Στρατής Μυριβήλης: Πόλεμος … - Ειδήσεις Pancreta

Το διήγημα του Στρατή Μυριβήλη «Πόλεμος» δημοσιεύτηκε το 1928 και περιγράφει τις αγριότητες του πολέμου απ’ την πλευρά ενός φαντάρου που παίρνει μέρος στα γεγονότα. Αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει είναι πως δε μιλάει για τον πόλεμο αόριστα, αλλά περιγράφει γεγονότα που συνέβησαν κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού στην περιοχή της Πτολεμαΐδας το Νοέμβριο του 1912, κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων.

Την εποχή της δημοσίευσής του αντιμετωπίστηκε ως αναφορά σε γεγονότα αληθινά μεν, που έπρεπε όμως να ξεχαστούν. Χαρακτηριστικά, η Ακαδημία Αθηνών υπέδειξε στο συγγραφέα «να προσέξη και τας ευγενεστέρας απόψεις των πολεμικών αγώνων»!

Πόλεμος – Στρατής Μυριβήλης

Εκείνη η προέλαση της 5ης Μεραρχίας…

– – – –

Ήμουνα τότες είκοσι χρονώ – φοιτητούδι εθελοντής – και τώρα πια είμαι μεστός άντρας. Ως τόσο η θύμηση εκείνης της προέλασης μού κάθεται σα βραχνάς, και καταλαβαίνω πως δε θα μου ξεπλακώσει τα στήθια ως που να μου βάλουν το κεραμίδι στα χείλια. Μια προέλαση. Είδες τι απλή και πόσο ήμερη λέξη. Μια προέλαση. Έτσι δα σαν τη διαβάζει κανένας μέσα στ’ ανακοινωθέντα των Στρατηγών, χωρίς να ’χει βουτήξει μέσα σ’ αυτό το φοβερό βούρκο από αίμα από λάσπη κι από αντρίκιες βαρβατιές, που λέγεται «πόλεμος», φαντάζεται την προέλαση σαν παράτα στρατιωτική. Τη φαντάζεται σαν ένα πέρασμα στρατευμάτων γεμάτο από δόξα, από περηφάνια κι από θρίαμβο, γεμάτο από λαμπρότητα, με σημαίες μεταξωτές γαλάζιες που μπατσίζουν χαρούμενα τον αγέρα, κουνάνε αξιόπρεπα πάνου απ’ τις γυμνές λόγχες των στρατιωτών τις χρυσές τους τις φούντες, και υψώνουν τους ασημένιους των σταυρούς όλο αχτίνες μέσα στον ήλιο. Οι αξιωματικοί είναι ωραίοι μέσα στις στολές τους, πάνου σε περήφανα άτια που ’ναι στολισμένα με μπρούτζινα φάλαρα και χλιμιντράν οργισμένα. Και ο λαός, ξεφρενιασμένος πια απ’ τη χαρά του, ρίχνει λουλούδια στα πόδια των νικητών, κι οι κοπέλες στέλνουν φιλιά και χαμόγελα, κάτου από λευκές γιορτάσιμες γιρλάντες.

Όμως τα πράματα γίνουνται κάπως αλλιώτικα. Είναι κρίμα που ’ναι έτσι, μα γίνουνται κάπως αλλιώτικα

