Το «Ημερολόγιο Κατοχής 1941-43»της Ειρήνης Ζαχαρία (εκδόσεις Εύμαρος) μεταφέρει εικόνες από την πραγματικότητα της εποχής μέσα από τα μάτια μιας νεαρής κοπέλας που ζει στην Αθήνα.
Η Ειρήνη Ζαχαρία (νεαρή τότε τραπεζική υπάλληλος οργανωμένη στην αντίσταση) καταγράφει εμπειρίες της καθημερινής ζωής της πόλης μέσα στην πιο σκληρή κατοχική περίοδο, καθώς και γεγονότα του πολέμου όπως φτάνουν σ’ εκείνην από εκπομπές του απαγορευμένου ραδιοφώνου και από στόμα σε στόμα.
Με τον λιτό και προσωπικό της τρόπο μας βάζει στην ατμόσφαιρα της ταραγμένης εποχής της.
Ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης, στον εξαιρετικό πρόλογό του, σημειώνει:
«...Πώς ήταν να ζεις στην κατοχική Αθήνα; Πώς ήταν να ζεις στην πρωτεύουσα ενός κράτους που για πρώτη φορά μετά τη δημιουργία του βρισκόταν κάτω από ξένη στρατιωτική κατοχή; Πώς άλλαξε η καθημερινότητα των ανθρώπων όταν βρέθηκαν μόνοι, εγκαταλελειμμένοι από την πολιτική, στρατιωτική και πνευματική τους ηγεσία, απέναντι στην τρομοκρατία των δυνάμεων κατοχής; Επτά δεκαετίες μετά, το ημερολόγιο της Ειρήνης Ζαχαρία μας δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε αυτή την τραγική περίοδο. Μια περίοδο που άφησε το βαρύ της αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία, καθορίζοντας τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις για αρκετές δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου.
Η Ειρήνη Ζαχαρία συγκέντρωνε τα κύρια χαρακτηριστικά που την καθιστούσαν κατάλληληπαρατηρήτρια όσων διαδραματίζονταν στην κατοχική Αθήνα. Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα το 1917, ήταν δηλαδή 24 ετών όταν άρχισε η Κατοχή, συνεπώς βρισκόταν σε μια ηλικία όπου μπορούσε να έχει πλήρη αντίληψη των γεγονότων. Προερχόταν από μεσοαστική οικογένεια και είχε λάβει υψηλή μόρφωση, λαμβάνοντας υπόψη τα τότε δεδομένα αναφορικά με το επίπεδο της γυναικείας εκπαίδευσης. Εργαζόταν στην Κτηματική Τράπεζα της οδού Πανεπιστημίου και άρα είχε καθημερινή επαφή με τη ζωή στο κέντρο της πόλης. Όλα αυτά συνδυαζόμενα με τη σχέση που είχε με την εαμική Αντίσταση, της επέτρεψαν να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για την κατοχική Αθήνα.
Το ημερολόγιό της, όπως και κάθε ημερολόγιο, αποτελεί μια κωδικοποιημένη παρουσίαση της κατοχικής πραγματικότητας. Οι εγγραφές καλύπτουν δύο χρόνια. Ξεκινούν στις 31 Δεκεμβρίου 1941 και ολοκληρώνονται στις 17 Δεκεμβρίου 1943. Οι εγγραφές του 1942 είναι πιο πυκνές, ενώ αυτές του 1943 χαρακτηρίζονται από μεγάλα χρονικά κενά...
Τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα το πρωί της 27ης Απριλίου 1941. Λίγες ημέρες πριν, η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς είχαν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα με προορισμό αρχικά την Κρήτη και στη συνέχεια το Κάιρο της Αιγύπτου. Άμεσα οι Αθηναίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Οι Γερμανοί και Ιταλοί κατακτητές επέταξαν δεκάδες σπίτια και σχεδόν όλα τα ξενοδοχεία της πόλης για να εγκατασταθούν αξιωματικοί και στρατιώτες. Επέταξαν όλες τις αξιόλογες παραγωγικές μονάδες σε Αθήνα και Πειραιά (εργοστάσια, λιμάνια, αεροδρόμια, μηχανουργεία) οι οποίες παρήγαγαν πλέον για λογαριασμό των δυνάμεων κατοχής. Επιδόθηκαν σε εκτεταμένη λεηλασία των οικονομικών πόρων της χώρας δεσμεύοντας κάθε διαθέσιμο προϊόν (αγροτική παραγωγή, αγαθά σε εμπορικά καταστήματα, τρόφιμα σε αποθήκες του ελληνικού στρατού). Η λεηλασία αυτή οδήγησε άμεσα στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και στην εμφάνιση τεράστιων ελλείψεων στη διάθεση προϊόντων προς τους πολίτες.
