Οργή Θεού! (Διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά) - Ειδήσεις Pancreta

Το ιστολόγιο έχει αναφερθεί μερικές φορές, παρεμπιπτόντως, στον Δημοσθένη Βουτυρά (1872-1958), αλλά δεν έχει παρουσιάσει ποτέ διήγημά του -παράλειψη που διορθώνω σήμερα. Και είναι παράλειψη επειδή ο Βουτυράς είναι ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος μας, αν όχι του 20ού αιώνα πάντως σίγουρα του μεσοπολέμου.

Ο Βουτυράς είναι από τους μετρημένους στα δάχτυλα συγγραφείς της εποχής του που βιοπορίστηκε από την πένα του, γι’ αυτό και έγραψε πάρα πολλά διηγήματα, πολλές εκατοντάδες, για περιοδικά και εφημερίδες, ενώ ταυτόχρονα εξέδιδε και συλλογές διηγημάτων, πάνω από είκοσι βιβλία.

Το έργο του δεν έχει συγκεντρωθεί ακόμα. Ο φίλος Βάσιας Τσοκόπουλος έχει ξεκινήσει να τυπώνει τα Άπαντα Βουτυρά σε τόμους, αλλά η υπόθεση κόλλησε μετά τον πέμπτο τόμο (κάπου στο ένα τρίτο του συνολικού όγκου) και αφού δυο εκδοτικοί οίκοι που είχαν αναλάβει το εγχείρημα είχαν κλείσει. Άκουσα πριν απο καιρό ότι ήταν έτοιμος ο έκτος τόμος, αλλά σε τέτοιους δύσκολους καιρούς δεν είναι εύκολα τέτοια εγχειρήματα.

Ο Βουτυράς έχει λίγους αλλά φανατικούς φίλους στην εποχή μας. Κάποια διηγήματά του (π.χ. Παραρλάμα, Ο θρήνος των βοδιών) είναι πολύ γνωστά, τα περισσότερα όμως όχι. Ο εκδοτικός οίκος Φαρφουλάς, του φίλου Διαμαντή Καράβολα, πήρε τ’ όνομά του από ένα διήγημα του Βουτυρά και έχει εκδώσει και κάποια έργα του, όπως τη σατιρική-φανταστική νουβέλα Μέσα στην Κόλαση (ο Βουτυράς καλλιέργησε και τα δύο είδη).

Εγώ σκαλίζοντας παλιές εφημερίδες βρίσκω πότε-πότε δημοσιεύματα του Βουτυρά, και κοιτάζω αν είναι θησαυρισμένα (μου έχει δώσει ο Τσοκόπουλος έναν κατάλογο των διηγημάτων που εχουν συμπεριληφθεί στις παλιές συλλογές), τα δε αθησαύριστα του τα στέλνω -αν και σχεδόν όλα τα έχει ήδη βρει ο ίδιος. Στον παλιό μου ιστότοπο έβαζα συχνά διηγήματα του Βουτυρά, που τα πληκτρολογούσαν φίλοι –εδώ τα έχω συγκεντρωμένα. Κάποια στιγμή λέω να βάλω μπροστά να πληκτρολογηθεί το κατοχικό ημερολόγιο του Βουτυρά, ή μάλλον τα αποσπάσματά του που είχε δημοσιεύσει στη δεκαετία του 1950 η Αυγή.

Το σημερινό διήγημα, αν δεν κάνω κάποιο σοβαρό λάθος, είναι και αυτό αθησαύριστο. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος στις 3 Μαΐου 1925. Ο Ελεύθερος Λόγος ήταν εφημερίδα που πρόσκειταν στο βενιζελικό κόμμα και είχε αξιόλογη λογοτεχνική ύλη. Κατά σύμπτωση από τις στήλες του Ελευθ. Λόγου (και του Νουμά) είχε διεξαχθεί τον προηγούμενο χρόνο, το 1924, η περίφημη αντιπαράθεση Ξενόπουλου – Παρορίτη και άλλων για το «πρόβλημα Βουτυρά». Το «πρόβλημα» ή παράδοξο Βουτυρά ήταν, με δυο λόγια, το εξής: πώς είναι τόσο αγαπητός ο Βουτυράς, ιδίως στους νέους φιλολογούντες (του 1920) τη στιγμή που ως συγγραφέας παρουσιάζει τόσα κραυγαλέα ελαττώματα.