Η προέλαση της 5ης Μεραρχίας…

Ήταν μια μαύρη νύχτα με σκοτάδι πηχτό, γλιστερό, θαρρείς σαπισμένο απ’ την υγρασία. Ο στρατός μας κοιμήθηκε μέσα σ’ ένα κάμπο, με χώμα λασπωμένο βαθειά. Ήτανε μια Μεραρχία ολάκαιρη που κοιμούτανε έτσι βαθειά και βαρειά, πλακωμένη κάτου απ’ το βρεγμένο σκοτάδι. Μια Μεραρχία άντρες αποσταμένοι, αποκανωμένοι απ’ την υπεράνθρωπη κούραση κι απ’ το αδιάκοπο ξαγρύπνισμα. Θυμάμαι πολύ καλά που πορπάτηξα εκείνο το βράδυ κοιμισμένος, ολότελα κοιμισμένος, ίσαμε μισή ώρα. Είναι ένα απάνθρωπο πράμα να κοιμάσαι ολότελα και όμως να πορπατάς φορτωμένος με ντουφέκι, με σφαίρες και μ’ ένα ασήκωτο γομάρι από βρεγμένες κουβέρτες στην πονεμένη σου ράχη. Όταν διατάξανε οι διμοιρίτες «αλτ», χτύπησα το μούτρο μου στην καραβάνα του μπροστινού μου συντρόφου που στάθηκε, και ξύπνησα από τον πόνο.

Κατόπι μας είπανε: «Κοιμηθείτε τώρα!» Μιαν ευτυχία ανυπόφορη πήγε τότες να φουντώσει ξαφνικά σα φλόγα χαράς μέσα απ’ τα σωθικά μας. Μα δεν πρόφταξε και λούφαξε πριν ξελοχίσει ακόμα, πνιγμένη από το μαύρο, το μαλλιαρό, το απονεκρωτικό σύνεφο του ύπνου. Πέσαμε ξαφνικά, σωριασμένοι στον τόπο που ακούσαμε αυτή την προσταγή, που βγήκε, ωχ, έτσι βαθιά μες απ’ τη νύχτα και την ήπιαμε σα γλυκό δηλητήριο: «Κοιμηθείτε!» Γκρεμιστήκαμε εκεί μεσοστρατίς μες τη λάσπη, με τα λουριά των ντουφεκιών περασμένα στη μασκάλη, με το βρεγμένο φόρτωμα του γυλιού κουμπωμένο στη ράχη, με τη μέση σφιγμένη μες τις μπαλάσκες. Και κοιμηθήκαμε βαριά σαν πεθαμένοι. Και πάνουθέ μας ο ουρανός έβρεχε άναντρα και αλύπητα. Έβρεχε πάνου στον κοιμισμένο στρατό. Λένε πως κοιμηθήκανε κι οι προφυλακές μας – – –

Όπου, ξαφνικά μες τον ύπνο μας χυμήξανε οι νικημένοι μας οι οχτροί και μας σφάζανε. Βγήκανε μες απ’ το μουχλιασμένο σκοτάδι και μας σφάζανε. Δεν καταλάβαμε πώς έγινε αυτό. Ξαφνικά βρεθήκαμε όρθιοι. Όλοι φωνάζαμε «στα όπλα», όλοι ανοίγαμε με κόπο και με δύναμη τα μάτια μας που ήτανε γιομάτα ύπνο και σκοτάδι για να δούμε και να καταλάβουμε. Κι όλοι αρχίσαμε να ρίχνουμε ντουφεκιές και να σκοτωνούμαστε συναμεταξύ μας, κι όλοι τρέχαμε έξω φρενώ.

Τότες έγινε ένα μεγάλο πράμα.

Πάνου απ’ το στρατό μας χούγιαξε μονομιάς με τη βραχνή φωνή του ο Πανικός. Είναι μια στριγγλιά που βγαίνει θαρρείς από τα τεντωμένα λαρύγγια χιλιάδων τρελών. Ξέφυγαν θαρρείς απ’ τα κελιά τους και εκφράζουν έτσι όλη τους τη μανία μέσα σένα ξεσυρτό και άγριο ουρλιαχτό, που το τινάζουν σα βρισιά προς το ουράνιο παλάτι του ασυγκίνητου Δημιουργού των. Είναι ο Πανικός που χουγιάζει έτσι.