Πέρα όμως από τη λεηλασία της παραγωγής και των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας, η πολιτική των δυνάμεων κατοχής και των ελληνικών κυβερνήσεων συνεργασίας που αυτές διόριζαν, προκάλεσε την απορύθμιση του κρατικού μηχανισμού. Πλέον το κράτος λειτουργούσε προς εξυπηρέτηση των κατακτητών και όχι των αναγκών της κοινωνίας. Οι απαγορεύσεις στην κυκλοφορία, οι περιορισμοί στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, ο έλεγχος της πληροφόρησης (με τη σφράγιση των ραδιοφώνων και τη λογοκρισία στις εφημερίδες), οι ελλείψεις σε μεταφορικά μέσα, καύσιμα, φάρμακα, κάρβουνα και άλλα στοιχειώδη αγαθά, συμπλήρωναν τη ζοφερή καθημερινότητα των Αθηναίων.
Το ημερολόγιο κατοχής της Ειρήνης Ζαχαρία ξεκινά από την τελευταία ημέρα του μαρτυρικού πρώτου έτους της Κατοχής. Η Ζαχαρία «ανοίγει» την αφήγησή της με λόγια που αποτυπώνουν στο χαρτί την τραγικότητα της περιόδου: «Ίσως θάπρεπε να μη θέλω ούτε σαν ανάμνηση να ξαναζήσω ποτέ τις τραγικές ώρες που ζούμε τώρα. Ο φετεινός Χειμώνας –ο φρικτώτερος Χειμώνας που έχω ζήσει- θάπρεπε να θέλω να ξεχαστή, όσο μπορεί να ξεχαστή ό, τι αφήνει ίχνη βαθειά στην ψυχή μας. Σκλαβιά, πείνα, κρύο, δυστυχία –όλα μαζί».
Οι καταγραφές στο ημερολόγιο ξεκινούν στις 31 Δεκεμβρίου 1941, στην κορύφωση δηλαδή της μεγαλύτερης πρόκλησης που αντιμετώπισαν οι Αθηναίοι στην Κατοχή. Ο λιμός της Αθήνας τον χειμώνα 1941-1942, υπήρξε ο χειρότερος λιμός στην κατεχόμενη από τις ναζιστικές δυνάμεις Ευρώπη. Η πείνα, μια λέξη που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ελληνική συλλογική μνήμη, στοίχισε τη ζωή σε περίπου 45.000 ανθρώπους σε Αθήνα και Πειραιά, μόλις σε έξι μήνες. Η εξέλιξη αυτή ήταν εξαιρετικά βολική για τους κατακτητές. Ένας λαός που πεθαίνει από την πείνα, δεν έχει τη βιολογική και ψυχολογική δύναμη να αντισταθεί.
Σε αυτή την πρώτη ημερολογιακή εγγραφή η Ζαχαρία, συγκρίνοντας τις μεγάλες στιγμές που έζησαν οι Έλληνες πανηγυρίζοντας τις νίκες του στρατού στο αλβανικό μέτωπο εναντίον των Ιταλών με την καταχνιά της Κατοχής, επισημαίνει την τεράστια διακύμανση που προκλήθηκε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα στη συλλογική ψυχολογία του ελληνικού λαού, διακύμανση που έκανε ακόμη πιο σκληρό το βίωμα της σκλαβιάς: «Αναλογίζομαι πως άρχισε ο χρόνος που έτσι άδοξα τελειώνει τώρα. Νίκες, τότε, επιτυχίες, ενθουσιασμοί, όνειρα. Τώρα κατήφεια, απελπισία, δυστυχία, σκληρός αγώνας για ένα κομματάκι ψωμί που σήμερα υπάρχει και αύριο όχι».