Ο Παρορίτης μάλιστα έφτανε στο σημείο να αποφανθεί ότι ο Βουτυράς «δεν είναι συγγραφέας», ενώ ο Ξενόπουλος -που δεν απέρριπτε τον Βουτυρά, παρά τα όσα αφήνει να εννοηθεί η Βικιπαίδεια– αναρωτιόταν: «πώς ένας διηγηματογράφος, εις τον οποίον ως κριτικός βλέπω τόσα ελαττώματα, μπορεί να είναι ο αγαπημένος, ο προτιμώμενος από εμέ τον ίδιον ως αναγνώστην;» Και συνεχίζει: «Μόνον ο άμορφος αυτός, ο ακατασκεύαστος διηγηματογράφος μου δίδει σήμερα -τι παράξενον- την τρυφήν που μου δίδουν ξένοι μεγάλοι φορμίστες και στυλίστες, όπως ο Ανατόλ Φρανς και ο Όσκαρ Ουάιλδ!

Αλλά πολλά έγραψα. Παραθέτω το διήγημα, που είναι (όπως και ο γνωστοτερος «Θρήνος των βοδιών») φιλοζωικό και ευχαριστώ θερμά τον φίλο μας τον Σκύλο που το πληκτρολόγησε -και που είχε και την ιδέα να προτείνει φωτογραφία με βουβάλια για συνοδεία.

Μια παρατήρηση μόνο: έχω βέβαια εκσυγχρονίσει την ορθογραφία, αλλά κράτησα τις γραφές Φιλίντας, Ποτηράκις. Αυτή η σκηνή έχει ενδιαφέρον, διότι τα δύο ονόματα είναι υπαρκτά: ο Μένος Φιλήντας ήταν εμπειρικός γλωσσολόγος, από τους πρωτομάχους του δημοτικισμού -ήταν και χοντρός, αυτόν σκιτσάρει λοιπόν ο Βουτυράς. Ο Μαραδάς πιθανόν να είναι ο Χατζηδάκις. Ο [Γιώργης] Στράγγας, που τον λέει «άγριο σοσιαλιστή» ήταν δημοσιογράφος, στέλεχος του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1920. Δεν ξέρω αν ο «χιλιεκατομμυριούχος Ποτηράκις» είναι υπαινιγμός για υπαρκτό πρόσωπο. Να σημειώσω ότι αναφορές (πολύ περισσότερες μάλιστα) σε υπαρκτά πρόσωπα κάνει ο Βουτυράς και στη νουβέλα του «Μέσα στην Κόλαση» που ανέφερα πιο πάνω.

ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ!

Όταν επέστρεψα σπίτι μου, ακόμα μου φαινότανε να βλέπω τη σφαγή των αρνιών. Άλλα απ’ αυτά να ’ναι γδαρμένα και κρεμασμένα, άλλα πάλι να σπαρταρούν στις βαμμένες από αίμα πλάκες, κι άλλα ριχμένα κάτω απ’ τον άνθρωπο με τα ματωμένα χέρια, δίχως καμιά φωνή να δέχονται το κοφτερό λεπίδι…

Είχα και το φίλο μου τον Πανάκο να μου λέει, να μου λέει γι’ αυτό. Και θα μου ’πε δέκα φορές:

-Σα να ετοιμάζεται μου φαίνεται, εορτή αγρίων για κάποιον αιμοβόρο θεό τους!.. Α, ο καημένος ο Χριστός, ο άκακος…