Το μυαλό παγώνει τότες μες τ’ αυλάκια των κοκκάλω σου, οι αισθήσεις ξεφεύγουν απ’ το χαλινάρι τού αφέντη τού εγκεφάλου, και όλα σου τα μέλη επαναστατημένα και απειθάρχητα, ενεργούν παρζαβλά, χωρίς αρμονία, δίχως σκοπό· έτσι δα στα κουτουρού. Ο Πανικός φυσάει μέσα στις ψυχές σα μιαν αρρώστια θεοσταλμένη και κυνηγάει τους ανθρώπους με τη βουκέντρα του σαν ένα κοπάδι ζα. Τον είδα και τον άκουσα ‘γω κείνη τη νύχτα, που μας κυνηγούσε μες τους πλατιούς λασπωμένους κάμπους, και μέσα στις βουερές λαγκαδιές που αφήναμε πίσω μας μες τ’ αλαλιασμένο μας το φευγιό. Είναι μια μούρη χλωμή κι αλλοσούσουμη, με τρίχες ολόρτες, με συσπασμένο στόμα και στρογγυλά μάτια. Μέσα απ’ εκεί σε κοιτάζει κατάματα και επίμονα η αλλήθωρη τρέλα. Κι η φωνή του είναι γοερή σα να κλαίνε χιλιάδες σκυλιά και τσακάλια.

Κι αυτό το φριχτό πράμα σ’ ακλουθά μες την τρεχάλα σου την τυφλή και μες το τρέκλισμά σου το χαμένο. Έχει χίλια πόδια για να σε κυνηγά και χίλιες ματιές για να μη σε χάνει. Ξεφυτρώνει μπροστά σου παντού, παντού. Πάνου από τους βράχους που μορφάζουν και κουνούν τερατώδικα μέλη ενάντιά σου. Μες απ’ τα χαμόδεντρα που ψιθυρίζουν συνωμοτικά για σένα, στριμώχνουνται στις περασιές σου, και λουφάζουν και παραφυλάνε καταλαγιασμένα σε κρυφές παρέες, με τα μαλλιαρά τους τα κεφάλια κοντά-κοντά. Είναι κάτι κλαδιά λιγερά και μακρυά, με νύχια γυριστά στην άκρη και καρτερούν ως που να περάσεις από κοντά τους. Τότες τινάζουνε τα δυνατά νευρωμένα τους πλοκάμια και σ’ αδράχνουνε ξαφνικά απ’ το πόδι. Πέφτεις χάμου και χτυπάς και ματώνεσαι δίχως να μιλήσεις, ξανασηκώνεσαι και τρέχεις πάλι, τρέχεις ολοένα με την ψυχή στο στόμα. Δε θέλεις να πεθάνεις, κι είσαι έτοιμος να πεθάνεις, κι ένα μουρμουρητό όλο όχτρα ενάντιά σου βγαίνει απ’ όλα τα χόρτα κι απ’ όλα τα θάμνα. Και το φριχτό το τέρας του Πανικού σ’ ακλουθά κατά πόδι, δε σ’ αφήνει να πάρεις ανεσαμιά, είναι όλο πίσωθέ σου και σου φυσά κρυάδες στο σβέρκο, κι είναι όλο μπροστά σου και ξεφυτρώνει όπου κι α στρίψεις. Βγαίνει και σου μορφάζει μες απ’ τις βρύσες που ξερνάνε με βλαστήμιες τα μαύρα τα νερά τους, σφυρίζει πάνου από τα δέντρα που τινάζουν φοβερά και λεπιδωτά μπράτσα κατά πάνω σου, και μες απ’ τ’ αδειανά μισοκαμένα βαγόνια, που φτύνουνε σκοτάδι και βουίζουνε τρομαχτικά με τανοιχτά τους τα στόματα.

Ο Πανικός!