Οι εγγραφές της Ζαχαρία είναι «στοιχειωμένες» από το βίωμα της πείνας και των εξαιρετικά σκληρών συνθηκών κάτω από τις οποίες επιβίωσαν, όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν, οι Αθηναίοι. Οι διαρκείς διακοπές στα δρομολόγια των τραμ, του κύριου μεταφορικού μέσου της περιόδου, ανάγκαζαν τους εξασθενημένους από τον υποσιτισμό κατοίκους να διανύουν τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια για να πάνε στη δουλειά τους ή στις απομακρυσμένες περιοχές του λεκανοπεδίου προς αναζήτηση τροφίμων. Τα σκουπίδια που είχαν στοιβαχθεί στους δρόμους απειλούσαν τη δημόσια υγεία. Το ασήκωτο άγχος – ενοχή των Αθηναίων που είχαν συνηθίσει στη θέα των νεκρών από την πείνα στους δρόμους. Τον αγώνα των κατοίκων που ξεροστάλιαζαν σε ατελείωτες ουρές για να προλάβουν να πάρουν 40 ή 60 δράμια ψωμί ή λίγα τσιγάρα.
Μέσα όμως σε αυτή τη ζοφερή καθημερινότητα η ζωή εύρισκε την ελπίδα. Η Ζαχαρία αναφέρεται στην αντίσταση της νεολαίας στον τρόμο της Κατοχής. Ο χορός, το τραγούδι και ο έρωτας ήταν η απάντηση των υποσιτιζόμενων νέων. Αυτές οι πρόσκαιρες οάσεις ελευθερίας, στις φοιτητικές λέσχες και στα σπίτια, έλαβαν στη συνέχεια αμιγώς αντιστασιακό χαρακτήρα. Μέσα από το χορό, το τραγούδι και τον έρωτα, εκδηλώθηκε η πολιτική δράση, η ανάγκη για Αντίσταση. Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν η πρώτη μορφή μαζικής αντιστασιακής δράσης. Μέσα στα αναρίθμητα δίκτυα που συγκρότησαν οι λιμοκτονούντες Αθηναίοι στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, βρήκε στη συνέχεια η οργανωμένη αντίσταση το ευνοϊκό περιβάλλον για να αναπτυχθεί και να μαζικοποιηθεί.
Στο ημερολόγιο υπάρχουν σύντομες αναφορές σε διάφορα ζητήματα που καθόρισαν το βίωμα της Κατοχής: τα χαρμόσυνα νέα της άφιξης του Κουρτουλούς, ενός τουρκικού καραβιού που μετέφερε τρόφιμα στην Αθήνα, η ταφή νεκρών από την πείνα στα κρυφά για να μην αναγκαστεί η οικογένειά τους να παραδώσει στις αρχές το δελτίο σίτισης του νεκρού, η προπαγάνδα των αρχών κατοχής μέσα και από τα ελληνικά τους όργανα, η απόκρυψη Βρετανών στρατιωτών που είχαν ξεμείνει στην Αθήνα μετά την αποχώρηση των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων το 1941, η κυριαρχία της παρανομίας στην καθημερινότητα των Αθηναίων, ο φόβος των μεταδοτικών ασθενειών (τύφος, φυματίωση), που βρίσκονταν σε έξαρση λόγω του υποσιτισμού, η «ψειροφοβία» λόγω των άθλιων συνθηκών καθαριότητας και μερικές από τις «συνταγές της Κατοχής» (η περίφημη κατοχική μπομπότα, το κέικ με ρεβίθια, τα μαυρομάτικα φασόλια) φαγητά με τα οποία οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να ξεγελάσουν την πείνα της Κατοχής.
Το ζήτημα της ενημέρωσης διατρέχει όλο το ημερολόγιο. Η Ζαχαρία, όπως και πολλοί Αθηναίοι, είχαν πρόσβαση στην ενημέρωση ακούγοντας παράνομα τα νέα για την εξέλιξη των μαχών από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του Λονδίνου, του Καΐρου και της Μόσχας. Μέσα λοιπόν από την ανάγνωση του ημερολογίου βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο η πληροφόρηση για τις εξελίξεις στα μέτωπα των συγκρούσεων έφτανε στην Αθήνα της εποχής. Όμως η ενημέρωση είχε μια ακόμη σημαντικότερη λειτουργία. Αν και οι πολεμικές επιχειρήσεις εξελίσσονταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, οι επιπτώσεις που είχαν στην καθημερινότητα των κατοίκων της ήταν άμεσες. Η κυριότερη από αυτές είχε να κάνει με τις διακυμάνσεις που προκαλούσαν οι ήττες και οι νίκες των συμμάχων στις τιμές της μαύρης αγοράς.
