Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 8 Μαρτίου 1849, στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας.
Όταν επανήλθον να καθίσω πλησίον της, έτρεμον τα γόνατά μου εξ αορίστου αλλ ισχυρού τινος φόβου. Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν, ως κατάδικος, όστις ίσταται ενώπιον του κριτού του με την συναίσθησιν τρομερού τινος εγκλήματος.
Το θυμάσαι το Αννιώ μας; με ηρώτησε μετά τινας στιγμάς πληκτικής σιωπής.
Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου.
Ναι! με είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνο μου κορίτσι! Εσύ είσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος από το Χρηστάκη. Ένα χρόνο κατόπι του έκαμα την πρώτη μου θυγατέρα. Ήταν τότε κοντά, που επαντρολογιέτο ο Φωτής ο Μυλωνάς. Ο μακαρίτης ο πατέρας σου παράργησε το γάμο τους, ώς που ν αποσαραντήσω εγώ, για να τους στεφανώσουμε μαζί. Ήθελε να με βγάλη και μένα στον κόσμο, για να χαρώ σαν πανδρευμένη, αφού κορίτσι δεν μ άφηκεν η γιαγιά σου να χαρώ. Το πρωί τους στεφανώσαμε, και το βράδυ ήταν οι καλεσμένοι στο σπίτι τους και επαίζαν τα βιολιά, και έτρωγεν ο κόσμος μέσα στην αυλή, κι εγύρνα η κανάτα με το κρασί από χέρι σε χέρι.
Και έκαμεν ο πατέρας σου κέφι, σαν διασκεδαστικός που ήταν ο μακαρίτης, και μ έρριψε το μανδήλι του, να σηκωθώ να χορέψουμε. Σαν τον έβλεπα να χορεύη, μου άνοιγεν η καρδιά μου, και σαν νέα που ήμουνε, αγαπούσα κ εγώ το χορό. Κ εχορέψαμε λοιπόν κ εχόρεψαν και οι άλλοι καταπόδι μας. Μα εμείς εχορέψαμε και καλύτερα και πολύτερα. Σαν εκοντέψανε τα μεσάνυχτα, επήρα τον πατέρα σου παράμερα και τον είπα Άνδρα, εγώ έχω παιδί στην κούνια και δεν μπορώ πια να μείνω. Το παιδί πεινά εγώ εσπάργωσα. Πώς να βυζάξω μεσ στον κόσμο και με το καλό μου το φόρεμα! Μείνε συ, αν θέλης να διασκεδάσης ακόμα. Εγώ θα πάρω το μωρό να πάγω στο σπίτι.
Ε, καλά, γυναίκα! είπεν ο σχωρεμένος, και μ επαπάρισε πα στον ώμο. Έλα, χόρεψε κι αυτό το χορό μαζί μου, και ύστερα πηγαίνουμε κ οι δύο. Το κρασί άρχισε να με χτυπά στο κεφάλι, και αφορμή γυρεύω κι εγώ να φύγω. Σαν εξεχορέψαμε κ εκείνο το χορό, επήραμε τη στράτα. Ο γαμβρός έστειλε τα παιχνίδια και μας εξεπροβόδησαν ώς το μισό το δρόμο. Μα είχαμε ακόμη πολύ ώς το σπίτι. Γιατί ο γάμος έγινε στον Καρσιμαχαλά. Ο δούλος επήγαινε μπροστά με το φανάρι. Ο πατέρας σου εσήκωνε το παιδί, και βαστούσε και μένα από το χέρι. Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα! Ναι, Μιχαλιό. Κουράσθηκα. Άιντε βάλ ακόμα κομμάτι δύναμι, ώς που να φθάσουμε στο σπίτι. Θα στρώσω τα στρώματα μοναχός μου. Εμετάνοιωσα που σ έβαλα κ εχόρεψες τόσο πολύ. Δεν πειράζει, άνδρα, του είπα. Το έκαμα για το χατήρι σου. Αύριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Έτσι ήρθαμε στο σπίτι. Εγώ εφάσκιωσα κ εβύζαξα το παιδί, κ εκείνος έστρωσε. Ο Χρηστάκης εκοιμάτο μαζί με την Βενετιά, που την αφήκα να τον φυλάγη. Σε λίγο επλαγιάσαμε και μεις. Εκεί, μέσα στον ύπνο μου, μ εφάνηκε πως έκλαψε το παιδί. Το καϋμένο!, είπα, δεν έφαγε σήμερα χορταστικά. Και ακούμβησα στην κούνια του να το βυζάξω. Μα ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσα να κρατηθώ. Το έβγαλα λοιπόν, και το έβαλα κοντά μου, μέσ το στρώμα, και του έδωσα τη ρόγα στο στόμα του.
Εκεί με ξαναπήρεν ο ύπνος. Δεν ηξεύρω πόσην ώρα ήθελεν ώς το πουρνό. Μα σαν έννοιωσα να χαράζη ας το βάλω, είπα, το παιδί στον τόπο του. Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε! Εξύπνησα τον πατέρα σου το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! Ήταν απεθαμένο! Το πλάκωσες, γυναίκα, το παιδί μου! είπεν ο πατέρας σου, και τον επήραν τα δάκρυα. Τότε άρχισα εγώ να κλαίγω στα δυνατά και να ξεφωνίζω.
Μα ο πατέρας σου έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και Σους! με είπε. Τι φωνάζεις έτσι, βρε βώδι; Αυτό με το είπε. Θεός σχωρέσ τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ εκείνη τη στιγμή με το είπε. Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσης τη γειτονιά, να πη ο κόσμος πως εμέθυσες κ επλάκωσες το παιδί σου;
Και είχε δίκηο, που ν αγιάσουν τα χώματα που κοίτεται! Γιατί, αν το μάθαινεν ο κόσμος, έπρεπε να σχίσω τη γη να έμβω μέσα από το κακό μου. Αλλά, τι τα θέλεις! Η αμαρτία είναι αμαρτία. Σαν το εθάψαμε το παιδί, κ εγυρίσαμεν από την εκκλησία, τότε άρχισε το θρήνος το μεγάλο. Τότε πια δεν έκλαιγα κρυφά.
Είσαι νέα, και θα κάμης κι άλλα, μ έλεγαν. Ως τόσον ο καιρός περνούσε, και ο Θεός δεν μας έδιδε τίποτε. Να! έλεγα μέσα μου. Ο Θεός με τιμωρεί, γιατί δεν εστάθηκα άξια να προφυλάξω το παιδί που μ έδωκε! Και εντρεπόμουνα τον κόσμο, και εφοβούμην τον πατέρα σου. Γιατί κ εκείνος όλο τον πρώτο χρόνο έκαμνε τάχα τον αλύπητο και μ επαρηγορούσε, για να με δώση θάρρος.
Ύστερα όμως άρχισε να γίνεται σιγανός και συλλογισμένος
**********
Γεώργιος Βιζυηνός – Το αμάρτημα της μητρός μου
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Πηγή: pancreta