– – – –

Μια Μεραρχία χλωμοί και ξετρελαμένοι φυγάδες χυμήξαμε μες τη φαρδιά στράτα του λυτρωμού, που περνούσε ανάμεσ’ απ’ τα Σταροχώρια. Ήμασταν ένα κοπάδι ξελακιασμένα αγρίμια, που τα κυνηγούσε μιαν ανείπωτη τρομάρα. Κι οι χωριάτες, που δεν τους είχαμε αγγίξει μηδέ τρίχα τότες που πήραμε τα χωριά τους, βγήκανε μες το σκοτάδι κι απ’ τις δυο μεριές του φαρδιού δρόμου και μας ντουφεκάγανε, μας κόβανε τα πόδια με τσεκούρια, ξεριζώνανε με τανάλιες τις γλώσσες των φαντάρων. Το σκοτάδι ήτανε γιομάτο κάνες που κεραυνώνανε, πεινασμένες κάμες που γύρευαν να καρφώσουνε το κρύο τους το δόντι μέσα στη ζεστή σάρκα, σιδερένια φκιάρια κι αξίνες που σκίζανε τα πρόσωπα δυο στη μέση. Κι ο Πανικός ούρλιαζε απ’ όλες τις μεριές, έκανε τις τρίχες να κουνιούνται σαν τα κεντίδια τ’ αχινιού, και σε κοίταζε δυνατά και κατάματα με τα στρογγυλά κι αλλήθωρα μάτια του, τα μάτια της τρέλας.

– – – –

Κατόπι έγινε η ανασύνταξη. Πήραμε ενισχύσεις, κάναμε τη μάχη του Κούμανο βουτηγμένοι ως το λαιμό μέσα στη λάσπη και ξαναπήραμε τα μπρος. Έτσι τα Σταροχώρια ήτανε πάλι δικά μας. Κι ο αρχιστράτηγος, που ’τανε ο ίδιος ο γιος του Βασιλιά, διάταξε: Όλα τα Σταροχώρια να καγούν συθέμελα, να ρημαχτούνε πέρα για πέρα. Κι όλοι οι χωριάτες από δεκάξη χρονώ κι απάνω να ντουφεκιστούνε.

Όλ’ αυτά τα λένε στον πόλεμο με μια λέξη όλο δικαιοσύνη: «Αντίποινα».

Χυθήκαμε μες τα χωριά σαν ένα μεγάλο τσούρμο λυσσασμένων ζώων, που τ’ αδύνατα, τα λερά τους μέλη τρέμαν απ’ το σουβλερό κρύο, τα γόνατά τους λιγούσανε απ’ την κούραση και τα δόντια τους χτυπούσανε απ’ την πείνα της εκδίκησης.

Ήτανε όλο ξωχόσπιτα τριγυρισμένα με αψηλόν αυλότοιχο, πούχε μόνο μια μεγάλη πόρτα για να μπαίνουν τα κάρα τα ζα κι οι αθρώποι. Αυτή η πόρτα ήτανε χιλιομανταλωμένη. Από μέσα, ένα γύρω στον αυλότοιχο ήτανε οι αποθήκες για τα γεννήματα και ντάμια για τα ζα. Και στη μέση το σπίτι. Οι πιότεροι χωριάτες, ξέροντας την τιμωρία που τους περίμενε για τη μπαμπεσιά τους, αδειάσανε το χωριό και φύγανε όπως-όπως μπροστά, μαζί με το στρατό που κυνηγούσαμε. Μα απόμειναν και καμπόσοι. Όσοι δεν προκάνανε να φύγουνε προς τα σύνορα της Αρβανιτιάς για να γλυτώσουν απ’ την τιμωρία. Αυτούς, πατούσαμε τα σπίτια και τους πιάναμε. Τις γυναίκες με τα παιδιά τις χωρίζαμε και τις κλείναμε στο τζαμί του χωριού, βάζοντας δυνατή φρουρά για να τις γλυτώσουμε απ’ τα ξαναμμένα ένστιχτα των φαντάρων. Τους άντρες που ήτανε φόβος να ξανασηκώσουνε ντουφέκι πίσω μας, τους σκοτώναμε. Κατόπι ανοίγαμε το τζαμί, ξαπολνούσαμε, τα γυναικόπαιδα που ήτανε μαντρισμένα μέσα, βάζαμε φωτιά στο χωριό και φεύγαμε σ’ άλλο για να κάνουμε τα ίδια.