Κάθε νίκη των συμμάχων δημιουργούσε προσδοκίες για το τέλος του πολέμου και αποτελούσε πλήγμα για τους μαυραγορίτες καθώς γινόταν ορατή η απελευθέρωση και άρα η λήξη του παράνομου και ληστρικού κατοχικού καθεστώτος που τους επέτρεπε να κερδοσκοπούν. Έτσι έμεινε στη συλλογική μνήμη η περίφημη έκφραση των μαυραγοριτών «Βάστα Ρόμμελ», η επιθυμία τους δηλαδή να αντέξει η στρατιά των Ναζί την αντεπίθεση των Βρετανών στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής, εξέλιξη που θα τους έδινε την ευκαιρία να συνεχίσουν την κερδοσκοπία τους στα τρόφιμα.
Αυτή την πραγματικότητα καταγράφει η Ζαχαρία στο ημερολόγιό της στις 9 Νοεμβρίου 1942, όταν έγινε γνωστή στην Αθήνα η είδηση της νίκης των συμμάχων στην κομβικής σημασίας μάχη του Ελ Αλαμέιν της Αιγύπτου, που σηματοδότησε την αρχή της οπισθοχώρησης των δυνάμεων του στρατάρχη Ρόμμελ: «Ο αντίκτυπος της συμμαχικής νίκης εδώ ήταν πολύ ευεργετικός. Όλα τα πράγματα αρχίζουν να πέφτουν. Το λάδι από 26.000 την οκά πήγε στις 14.000. Στην οδό Αθηνάς βγάλαν οι μαυραγορίτες τα πράγματα στο πεζοδρόμιο. Πανικός σ’ όσους κρατάνε εμπορεύματα».
Δεν είναι όμως μόνο η καταγραφή της ζοφερής κατοχικής πραγματικότητας που μας προσφέρει το ημερολόγιο της Ζαχαρία. Στις εγγραφές του αποτυπώνεται παράλληλα και η ελπίδα, που τα χρόνια εκείνα εκφράστηκε μέσα από την Αντίσταση. Το ημερολόγιο αποτελεί ουσιαστικά ένα χρονολόγιο της Αντίστασης στην Αθήνα. Καταγράφεται η πρώτη μαζική αντιστασιακή πράξη, η διαδήλωση φοιτητών απ’ όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις στις 24 Μαρτίου 1942, για τον εορτασμό της εθνικής επετείου. Αναφέρεται επίσης η πρώτη μαζική απεργία που πραγματοποίησαν ένα μήνα αργότερα, στις 20 Απριλίου 1942, οι δημόσιοι υπάλληλοι των Τ.Τ.Τ. (Ταχυδρομεία, Τηλεγραφεία, Τηλεφωνία), με αίτημα τη διανομή συσσιτίου, στην οποία πρωτοστάτησαν μέλη του Εργατικού ΕΑΜ.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1942 οι πρώτες μεγάλες απεργίες των τραπεζικών υπαλλήλων με αίτημα την προμήθεια τροφίμων και στις 21 Σεπτεμβρίου 1942 το μεγάλο σαμποτάζ στο κέντρο της Αθήνας με την ανατίναξη του κτιρίου όπου στεγάζονταν τα γραφεία της ελληνικής προδοτικής φιλοναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ (Ελληνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση) από την αντιστασιακή οργάνωση της ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων).
