης Ζέη - Ειδήσεις Pancreta

Η Άλκη Ζέη γράφει για τη γνωριμία της με το Νίκο Γκάτσο και τη σχέση που δημιουργήθηκε με την αδελφή της Λενούλα. Μία υπέροχη ιστορία γεμάτη ποίηση, πολιτική, αγάπη, σε μία Αθήνα που εκείνη την εποχή γράφει ιστορία και σκιαγραφεί το μέλλον της.

"Τέλος Οκτωβρίου, αφού είχανε ανοίξει πια τα σχολεία, ετοιμάζαμε την παράσταση. Η Περράκη μας είπε να βάλουμε τα δυνατά μας γιατί είχε μια μεγάλη έκπληξη. Εγώ δεν είχα άλλα δυνατά να βάλω, ό,τι ήτανε να γράψω, το έγραψα. Και η έκπληξη ήτανε πραγματικά μεγάλη. Είχε καλέσει στην παράσταση: Τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη, τον Γκάτσο και τον Μάριο Πλωρίτη μαζί μ' έναν φίλο του που ήταν θεατρικός συγγραφέας και τον λέγανε Γιώργο Σεβαστίκογλου.

Τα κορίτσια παίζανε με ενθουσιασμό. Η Λένα ξεσάλωσε κυριολεκτικά κι εγώ καθόμουνα πίσω από το παραβάν και από μια τρύπα που είχαμε κάνει στο πανί έβλεπα το κοινό. Είδα τη Λενούλα που κοίταζε κάπου κι είχε ανοίξει δυο πήχεις το στόμα της. Κατάλαβα, κοίταζε τον Γκάτσο. Ύστερα πρόσεξα πως σ' όλη την παράσταση κι ο Γκάτσος δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω της...

...Ύστερα εκείνοι φύγανε. Η Περράκη ήτανε όλο χαρές και παινέματα για μας...Βοηθούσα να μαζέψουμε τις κούκλες. Η Λενούλα όμως δεν μ' άφηνε σε ησυχία.

- Κάνε γρήγορα, πρέπει να φύγουμε.

Νόμιζα πως της είχε πει ο μπαμπάς να πάμε για κάποιο λόγο γρήγορα σπίτι. Μόλις όμως βγήκαμε στον δρόμο, μου λέει πως ο Μάριος της είπε - η Λενούλα πήγαινε πια στο πανεπιστήμιο, στη φιλολογία, και είχαν γνωριστεί με τον Πλωρίτη και έκαναν παρέα - να πάμε να τους βρούμε στου Λουμίδη να μας κεράσουν καφέ.

- Ποιους να βρούμε; απόρησα

- Όλους αυτούς που ήταν στην παράσταση...

...Ούτε φτερά να είχαμε στα πόδια μας. Από τη Ζαΐμη βρεθήκαμε στου Λουμίδη, στη Σταδίου. Πλάι στην τράπεζα του μπαμπά μας. Καλά που ήτανε Κυριακή.

- Καλώς τες, καλώς τες, είπανε όλοι. Κι ύστερα ο Μάριος φώναξε το γκαρσόνι.

- Τάκη, δύο εσπρέσο.

Να μαστε λοιπόν καθισμένες στου Λουμίδη δίπλα δίπλα, να πίνουμε ένα θεόπικρο ζουμί που το λένε εσπρέσο, κι η Λενούλα να μου μουρμουρίζει: "Πιες το". Γιατί είδε πως εγώ είχα βάλει κιόλας το φλιτζάνι στο πιατάκι.

Κοίταζα τη Λενούλα που έπινε αυτό το εσπρέσο χωρίς μορφασμό και τα μάτια κολλημένα στον Γκάτσο.

Τον κοίταξα κι εγώ. Δεν ήτανε ωραίος, ήτανε όμορφος. Πολύ ψηλός, μάτια σχιστά, αριστοκρατικά χέρια. Κατάμαυρα μαλλιά. Έμοιαζε με ισπανό ευγενή. Πώς να μην μείνει με ανοιχτό στόμα η αδελφή μου. Μια στιγμή εκείνος σηκώθηκε κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μας.

- Τι καθίσατε πλάι πλάι , εδώ δεν είναι σχολείο. Δεσποινίς μου, λέει στη Λενούλα και κάνει μια υπόκλιση σαν να ήθελε να τη ζητήσει σε χορό. Ελάτε να καθίσετε δίπλα μου, και της προτείνει το χέρι.

Εκείνη χωρίς να τα χάσει άπλωσε το δικό της κι άφησε να την οδηγήσει σ' ένα τραπεζάκι πλάι στο παράθυρο. Μπορεί να είχε μεγάλα χέρια αλλά οι κινήσεις του ήτανε αρμονικές σαν κάποια μουσική να το συνόδευε όταν κινιόταν....

....και η ώρα περνούσε και τα μάτια του Γκάτσου δεν ξεκολλούσαν από τη Λενούλα που καθόταν με άνεση και τα πόδια απλωμένα...

....Η Λενούλα εκστασιασμένη δεν έλεγε να κουνήσει. Εγώ κοίταζα απελπισμένη το μεγάλο ρολόι που ήτανε ακριβώς απέναντί μου στο χαμηλό τοιχάκι του παταριού. Πόσο θα λέγαμε στο μπαμπά πως κράτησε αυτή η παράσταση;

- Πρέπει να φύγουμε, μουρμούρισα στον Μάριο κι εκείνος μπήκε αμέσως στο νόημα, γιατί ήξερε από τη Λενούλα όλα για τον μπαμπά μας και γενικά για ό,τι συνέβαινε σπίτι μας...