Σ’ αυτή την άγρια περιπλάνησή μας μες τα Σταροχώρια, κάθε τόσο βρίσκαμε τα κουφάρια των δικώ μας σκοτωμένων, που οι φαρδιές πληγές τους με τα μελανιασμένα χείλια, ανοιχτές σα μαύρα στόματα, φωνάζανε εκδίκηση. Οι φαντάροι μας ακούγανε βαθιά και καταλαβαίνανε σύψυχα αυτή τη βουβή μα φοβερή κραυγή που έβγαινε απ’ τα κουφάρια. Ήταν η παρακαλεστική φωνή των πεθαμένων που μας ξεφρένιαζε σε κάθε βήμα. Είχα στη διμοιρία μου έναν Εφτανησιώτη, που βρήκε το κουφάρι του μικρότερου αδερφού του – ένα αμούστακο εθελοντάκι ήτανε – σε αφάνταστο χάλι. Το παιδί το ’χανε γδύσει και το γλεντήσανε πολλοί Τούρκοι σα γυναίκα. Κατόπι βαρέσανε μπηχτές στα ψαχνά του και ασελγήσανε ακόμα και μέσα σ’ αυτές τις φριχτές τρύπες της ηδονής και του αίματος.

Στο τέλος κόψανε τη φύση του και τη μπήξανε στο στόμα του. Κρεμούτανε εκεί ανάμεσα απ’ τα άσπρα δόντια του σα μια μαύρη άσκημη γλώσσα. Ο αδερφός του έπιασε κι έσφαξε δώδεκα γερούς και μεστωμένους αντάρτες στα πόδια αυτουνού του μαρτυρεμένου πτώματος. Τους [αράδιασε] κει μπροστά στο γυμνό κουφάρι του παιδιού, που κρέμαζε την τερατώδικη γλώσσα του ακουμπισμένο σ’ ένα κοτρόνι.

Ήτανε σαν είδωλο κάποιου αιματοπότη Θεού που δεχούτανε θυσία. Τους έκοψε έναν-ένα με μια φοβερή ηρεμία, δίχως να μιλά καθόλου. Και το αίμα τους γιόμιζε γλυστερό και αχνιστό τον τόπο και μύριζε δυνατά και έφερνε ανεγούλα. Τα μάτια του σ’ όλη αυτή τη φριχτή τελετή ήτανε κόκκινα και θολά απ’ τα δάκρυα. Κι αυτοί μουγκρίζανε χάμου με το λαρύγγι ανοιγμένο, σπαράζανε και ξετινάζανε δυνατά στο χώμα τα μεγάλα μέλη τους, σαν τα σφαχτάρια στο χασαπιό. Βρήκαμε κουφάρια φαντάρων δεμένα δυο-δυο με τηλεγραφικό τέλι, ελεεινά παραλλαγμένα απ’ τη φωτιά. Τους είχανε σιγοψημένους μέσα στους φούρνους των χωριών. Οι κοιλιές τους ήτανε πρησμένες σαν ασκιά, και το πετσί τους, καψαλιασμένο, σήκωσε μεγάλες νεροσταλιασμένες φούσκες, κι άνοιξε φαρδιές καμάδες. Τα μέλη τους με τα τσουρουφλιασμένα νεύρα, ξεσύρανε και μπερδευτήκανε σένα φοβερό αγκάλιασμα. Βρήκαμε ένα κουφάρι ολόγυμνο, σταυρωμένο σ’ ένα πλατάνι. Κρεμούτανε μόνο απ’ τα καρφιά που τρυπούσανε τους καρπούς των χεριών. Τα ματόφυλλά του ήτανε κομμένα ένα γύρου με ξουράφι, κι έτσι οι βολβοί του άσπροι και τρομαχτικά μεγαλωμένοι, κοιτάζανε με παράξενη έκπληξη κάτου. Στο στήθος του ήτανε δουλεμένο υπομονετικά με ξουράφι, σα σατανικό καλλιτέχνημα, ένα μεγάλο μισοφέγγαρο με το άστρο.