Και όμως δε διαμαρτυρήθηκε, που κι εγώ θυσίασα τον ωραίον άσπρον πετεινό μου. Κι αλήθεια, ήταν ωραίος πετεινός. Καμαρωτός, καμαρωτός βάδιζε. Και σαν ιππότης σωστός περιποιόταν τις όρνιθες, δικές του, ξένες. Είχε μια φωνή θαυμασία. Πολλές φορές κατά τα ξημερώματα, με ξυπνούσε απ’ το δυνατό χτύπημα των φτερουγιών του, κι άκουγα μετά το λάλημά του να ξεπετιέται μέσ’ στη βαθιά σιωπή.

Δυστυχισμένε πετεινέ!… Του ’κοψα το κεφάλι χωρίς να μου έχει κάνει ποτέ κακό…

Ο Πανάκος, είπα, δε διαμαρτυρήθηκε διόλου που τον έσφαξα. Ίσα, ίσα μάλιστα, τον πλησίασε, που τον είδε σφαγμένο, τον έπιασε απ΄ το ένα πόδι και τον σήκωσε για να δει αν είναι βαρύς. Και μιλιά γι΄ αυτόν, για τον πετεινό δηλαδή όταν έτρωγε τις σάρκες του. Μόνο όταν χορτασμένος πια ξαπλώθηκε σε μια πολυθρόνα είπε κάνοντας το φιλόσοφο:

-Ματαιότης ματαιοτήτων! Δε μου λες ο πετεινός σου υπήρχε, ή δεν υπήρχε; Εγώ λέω, πως ήταν όνειρο!…

Σχεδόν ξημερώματα πήγα να κοιμηθώ. Και θα ’ταν η ώρα που ο πετεινός μου χτυπούσε τις φτερούγες του κι έστελνε έπειτα τη φωνή του ψηλά σα να πετούσε βέλος, κοντάρι στα σκοτάδια, για να τα διαλύσει, σύμμαχος πιστός ή ακροβολιστής της ημέρας.

Καθώς ετοιμαζόμουνα να πλαγιάσω, να, να τι ακούω; Τη φωνή του πετεινού μου! Ναι, ναι, λαλούσε μέσ’ στον ορνιθώνα. Τη γνώρισα τη φωνή του. Κι έπειτα άλλον πετεινό δεν είχα. Αλλά τι φωνή ήταν εκείνη τώρα; Είχε μέσα της ένα θυμό, μια μανία μεγάλη, μεγάλη…

Ταράχτηκα και με δυσκολία με πήρε ο ύπνος.

Ένα πρωί πήγα στο δωμάτιο του Πανάκου. Το δωμάτιό του βρισκόταν ψηλά στο πιο επάνω πάτωμα ενός τεραστίου ξενοδοχείου. Είχε παράθυρο όμως προς το δρόμο, και μ’ άρεσε να κάθουμαι σ’ αυτό και να βλέπω τους ανθρώπους, τα τραμ, τα αμάξια να κινούνται κάτω, μικρά σαν παιχνιδάκια.

Ο Πανάκος δεν ήταν στο δωμάτιό του, είχε βγει έξω. Ήμουν όμως γνωστός πολύ, και κάθισα στο παράθυρο να τον περιμένω.

Μα σε λίγο είδα τους ανθρώπους να τρέχουν, να μην περπατούν κανείς ήσυχα. Όλοι πήγαιναν εδώ και κει τρέχοντας.

-Μα τι τους έπιασε; ρωτούσα τον εαυτό μου.

Και καθώς έλεγα αυτά και κοίταζα αυτήν την κίνηση, το τρέξιμο, ήρθε ο Πανάκος χωρίς να το καταλάβω.

-Άκου δω, μου λέει.

Στράφηκα. Είχε το ύφος φοβισμένο.