- Τα κορίτσια πρέπει να φύγουν, λέει και σηκώνεται μαζί μου κάνοντας νόημα στη Λενούλα να σηκωθεί.

Ο Γκάτσος σηκώνεται κι αυτός.

- Να τις συνοδέψω τουλάχιστον ως την έξοδο.

Κατεβαίνει μαζί μας τις σκάλες και πριν φύγουμε λέει:

- Αύριο θα σας περιμένουμε.

- Εγώ έχω σχολείο, μουρμουρίζω.

- Θα δω...αν μπορέσω, κάνει η Λενούλα.

- Αν όχι αύριο, μεθαύριο, λέει ο Γκάτσος, αφού είχαμε βγει στον δρόμο κι αρχίσαμε να τρέχουμε σχεδόν...

....Η Λενούλα πήγαινε καθημερινά στου Λουμίδη, καθότανε δίπλα στον Γκάτσο κι έπινε τον πικρό εσπρέσο , έπιασε και φιλίες με τον Ελύτη, μα δεν αποφάσιζε να βγει μόνη μαζί του...

...Ο Γκάτσος είχε πάρει είδηση πως στην αδελφή μου άρεσαν τα παραμύθια κι έκανε ό,τι μπορούσε για να την κάνει να πιστεύει πως ζούσε ένα.

Παρ' όλη την Κατοχή εκείνος δεν είχε πρόβλημα οικονομικό. Είχε έναν θείο στον Καναδά που είχε βάλει στο όνομά του στην τράπεζα ένα ποσό σε δολάρια. Τότε, αν αποδείκνυες - δεν ξέρω με ποιο τρόπο- πως είχες λογαριασμό σε δολάρια, μπορούσες να δανειστείς σε δραχμές και να τα ξεπληρώσεις μετά τον πόλεμο. ...

Ο Γκάτσος , λοιπόν, είχε να ξοδεύει και όπως ήτανε γαλαντόμος καταξοδευότανε να κερνάει. Για να εντυπωσιάσει λοιπόν τη Λενούλα, νοίκιασε αμαξάκι με άλογο - δυο υπήρχαν σ' όλη την Αθήνα - για να την πάει βόλτα. Και μένα μαζί. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και του είχαμε δώσει ραντεβού στο Μουσείο. Πέρασε και μας πήρε, καμαρωτός καμαρωτός μέσα στο αμάξι, και μας έκανε βόλτα σ' όλη την Αθήνα που μας έμεινε αξέχαστη. Μετά η Λενούλα πήγε μαζί του στου Λουμίδη, κι εγώ στο σπίτι....

....Μα η αδελφούλα μου άλλα ήθελε. Μπορεί να πήγαιναν τα μεσημέρια στου Λουμίδη, στον κινηματογράφο, στο θέατρο και κάθε Πέμπτη στου Εμπειρίκου όπου μαζευόταν όλη η διανόηση, της έλειπαν όμως τα καθημερινά απλά πράγματα. Ένας περίπατος, μια βόλτα στον βασιλικό κήπο. Να χορέψουν σε πάρτι της Κατοχής ταγκό...Αυτά για τον Νίκο ήτανε μικρά και ασήμαντα. Συζητούσαν για τη ζωή μετά την Απελευθέρωση. Μόνο λογοτεχνία και ποίηση. Η Λενούλα κοίταζε τα προπολεμικά περιοδικά μόδας που είχε φυλαγμένα η μαμά και με ανοιχτές τις σελίδες στα φορέματα με τις νύφες διάλεγε το δικό της νυφικό στο μπράτσο του Γκάτσου που σίγουρα θα φορούσε σμόκιν. Ο καημένος όμως μόνο γαμπρό δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του. Βέβαια, εκείνη δεν του έλεγε τίποτα απ' αυτά τα όνειρα, την έτρωγε όμως ο καημός. Μπορεί να διέσχιζαν τους δρόμους της Αθήνας κι ο κόσμος να καμάρωνε αυτό το ξεχωριστό ζευγάρι, το τόσο ταιριαστό στην ομορφιά, μα στην άποψη για τη ζωή ήτανε μίλια μακριά....

...Ο Γκάτσος ετοίμαζε την Αμοργό κι η Λενούλα την παρακολουθούσε λέξη λέξη και τη μάθαινε απέξω, έστω κι αν κάμποσα δεν τα καταλάβαινε. Βγήκε τελικά το '43 η Αμοργός από τις εκδόσεις Αετός, αφιερωμένη " Σ' ένα πράσινο άστρο" δηλαδή στη Λενούλα με τα πράσινα μάτια. Μα το σπουδαιότερο ήταν ότι της έδωσε το τρίτο αριθμημένο βιβλίο με την ιδιόχειρη αφιέρωση. "Σ' εκείνη που στα χείλη της έγραψε ο κεραυνός το όνομά του ". Πώς να μην καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι η αδελφή μου! Ξέχασε και τα νυφικά και όλα....

Άλκη Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Μεταίχμιο 2013

Βιβλιοπωλείο "Πολύγραφος"


Πηγή: pancreta