Το 1943 οι εγγραφές είναι πιο αραιές και επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στις αντιστασιακές ενέργειες, κάτι φυσιολογικό δεδομένου ότι το 1943 το αντιστασιακό κίνημα γιγαντώθηκε. Σε αυτή την πύκνωση της αντιστασιακής δράσης το ΕΑΜ είχε τον απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο. Στις 5 Μαρτίου η Ζαχαρία καταγράφει τη μεγαλύτερη πολιτική νίκη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος ενάντια στο μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης. Το μέτρο αυτό απειλούσε δεκάδες χιλιάδες ελληνικές οικογένειες με την αποστολή των ανδρών προς καταναγκαστική εργασία στα εργοστάσια της Γερμανίας. Η απόσυρση του μέτρου, μετά από μαχητικές και αιματηρές διαδηλώσεις που κράτησαν περίπου 10 ημέρες, είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι η μοναδική χώρα της κατεχόμενης Ευρώπης στην οποία δεν εφαρμόστηκε η πολιτική επιστράτευση. Λίγες ημέρες μετά, στις 25 Μαρτίου 1943, νέα μαζική διαδήλωση για τον εορτασμό της εθνικής επετείου και στις αρχές Ιούνη η νέα μεγάλη απεργία των τραπεζικών υπαλλήλων. Οι αναφορές στις κύριες αντιστασιακές ενέργειες στην Αθήνα ολοκληρώνονται με μεγαλύτερη αντιστασιακή διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα και μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Στις 22 Ιουλίου 1943 το ΕΑΜ οργάνωσε τη διαμαρτυρία ενάντια στην προσπάθεια επέκτασης της βουλγαρικής ζώνης κατοχής στην Κεντρική Μακεδονία, εξέλιξη που θα έφερνε τα βουλγαρικά στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη. Η κινητοποίηση αυτή συνέβαλε στην ακύρωση της εξέλιξης αυτής, στοιχίζοντας όμως ακριβά στο αντιστασιακό κίνημα. Την ημέρα εκείνη τουλάχιστον 15 διαδηλωτές, όλοι μέλη εαμικών οργανώσεων, σκοτώθηκαν από τα πυρά Γερμανών στρατιωτών και Ελλήνων αστυνομικών και χωροφυλάκων.
Το ημερολόγιο της Ζαχαρία είναι μια πολύτιμη καταγραφή της κατοχικής περιόδου στην Αθήνα, γιατί πέρα από τα περισσότερο ή λιγότερο γνωστά γεγονότα, μας επισημαίνει και άγνωστα συμβάντα του αντιστασιακού αγώνα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στη συγκέντρωση μαθητών και φοιτητών έξω από τα Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο) στις 18 Οκτωβρίου 1942 με αίτημα την παροχή συσσιτίου στους αθλητές, η οποία μετατράπηκε σε αντιστασιακή ενέργεια, με την ελληνική αστυνομία να καταδιώκει νέες και νέους προσπαθώντας να διαλύσει τη συγκέντρωση ή στα γεγονότα της 1ης Νοεμβρίου 1942 έξω από τη Μητρόπολη Αθηνών, όπου πλήθος είχε συγκεντρωθεί για να τελέσει μνημόσυνο πεσόντων του αλβανικού μετώπου.
Κλείνοντας, έχει σημασία να σταθούμε σε δύο εγγραφές που συνδέουν το τότε με το σήμερα. Η πρώτη, σύντομη, μας δείχνει ότι σε περιόδους κρίσης η ένταση των γεγονότων «πυκνώνει» τον χρόνο, τον κάνει να κυλά πιο αργά. Στις 12 Απριλίου 1942 η Ζαχαρία σημειώνει «Πόσο αργά περπατάει ο καιρός!».
Η δεύτερη έχει να κάνει με τα στερεότυπα, που αντέχουν στο χρόνο και σε περιόδους κρίσης βρίσκουν γόνιμο έδαφος για να επανεμφανιστούν. Στις 26 Απριλίου 1942, η Ζαχαρία σχολιάζει το άρθρο ενός Γερμανού στην εφημερίδα Γερμανικά Νέα με τίτλο «Θα ζήση η Ελλάς;» το οποίο αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Βήμα: «Αφού μας βρίζει αργόσχολους, λωποδύτες, τεμπέληδες κλπ, καταλήγει λέγοντας ότι δεν θα ζήση η Ελλάδα, αν δεν φροντίσωμε να δουλέψωμε –δουλεύουνε οι πεινασμένοι; -γιατί ο Άξων –που μας τρέφει τώρα- θα πάψη να ενδιαφέρεται για ένα λαό 'εκατομμυρίων αργοσχόλων' κλπ. κλπ».
Τα γεγονότα που επιλέγει και ο τρόπος με τον οποίο τα καταγράφει η Ζαχαρία στο ημερολόγιό της, αποκαλύπτουν όψεις της κατοχικής πραγματικότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ημερολόγιο αυτό αποτελεί σημαντικό τεκμήριο. Μακάρι οι εγγραφές να ήταν πιο πυκνές, να μας έδινε η Ζαχαρία περισσότερη γνώση για την πιο τραγική περίοδο που έζησε ο ελληνικός λαός στη νεότερη ιστορία του».
Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο:
Σελ. 1
ΤΕΤΑΡΤΗ 31.12.1941
Ἴσως θἄπρεπε νὰ μὴ θέλω οὔτε σὰν ἀνάμνηση νὰ ξαναζήσω ποτὲ τὶς τραγικὲς ὧρες ποὺ ζοῦμε τώρα. Ὁ φετεινὸς Χειμώνας –ὁ φρικτώτερος Χειμώνας* ποὺ ἔχω ζήσει– θἄπρεπε νὰ θέλω νὰ ξεχαστῇ, ὅσο μπορεῖ νὰ ξεχαστῇ ὅ,τι ἀφήνει ἴχνη βαθειὰ στὴν ψυχή μας. Σκλαβιά, πείνα, κρύο, δυστυχία – ὅλα μαζί. Καὶ μονάχα μιὰ παρηγοριά, μιὰ ἄσβεστη φλόγα ποὺ φέγγει καὶ ζεσταίνει τὶς ψυχὲς ὅλων μας· ἡ ἐλπίδα ὅτι μιὰ μέρα –σύντομα, ἀργά– ὅλα θὰ περάσουν καὶ θ᾿ ἀνατείλουν πάλι μέρες καλές. Κι ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὲς τὶς μέρες τὶς καλὲς ἢ γιὰ ἄλλες μέρες κακὲς ποὺ ἴσως ζήσω πάλι θέλω νἄχω γραμμένες μέσα σὲ τοῦτες ἐδῶ τὶς σελίδες κάθε ἐντύπωση, κάθε ἀνάμνηση ἀπὸ τὶς δύσκολες,
τὶς σκληρὲς αὐτὲς ὧρες ποὺ περνᾶμε. «Οὐδὲν κακὸν ἀμιγὲς καλοῦ», λένε σωστά. Καὶ τὸ καλὸ μέσα στὴν τωρινή μας συμφορὰ εἶναι τὰ μαθήματα ποὺ παίρνουμε, τὰ τόσα καθημερινὰ μαθήματα. Πεινοῦμε τώρα, κρυώνουμε, ὑποφέρουμε, λέμε πὼς ὁ βίος ἔγινε πειὰ ἀβίωτος. Κι ὅμως, γιὰ πόσους ἦταν ὁ βίος ἀβίωτος ὅταν ἐμεῖς εἴχαμε ὅλες μας τὶς ἀνέσεις! Γιὰ πόσους ὁ ἀγώνας γιὰ τὴ ζωὴ ἦταν πάντοτε τόσο τραχύς. Δὲν τοὺς σκεπτόμαστε τότε. Θὰ τοὺς σκεπτόμαστε, ἄραγε, αὔριο; Ἐλπίζω ναί. Ἢ μᾶλλον ἐλπίζω ὅτι θὰ φροντίσουμε νὰ μὴν ὑπάρχουν τέτοιοι.
Ἀναλογίζομαι πῶς ἄρχισε ὁ χρόνος ποὺ ἔτσι ἄδοξα τελειώνει τώρα. Νίκες, τότε, ἐπιτυχίες, ἐνθουσιασμοί, ὄνειρα. Τώρα κατήφεια, ἀπελπισία, δυστυχία, σκληρὸς ἀγώνας γιὰ ἕνα κομματάκι ψωμὶ ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριο ὄχι. Θυμᾶμαι τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ ’41 καὶ τὴ συγκρίνω μὲ τὴ σημερινή, τελευταία του μέρα. Βέβαια δὲν ἦταν μιὰ Πρωτοχρονιὰ σὰν τὶς ἀλλοτινές, χαρούμενες Πρωτοχρονιὲς τῶν χρόνων τῆς εἰρήνης. Εἶχε ἀνατείλει ὅμως μὲ τοὺς καλλίτερους οἰωνούς.* Στὸ Ἀλβανικὸ Μέτωπο τὰ νέα τόσο εὐχάριστα. Στὴ Λιβύη οἱ Ἐγγλέζοι εἶχαν κάνει ἁλματικὲς προόδους. Ἡ Ἀθήνα, ἀφοῦ εἶχε κάνει τὸ καθῆκον της σ’ αὐτοὺς ποὺ λείπαν, γιόρταζε τὸν Καινούργιο Χρόνο. Τὰ γλυκίσματα εἶχαν ἑτοιμαστεῖ σὲ κάθε σπίτι –λιγοστά, βέβαια, γιατὶ ἡ ζάχαρη δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄφθονη. Στὰ κέντρα ἔτρεχε ἄφθονη ἡ μπύρα καὶ βασίλευε τὸ κέφι. Ἐπὶ κεφαλῆς δὲ τοῦ γλεντιοῦ τὰ Ἐγγλεζάκια. Φρέσκα-φρέσκα, ροδοκόκκινα, ἀνοιχτόκαρδα, πάντα εὔθυμα, πάντα μεθυσμένα. Τὸ βράδυ, στοὺς θεοσκότεινους δρόμους ἀντηχοῦσαν γέλοια, φωνές, τραγούδια.* Οἱ ἦχοι τοῦ “Tipperrary” ἀνακατεύονταν μὲ τοὺς ἤχους τοῦ περίφημου τραγουδιοῦ τοῦ Mussolini καὶ τὶς παθητικὲς στροφὲς τῆς «Μεξικάνας».