Σ’ ένα ντάμι, κάτου από μια σκάφη, βρήκαμε περασμένα σε σπάγγο σαν κομπολόι ογδόντα αφτιά. Το κουφάρι ενός λοχαγού φορούσε το πηλήκιό του καρφωμένο πάνου στο κόκαλο του κρανίου με σιδερένιες πρόκες.

Θυμάμαι μια νύχτα, μιαν ολάκαιρη νύχτα, που πέρασα μέσα σ’ ένα απ’ αυτά τα Σταροχώρια, σ’ ένα τούρκικο σπίτι. Είναι η πιο αξέχαστη μουσαφιριά της ζωής μου.

– – – –

Ήταν ένα μεγάλο ξοχικό αρχοντόσπιτο ξεμοναχιασμένο απ’ το χωριό. Στεκούτανε σαν τετράγωνο κάστρο μες στην αψηλή μάντρα του, φαντασματένιο μες στο σκοτάδι της βροχερής νύχτας. Διατάχτηκε η ενωμοτία μου να το «πατήσει» και να περάσει εκεί μέσα τη βραδιά. Η μεγάλη αυλόπορτα ήτανε γερή σαν πύλη, και τρία τσομπανόσκυλα, χοντρά σαν αρκούδες, μουγκρίζανε εκεί απ’ έξω, και χυμούσανε καταπάνω μας σαν κάναμε να κοντέψουμε. Οι όγκοι τους σαλεύανε σκοτεινοί μες στο σκοτάδι.

–         Να τα σκοτώσουμε με τη λόγχη, είπε ο δεκανέας. Να μην ακούσω ούτε μια ντουφεκιά.

Α, είναι πολύ άγριο πράμα να σουβλίζεις με τη λόγχη τρία μεγαλόσωμα τσομπανόσκυλα, που δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να φυλάγουν ένα μανταλωμένο σπίτι, τεράστιο και τετράγωνο μες στο σκοτάδι, ένα σπίτι κλεισμένο μέσα στη σιωπή και στο μυστήριό του, κάτω από μια ψιλή κρύα βροχή που μουσκεύει τη νύχτα. Είναι ίσως αυτό πιο άγριο παρά να σουβλίζεις αθρώπους. Μας παιδέψανε πολλήν ώρα αυτά τα σκυλιά. Τρυπημένα, με λογχισμένα στόματα, πηδούσανε και δαγκάνανε το ψυχρό σίδερο άγρια κλαίγοντας. Ως τόσο κανένα τους δε λάκισε. Και τα τρία τους πέσανε χαμοσέρνοντας με λυπητερό βόγγο τα χυμένα τους άντερα μες στις λάσπες, εκεί μπροστά στη μεγάλη πόρτα του μοιραίου των. Σα γλυτώσαμε από δαύτα κάναμε τη ράχη και σαλτάρησαν δυο συνάδερφοι πάνου απ’ τον αυλόγυρο. Πήδηξαν μες στην αυλή και μας άνοιξαν την οξώπορτα. Βάλαμε ένα φρουρό απ’ έξω και προχωρέσαμε ξετάζοντας τη μεγάλη αυλή με χτυποκάρδι και με χίλιες προφύλαξες. Ανάψαμε άχυρα για να φωτίσει και ξετάζαμε προσεχτικά τις αποθήκες λογχίζοντας μες στα γεννήματα. Εκεί μέσα στα στάρια βρήκαμε χωμένους ως την κορφή δυο άντρες, μια νέα γυναίκα και δυο παιδάκια. Στείλαμε τη γυναίκα και τα παιδιά στο τζαμί και δέσαμε τα χέρια των αντρών με σκοινοκαθαρτήρες σέρνοντάς τους κοντά μας. Κατόπι πήγαμε στην πόρτα του σπιτιού.