-Τι είναι; Τον ρώτησα και σηκώθηκα και πήγα κοντά του.

-Βρε αδελφέ, μου είπε, κάτι συμβαίνει που δε μπόρεσα να το καταλάβω. Είδες, τους είδες πώς τρέχουν, πώς τρέχει ο κόσμος… Μα τι συμβαίνει!.. Δεν έμαθα!… Εγώ ήμουνα στο καφενείο κι έκανα ένα ποίημα, το ξέρεις, το τελείωνα, την ωδή στο Πιπέρι! Και κάνω μια σηκώνω σε μια στιγμή το κεφάλι μου και βλέπω έρημο το καφενείο. Όλοι πελάτες, υπάλληλοι, καφετζήδες όλοι είχαν χαθεί. Σηκώνομαι, κοιτάζω δω κοιτάζω κει… Μπα, κανείς, ψυχή. Βλέπω όμως έξω τον κόσμο να περνά τρέχοντας. -Κάτι συμβαίνει, λέω, και βγαίνω έξω. Ρωτώ τον έναν, ρωτώ τον άλλον, κανείς δεν μ’ απαντούσε. Όλοι με βουλωμένο το στόμα τρέχανε. Επιτέλους, βρέθηκε και κάποιος καλός άνθρωπος και μου μίλησε. -Δεν ξέρω, όμως, μου λέει τι συμβαίνει, αλλά κάτι σοβαρό συμβαίνει, πολύ σοβαρό και γ’ αυτό πάει ο κόσμος να μάθει. Πάει στη Νομαρχία.

Αυτά μόνο μου είπε και το ’βαλε στα πόδια. Το βάζω κι εγώ τότε στα πόδια κι έρχομαι δω. Ήξερα ότι θα ’σαι… Α, α! Για άκου! Μα τι γίνεται, τι συμβαίνει!…

Ένας θόρυβος, μια βουή τρομαχτικιά υψώθηκε ξαφνικά.

Τρέξαμε στο παράθυρο.

Λαός, πλήθος ερχόνταν τρέχοντας.

-Μα τι τρέχει, τι τρέχει; έκανε ο Πανάκος.

Και ο λαός γρήγορος σα ρέμα που κατεβαίνει μ’ ορμή, έφτασε και περνούσε. Γυναίκες, κορίτσια, άντρες, γέροι, παιδιά, νέοι. Και όλοι ανάκατα. Πλούσιοι, φτωχοί, κουρελήδες και καλοντυμένοι, κοντά ο ένας στον άλλον τρέχανε. Και όπως το ρέμα, που τρέχει, πέφτει σε λάκκους, βούιζαν κι αυτοί.

-Μα τι συμβαίνει; φώναζε ο Πανάκος μισοκρεμασμένος απ΄ το παράθυρο.

Πού ν’ ακουστεί η φωνή του! Εμείς βρισκόμαστε στα ύψη. Αλλά και αν δεν βρισκόμαστε κεί [δεν] θα μπορούσε ν’ ακουστεί απ’ την τρομερή βουή που άφηνε το πλήθος, και από μια άλλη καταχθόνια που άρχισε να ’ρχεται από μακριά!

-Πάμε κάτω, μου είπε ο Πανάκος, πάμε, πάμε και μεις!

Έκανα να φύγω, αλλά κάτι μ’ έσυρε και μ’ έκανε να μείνω. Είχα δει τον άγριο σοσιαλιστή Στράγκα να τρέχει δίπλα στον χιλιοεκατομμυριούχο Ποτηράκι. Και πιο κάτω μέσα σ’ ένα κύμα άλλο λαού, διέκρινα το γλωσσολόγο Φιλίντα να τρέχει κοντά στον εχθρό του το γέρο γλωσσολόγο Μαραδά. Ο Φιλίντας αν και παχύς έτρεχε σα να ’ταν παραγεμισμένος αέρα και βοηθούσε και το γέρο συνάδελφό του.

