Νοσταλγία και παιδικότητα για το μέλλον
Ο Χιλιανός Αλεχάντρο Ζάμπρα είναι ένα έξοχο παράδειγμα του πως η λογοτεχνική παράδοση της λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής όχι μόνο παραμένει ζωντανή, αλλά έχει ακόμα την δυνατότητα να διαποτίζει με συναίσθημα και ανθρωπιά σύγχρονες όψεις θεμάτων που απασχολούν τους περισσότερους. Από τον έρωτα και την μοναξιά, μέχρι την οικογένεια και την ζωή στις πόλεις, η λατινοαμερικάνικη ζεστασιά συνεχίζει να γοητεύει.
Το «Η ιδιωτική ζωή των δέντρων» (εκδόσεις Ίκαρος, μτφρ Αχιλλέας Κυριακίδης) είναι ένα βιβλίο που ακολουθεί αυτή την παράδοση. Παρά το μικρό του μέγεθος, η νοσταλγική χροιά και η μαγική του διάθεση με την οποία διαχειρίζεται ρεαλιστικά θέματα είναι κάτι που μαγνητίζει ήδη από τις πρώτες σελίδες, ενώ την ίδια στιγμή το έργο καταφέρνει να διανθίζεται, αναπτύσσεται στο μυαλό του αναγνώστη όσο περνά ο καιρός μέχρι τελικά να γίνει μια γλυκόπικρη ανάμνηση, γεμάτη νοσταλγία για μέρη που δεν είδε ποτέ, μαθήματα από παραμύθια που δεν πρόλαβαν να πούνε το μυστικό τους και μελαγχολία από μισοτελειωμένα βιβλία που συσσωρεύονται στα γραφεία, περιμένοντας υπομονετικά μια σειρά που ίσως ποτέ δεν έρθει.
Η γραφή του Ζάμπρα, έντονα επηρεασμένη από τον Μάρκεζ, ταξιδεύει τον αναγνώστη στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον με ευκολία, χρησιμοποιώντας βασικό μέσο την ονειροπόληση. Ο ήρωας του, ο Χουάν που είναι λίγο καθηγητής και λίγο συγγραφέας, περιμένει την γυναίκα του να επιστρέψει σπίτι. Η θετή του κόρη του ζητά να της ξαναπεί τα παραμύθια για την ιδιωτική ζωή των δέντρων, τις συζητήσεις και τα κουτσομπολιά που ανταλλάζουν. Και η ώρα περνά, η σύζυγος του όμως δεν επιστρέφει και το μυαλό του Χουάν ταξιδεύει: στην γνωριμία τους, στο μέλλον μιας κόρης που ίσως μεγαλώσει χωρίς μητέρα, σε ένα μυθιστόρημα που δεν έγραψε ποτέ.
Απειλές, υπόκωφες εντάσεις και ξεσπάσματα ζήλιας εναλλάσονται με ιστορίες για τούρτες, ήσυχες οικογενειακές βραδιές, μουσική και ρίψεις ακοντίων προς τον ουρανό και το μέλλον. Ένα διαρκές πισωγύρισμα στο χρόνο και στα συναισθήματα, σαν ένα αναποφάσιστο ποτάμι. Ο Ζάμπρα αλλάζει τους χρόνους, τα πρόσωπα και τις δομές, διατηρώντας όμως σταθερή την νοσταλγία και την ουσία τους. Ο θεσμός όπου είναι πιο εμφανείς αυτές οι τομές είναι η οικογένεια. Μια κόρη μεγαλώνει με τον θετό της πατέρα, ενώ ο πραγματικός της φέρεται σαν φίλη από το γραφείο και την αντιμεπωπίζει με χυδαία αστεία. Μια μητέρα χάνεται, ίσως από κάποιο τραγικό συμβάν, ίσως από μια απαγορευμένη αγάπη. Τίποτα από όσα ξέραμε δεν μένει σταθερό, ούτε καν οι αναμνήσεις τους. Μόνο μια αμηχανία για το άγνωστο που κρύβεται πάντα πίσω από την επόμενη στροφή, ειδικά τώρα που δεν υπάρχει δίκτυ από κάτω.
Η έννοια της απουσίας είναι κομβική για αυτό το βιβλίο, όχι όμως με την ανάδειξη της σε πρόσωπο. Ο διάλογος αναπτύσεται ανάμεσα σε ένα πρόσωπο και τα συναισθήματα του, τα ενδεχόμενα που κρύβει ο χρόνος. Ο μη-χαρακτήρας της συζύγου, παίρνει σάρκα μέσα από τον ήρεμο έρωτα του παρελθόντος, τον φόβο του παρόντος και την αμηχανία του μέλλοντος και σταδιακά απομειώνεται στο επίπεδο μιας θολής ανάμνησης, μιας παιδικότητας που προσπεράστηκε.
Το αφαιρετικό θέμα του βιβλίου είναι πολύ δύσκολο. Μοιάζει ουσιαστικά σαν την περίληψη δύο ή και περισσότερων βιβλίων που συγκρούστηκαν σε μια έκρηξη συναισθημάτων. Μονάχα η ευαίσθητη, εύθραυστη, αλλά ταυτόχρονα ρωμαλέα γραφή του Ζάμπρα θα ήταν ικανή να χαλιναγωγήσει, έστω και εν μέρει το χωροχρονικό αυτό ταξίδι, ακριβώς αφήνοντας το ελεύθερο και παρεμβαίνοντας μόνο όπου είναι απολύτως απαραίτητο. Πέρα από αυτό, συνδράμει την φαντασία του αναγνώστη καλλιεργώντας εικόνες, μυρωδιές, γεύσεις και αναμνήσεις, όλα ενδεδυμένα με μια διάχυτη παιδικότητα, που ταξιδευει αυτόν που τον διαβάζει, θέλοντας και μη, στην παιδική του ηλικία. Σε αυτό το κομμάτι, στην ελληνική μετάφραση, συνέβαλλε και ο Αχιλλέας Κυριακίδης με μια πολυ καλή δουλειά που, ακόμα και όταν βρίσκει αγκάθια, τα αποφεύγει εξαιρετικά και καταφέρνει να διακοινωνήσει την λυρική ατμόσφαιρα του έργου αρτιότατα.
Το «Η ιδιωτική ζωή των δέντρων» είνα ένα δύσκολο βιβλίο, με την καλή έννοια, παρά το μικρό του μέγεθος. Είναι όμως μια δυσκολία που όχι μόνο αποζημειώνει, αλλά αξίζει να την βιώσετε.
Γράφει ο Νίκος Γιακουμέλος
Πηγή: pancreta