Στοὺς ἴδιους αὐτοὺς δρόμους τριγύρισα ὧρες ὁλόκληρες ἀπόψε, τελευταία μέρα τοῦ ἴδιου αὐτοῦ χρόνου. Τὰ χιόνια, ποὔχουν φθάσει ἀπὸ τὸ πρωῒ ὣς στὴν καρδιὰ τῆς Ἀθήνας, ἔχουν λυώσει στοὺς κεντρικοὺς δρόμους. Στὰ πεζοδρόμια ἔχουν ἀπομείνει κρύσταλλα, στοὺς δρόμους λασπουριὰ καὶ βρώμα. Διαβάτες πολλοί: Ἕλληνες, Γερμανοί, Ἰταλοί. Μὰ σὲ κανενὸς τὸ πρόσωπο δὲν ἀντιφεγγίζει ἡ παραμικρὴ ἀχτίδα χαρᾶς. Στὰ κέντρα κόσμος πολύς, μὰ φαῒ λίγο ἢ μᾶλλον καθόλου. Στοῦ Ζαβορίτη* κάνουν οὐρὰ γιὰ ἕνα παστέλλι ἢ ἕνα σκαλτσούνι τῶν 50 δρχ. καὶ στοῦ Zonar’s γίνονται ἀνάρπαστες οἱ πάστες μεγέθους φουντουκιοῦ καὶ τιμῆς... προπολεμικῆς τούρτας. Μὰ στ’ ἄλλα μαγαζιὰ σχεδὸν καμμιὰ κίνηση. Μόνο τὰ βιβλιοπωλεῖα ἔχουνε κάποια σχετικὴ πιέννα ἀπόψε. Τὸ βιβλίο εἶναι τὸ μόνο εἶδος ποὺ ἔχει μείνει κάπως φθηνό.
Στὶς ἑπτὰ ἔχει πειὰ καλὰ σκοτεινιάσει κι οἱ δρόμοι ἀρχίζουν νὰ νεκρώνωνται. Ἀκόμα κι οἱ ζητιάνοι –ποὺ τώρα τοὺς συναντᾶς σὲ κάθε βῆμα– ἔχουν ἀρχίσει ν’ ἀραιώνουν. Μονάχα ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες τῶν ρεστωρὰν σωροὶ-σωροὶ τὰ παιδάκια –κίτρινα, καχεχτικά, μὲ κάτι ποδαράκια σὰν καλάμια– καραδοκοῦν νὰ εἰσχωρήσουν μέσα ἀπὸ τὴν μπλὲ κουρτίνα τῆς πόρτας καὶ νὰ ζητιανέψουν ἀπὸ τοὺς εὐτυχεῖς ποὺ βρίσκονται μέσα τὰ
ὑπολείμματα τῆς νερόβραστης λαχανίδας ἢ τοῦ βραστοῦ κουνουπιδιοῦ, ἂν ὑπάρχουν ὑπολείμματα στὰ καλογλυμμένα πιάτα. Περνῶ ἀπὸ τὸ «Παλλάδιο».* Οἱ Ἰταλοὶ γλεντοκοπᾶνε μέσα.