-Πάμε κάτω!… Τι κάθεσαι!… μου είπε ο Πανάκος και μ’ έσυρε απ’ το χέρι.

Βγήκαμε γρήγορα στο διάδρομο και διευθυνθήκαμε στην πόρτα. Τραβώ ν’ ανοίξω. Τίποτα. Ήταν κλεισμένη… Κλειδί επάνω δεν υπήρχε.

-Ε, διάβολε, λέω, είναι κλεισμένη η πόρτα!…

-Για στάσου απ’ εκεί, πώς είναι κλεισμένη!

Και ο Πανάκος πιάνει το πόμολο, προσπαθεί το κουνά μανιακά. Μπα, η πόρτα, μια γερή πόρτα ούτε κουνιέται διόλου.

Γυρίζει σε μένα:

-Μα τι ’ναι αυτά, τι ’ναι αυτά! πού είναι αυτοί!

Κι αρχίζει να φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη:

-Κυρ Μανώλη!… Κυρά Μαριώ, Κώστα!…

Καμιά απάντηση. Η βουή του πλήθους…

-Θα’ναι κάτω όλοι!…

Πιάνει την πόρτα πάλι. Τα ίδια. Η πόρτα ακίνητη.

-Τι να κάνουμε; Με ρωτά.

-Ξέρω κι εγώ!…

-Τι ξέρεις και συ! Δεν ξέρεις τι είναι να μη μπορεί να μάθει κανείς τι συμβαίνει!…

-Ναι, έχεις δίκαιο. Μα δε μου λες, δεν είναι κανένα δωμάτιο με παράθυρο στη σκάλα, στην είσοδο;…

-Ναι, είναι ένα, αλλ’ είναι μικρό!…

-Να το δώ…

Πήγαμε. Το παράθυρο όμως ήταν μικρό, πολύ μικρό, δε χωρούσε να περάσει κανείς.

-Τι να κάνουμε; με ρώτησε ο Πανάκος.

-Να φωνάξουμε!… Στάσου να φωνάξω γω που ’χω δυνατή φωνή…

Κι ανοίγω το παραθυράκι κι αρχίζω να φωνάζω μ’ όλη μου τη δύναμη. Τίποτα όμως, καμιά απάντηση. Είχα απελπιστεί και ετοιμαζόμουν να τ’ αφήσω, όταν ακούω μια φωνή χοντρή να μου λέει:

-Μα δε φύγατε σεις ακόμα;

-Μα γιατί να φύγουμε, τι τρέχει; ρωτώ χωρίς να βλέπω με ποιον μιλούσα.

boubalia-Τι τρέχει!… δεν το μάθατε ακόμα!… Να, τα ζώα που τρώμε, βώδια, πρόβατα, βουβάλια, όλα, όλα που τα ’χαμε για φάγωμα, ξαγριωθήκανε, κάνουνε επανάσταση, και ρίχτηκαν στους ανθρώπους! Οργή θεού!.. Έρχονται κοπάδια καταπάνω μας!. Αχ και μ’ άρεσε τόσο πολύ το ροσμπίφ! Οργή θεού!.. Φευγάτε!…

-Μα μας έχουνε εμάς κλειδωμένους!..

-Κλειδωμένους!. Τι να σας κάνω, δε μπορώ!. Εγώ φεύγω!…

Όταν γύρισα κι είδα τον Πανάκο, τον είδα κατακίτρινο.

-Και τι θα κάνουμε τώρα; με ρώτησε.

-Να σπάσουμε την πόρτα!

Τρέξαμε πάλι στην πόρτα κι αρχίσαμε να πολεμούμε. Τίποτε δεν γινόταν όμως, η κλειδαριά ήταν γερή. Ιδρωμένοι, απελπισμένοι σταματήσαμε.