Χτυπήσαμε με τον υποκόπανο. – Τσιμουδιά.

Ξαναχτυπήσαμε. – Τίποτα.

Κρατούσαμε τις ανεσαμιές μας για ν’ ακούσουμε τίποτα πατήματα μες απ’ το κλειστό σπίτι. Ο τεράστιος κύβος του ψήλωνε πάντα ολόκλειστος μες στη νύχτα, γιομάτος σιωπή και σκοτάδι, με τα πορτοπαράθυρα μανταλωμένα. Μονάχα ένας ξηλωμένος ντενεκές, που ήτανε κάπου καρφωμένος, έτριζε απ’ τον αγέρα ξύνοντας κάποιο σανίδι.

–         Κανένας δεν είναι μέσα· μας βεβαίωναν οι δυο αιχμάλωτοι. Κίμσε γιοκ…

Όλοι μας πάνου κάτου καταλαβαίναμε από τούρκικα, γιατί όλοι μας ήμασταν εθελοντές τουρκομερίτες.

Ένας απ’ την Πόλη, αδύνατος και ζουριάρης, με χαραχτηριστικά γάτας, φώναξε.

–         Ε! σεις που είστε μέσα! Α δε μας ανοίξετε μονομιάς, θα σφάξουμε στη στιγμή πα’ στο κατώφλι αυτούς που πιάσαμε μες στην αποθήκη, και θα βάλουμε φωτιά στο σπίτι να σας κάψουμε ζωντανούς!

Η φωνή του, ψιλή και κακιά, τρύπησε τη νύχτα και μπήκε μες στο κλειστό σπίτι σα μολύβι ντουφεκιάς.

–         Ανοίχτε! Μπαμπά, άτσινιζ!

Τσίριξαν μονομιάς παρακαλεστικά και δυνατά οι δυο αιχμάλωτοι, απλώνοντας τα δεμένα χέρια τους προς τα κλειστά παραθύρια. Σε λιγάκι στ’ απάνω πάτωμα έφεξε ένα φως, κι’ οι χαραμίδες φωτίστηκαν από μέσα. Η καρδιά μας χτύπησε ζωηρά. Ακούσαμε μια σανιδένια σκάλα που έτριζε κάτου από αργά μαλακά βήματα. Όλοι περιμέναμε με χτυποκάρδι, κολλημένοι σύρριζα στους τοίχους. Είχαμε γυρισμένες τις κάνες προς την πόρτα και το χέρι στον υποφυλαχτήρα, έτοιμοι να ρίξουμε. Οι σύρτες τραβηχτήκανε με θόρυβο, κι η πόρτα έτριξε πάνω στους ρεζέδες της, ανοίγοντας διάπλατα.

–         Μπουγιούρουνουζ εφέντηλερ!

Ένας αψηλός γέρος φάνηκε μέσα στο φωτισμένο τετράγωνο της ανοιχτής πόρτας. Κρατούσε αναμμένη μια ντενεκεδένια λάμπα του πετρελαίου κι έκανε υποκλίσεις με το ’να χέρι στο στήθος. Ήταν ένας ωραίος γέρος. Ωραίος σαν αρχαίος προφήτης, με γένια ολόασπρα μακρυά, με ρόδινο πρόσωπο και καθάρια γαλάζια μάτια.

Το διαβάσαμε ΕΔΩ

Πηγή: https://parekklisi.wordpress.com/category/%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7/page/2/

http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/muribhlhs_polemos.htm


Πηγή: pancreta