Βλέπω μπύρα καὶ ὀρεχτικοὺς μεζέδες στὰ τραπέζια τους –Ἄχ, μπύρα! Κοντεύω νὰ ξεχάσω πειὰ τὴ γεύση της. Ἀπέναντι, στὸ Soldatenheim* ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀφθονία. Γύρω-γύρω στὰ τζάμια ἕνας σωρὸς πεινασμένοι ἔχουν κολλήσει τὰ πρόσωπά τους καὶ χαζεύουν τοὺς Γερμανοὺς ποὺ τρῶνε. Σπεύδω νὰ γυρίσω σπίτι. Εἶμαι εὐχαριστημένη γιατὶ μέσα στὸ δίχτυ μου ἔχω κάτι πολύτιμο! 2 ὀκάδες κρέας ποὺ μᾶς δώρισε ἡ Τράπεζα!
31.12.1941
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 1943
Φέτος γιόρτασα τὸν ἐρχομὸ τοῦ Καινούργιου Χρόνου μονάχη, ὁλομόναχη. Ὅλη τὴν ἡμέρα εἶχα πολλὲς ἐπισκέψεις. Δὲν ἔχω παράπονο· τώρα καταλαβαίνω πόσο μ’ ἀγαποῦν οἱ φίλοι μου, οἱ δικοί μου. Κανένας δὲν μὲ ξεχνᾶ τώρα ποὖμαι στὸ κρεββάτι. Μοῦ λείπουν μονάχα αὐτοὶ ποὺ εἶναι μακρυὰ κι ἡ σκέψη μου πετάει κοντά τους. Τὸ βραδάκι σὰν φύγαν ὅλοι –εἶναι καὶ τὰ τρὰμ ποὺ σταματοῦν νωρὶς καὶ δὲν μποροῦν οἱ περισσότεροι νὰ μείνουν ὣς ἀργὰ– μάζεψα κοντά μου τὶς Νοσοκόμες καὶ κόψαμε τὴν πήττα. Τὸ νόμισμα ἔπεσε σὲ μένα. Κατὰ τὶς δέκα πῆρα ἕνα βιβλίο καὶ προσπάθησα νὰ διαβάσω περιμένοντας τὸν Καινούργιο Χρόνο, μὰ ὁ νοῦς μου ἔτρεχε μακρυὰ σὲ ἄλλες περασμένες, χαρούμενες Πρωτοχρονιές. Στὶς 12 ἔσβυσα & ξανάναψα τὸ φῶς. 1943! εἶναι σὰν ἕνα κλειστὸ βιβλίο. Τί κρύβει ἄραγε στὴν κάθε σελίδα του –Ἔξω χαλάει ὁ κόσμος. Τουφεκιές, κανονιές! Θαρρεῖς πὼς γίνεται σωστὴ μάχη. Οἱ Γερμανοϊταλοὶ γιορτάζουν μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὴν Πρωτοχρονιά!
Σελ. 68
ΚΥΡΙΑΚΗ 26.4.1942
Σήμερα τὸ «Βῆμα» ἀναδημοσιεύει ἕνα ἄρθρο* ἀπὸ τὰ «Γερμανικὰ Νέα». Ἕνα ἄρθρο κάποιου Γερμανοῦ ποὺ δὲν τολμάει νὰ βάλῃ τ’ ὄνομά του μὰ ὑπογράφεται:***. Ἔχει τὸν τίτλο: «Θὰ ζήσῃ ἡ Ἑλλάς;» Ἀφοῦ μᾶς βρίζει ἀργόσχολους, λωποδύτες, τεμπέληδες κλπ. καταλήγει λέγοντας ὅτι δὲν θὰ ζήσῃ ἡ Ἑλλάδα, ἂν δὲν φροντίσωμε νὰ δουλέψωμε –δουλεύουνε οἱ πεινασμέ- νοι;– γιατὶ ὁ Ἄξων –ποὺ μᾶς τρέφει τώρα– θὰ πάψῃ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ ἕνα λαὸ «ἑκατομμυρίων ἀργοσχόλων» κλπ. κλπ. Δὲν ἦταν, βέβαια, ἀνάγκη νὰ μᾶς ποῦνε ἂν θὰ ζήσῃ ἡ Ἑλλάς. Ἔχει περάσει τόσες μπόρες μὰ δὲ χάθηκε. Θὰ τὴν περάσωμε κι αὐτὴ & θὰ δώσουμε τὴν ἀπάντηση. Μὰ εἶναι εὔκολο νὰ βρί ζῃ & νὰ μπατσίζῃ ὁ ἀφέντης τὸν ἁλυσσοδεμένο σκλάβο, ὁ ὁπλισμένος τὸν ἄοπλο.
* Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας των βιβλίων «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα» 2012 και «Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας» 2014, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Πηγή: pancreta