Αλλά τώρα δεν ακούσαμε κάτω στο δρόμο τη βουή του πλήθους, μόνο από πέρα, γύρω μου μουγκρητά άπειρα…

Πήγαμε στο δωμάτιο και κοιτάξαμε απ΄ το παράθυρο. Ο δρόμος ήταν έρημος. Κανείς, κανείς!

Τα μουγκρητά κι άλλες φωνές όσο πήγαιναν πλησίαζαν, πλησίαζαν. Ο αέρας εγέμισε απ’ αυτά…

Απ’ το παράθυρο φαινόταν και μια πλατεία. Και ξαφνικά βλέπω κάτι σα μαύρο κύμα, σα μαύρη θάλασσα να χύνεται μέσ’ στην πλατεία και να τη σκεπάζει.

-Βουβάλια, βουβάλια! είπα στον Πανάκο.

-Κοίταξε, κοίταξε! μού κάνει αυτός.

Απ’ ένα δρομάκι βόδια, ταύροι, χοίροι, βγήκαν και χύθηκαν στο μεγάλο δρόμο του ξενοδοχείου. Κι έτρεχαν μανιακά αφρίζοντας. Να και μαζί τους το άκακο αρνάκι αφρισμένο κι αυτό, να χτυπά τις πόρτες με τα κέρατά του…

-Να δεις, μου λέει ο Πανάκος, θα ρίξουν τα σπίτια!

Ο μεγάλος δρόμος είχε πλημμυρίσει από ζώα. Και δεν άργησε να μπεί σ’ αυτόν και το πλήθος των βουβάλων. Και τρέχαν, τρέχαν όλα τα ζώα μουγκρίζοντας και φαινόντανε να ζητούνε να βρούνε τον άνθρωπο…

-Να κρυφτούμε! μου λέει ο Πανάκος.

Θέλησα να τον ακούσω, αλλά τα γαλανά μάτια ενός βουβαλιού, που, απλώνοντας το λαιμό του σα χήνα που ζητά να δαγκάσει, έτρεχε, με είδαν…

Ακούσαμε κάτω δυνατά χτυπήματα στις πόρτες.

-Θ’ ανεβούν απάνω!.. Πού να πάμε;…

-Στα κεραμίδια!..

Γρήγορα ανεβήκαμε στην ταράτσα και απ’ εκεί στηρίζοντας μια σκάλα στον τοίχο βρεθήκαμε στα κεραμίδια.

Πετάξαμε τη σκάλα κάτω και περιμέναμε.

Ακούγανε θόρυβο, κρότους μεγάλους μέσ’ στο σπίτι. Θα μας ζητούσαν…

Σκεφτόμουνα πως εκεί δεν θα μπορούσαν να μας πειράξουν ούτε ακόμα οι τράγοι. Πώς θ’ ανέβαιναν;

Πάνω όμως σ’ αυτό που σκεπτόμουνα, μόλις είχα τελειώσει αυτή τη σκέψη, τι βλέπω;

Ένα κοπάδι πουλερικά, πετεινούς, όρνιθες, διάνους, πάπιες να ξεφυτρώνουν απ’ τα κεραμίδια ενός σπιτιού και πετώντας με άγριες φωνές να έρχονται κατεπάνω μας.

Ένας άσπρος πετεινός έτρεχεν εμπρός. Ο δικός μου!… Μα δεν τον είχα σφάξει;.

Ποιον να πρωτοχτυπήσω; Είδα τον Πανάκο να πέφτει ανάσκελα σαν τις γάτες, για να αμυνθεί καλύτερα, να κλοτσά. Ένας πετεινός μού ρίχτηκε με τα νύχια στο πρόσωπο.

Ξύπνησα. Ήταν το γατάκι μου που ’χε ανεβεί στο κρεββάτι μου κι έπειτα θέλησε να σκαρφαλώσει και στο πρόσωπό μου…

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Ν. ΒΟΥΤΥΡΑΣ

πηγή


Πηγή: pancreta